Γιατί αποτυγχάνει συνεχώς η μεταρρύθμιση της Δημόσιας Υπηρεσίας;

Τα νέα αποτελέσματα του Συστήματος Αξιολόγησης των Δημόσιων Υπαλλήλων μαρτυρούν την μεγάλη στρέβλωση.

Του Χρήστου Μιχάλαρου

Εξαιρετικά δύσκολη, στο όριο του αδύνατου, μοιάζει η αποτελεσματική μεταρρύθμιση της Δημόσιας Υπηρεσίας και η ριζική αλλαγή του συστήματος αξιολόγησης των Δημόσιων Υπαλλήλων, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες μιας σύγχρονης δημόσιας διοίκησης στην Κύπρο.

Πέρα από τα πάγια και σταθερά προβλήματα, τα οποία παρουσιάζονται συχνά-πυκνά στο κυπριακό Δημόσιο, οι αριθμοί από την τελευταία αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων μοιάζουν λίγο-πολύ εξωφρενικοί. Σύμφωνα με αυτά, το 95.09% των δημόσιων υπαλλήλων αξιολογήθηκε ως «εξαιρετικό» στη δουλειά και στα προσόντα του, κάτι που αντικειμενικά είναι –μάλλον– αδύνατο.

Μιλώντας στην «Πρώτη Εκπομπή» του Ράδιο Πρώτο, ο Καθηγητής Στρατηγικής Διοίκησης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Χαρίδημος Τσούκας, εμφανίζεται ιδιαιτέρως απαισιόδοξος σχετικά με τη δυνατότητα αλλαγής του συστήματος, αλλά και μεταρρύθμισης της Δημόσιας Υπηρεσίας σε βαθμό τέτοιο ώστε να καταστεί αποτελεσματική με βάση τις ανάγκες ενός σύγχρονου κράτους.

«Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης δεν μας εκπλήσσει. Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό, συμβαίνει κάθε χρόνο. Θα έπρεπε να μας εκπλήξει αν μαθαίναμε ότι το 1/3 κρίθηκε ως εξαιρετικό και τα υπόλοιπα 2/3 κατανέμονται στις υπόλοιπες βαθμίδες του συστήματος αξιολόγησης. Αυτό θα ήταν είδηση. Αυτό που συζητάμε δεν είναι. Αυτό δείχνει ότι στους περίπου 12.000 δημοσίους υπαλλήλους, πάνω από 11.500 είναι εξαίρετοι. Ο Νόμος των Μεγάλων Αριθμών μάς λέει ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει σε κανένα μεγάλο οργανισμό. Κάτι άλλο, λοιπόν, συμβαίνει», σχολίασε.

Στην παρατήρηση ότι το πρόβλημα δεν είναι οι αξιολογούμενοι αλλά οι αξιολογητές και τα εργαλεία που χρησιμοποίησαν, ο κος Τσούκας συμφώνησε, προχωρώντας σε μερικά συμπεράσματα:

Πρώτον, ότι το σύστημα αξιολόγησης στη Δημόσια Υπηρεσία είναι χρεωκοπημένο, όπως ισχύει εδώ και χρόνια.

Δεύτερον, εφόσον είναι χρεωκοπημένο είναι και αναξιόπιστο. Κατά συνέπεια δεν αποτελεί εργαλείο διοίκησης, καθώς ένας προϊστάμενος στο Δημόσιο σήμερα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο σύστημα για να προαγάγει και να μεταθέσει προσωπικό, αλλά και να λάβει αποφάσεις για το τμήμα ή την υπηρεσία του. Πρόκειται για ένα θεμελιώδες εργαλείο

Τρίτον, υπό τη μορφή ερωτήματος: τι μπορεί να γίνει για όλα αυτά; Σύμφωνα με τον κο Τσούκα, ελάχιστα μπορούν να αλλάξουν.

«Τουλάχιστον στο ορατό μέλλον, φοβάμαι ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα», τόνισε.

Χαρακτήρισε δε τις δηλώσεις των κυβερνήσεων για μεταρρύθμιση στη Δημόσια Υπηρεσία ως «αστεία πράγματα», λέγοντας ότι επί της ουσίας, αποκλειστικός σκοπός κάθε κυβέρνησης είναι να παραμείνει στην εξουσία με κάθε δυνατό τρόπο και όχι να αλλάξει το σύστημα.

«Η Κύπρος είναι μια σύγχρονη χώρα και κάθε κυβέρνηση πρέπει να δείχνει ότι μιλά μια σύγχρονη γλώσσα, δηλαδή τη γλώσσα της διοίκησης και του εκσυγχρονισμού. Αυτά είναι φούμαρα και αστειότητες, είναι ένα προκάλυμμα προκειμένου να κρυφτεί η πραγματικότητα, η οποία γνωρίζουμε ποια είναι: η κομματοκρατία και οι παρεμβάσεις διοικούν τη Δημόσια Υπηρεσία», τόνισε.

Τι πρέπει να κάνει, όμως, όποιος θέλει να αλλάξει στα σοβαρά τη Δημόσια Διοίκηση;

Σύμφωνα με τον ίδιο, θα πρέπει να προσπαθήσει να αλλάξει τη θεμελιώδη νοοτροπία, η διοίκηση να αφεθεί να είναι αμιγώς επαγγελματική στα κριτήριά της, να είναι ανεξάρτητη από τα κόμματα εξουσίας και να μπορεί να λειτουργεί αυτόνομα. Ωστόσο, κάτι τέτοιο ουδέποτε υπήρξε.

Διευκρίνισε δε ότι ο αριθμός των δημόσιων υπαλλήλων δεν παίζει ρόλο στο συγκεκριμένο ζήτημα, ωστόσο το ζήτημα της «παράδοσης» κάθε χώρας επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα.

«Όταν μια χώρα έχει μεγάλη παράδοση, δεν αλλάζει εύκολά. Όταν αυτή η παράδοση είναι καλή, όπως στη βρετανική Δημόσια Υπηρεσία, την οποία γνωρίζω πολύ καλά, τότε αυτή την παράδοση κανείς δεν θέλει να την αλλάξει. Μάλιστα, οι κυβερνήσεις των Συντηρητικών τα τελευταία χρόνια επικρίνονται, διότι με το Brexit επιχειρούν να πολιτικοποιήσουν το Δημόσιο. Εμείς έχουμε μια παράδοση 60 ετών –διόλου ασήμαντη– αλλά τουλάχιστον αν υπάρχει ένα εκσυγχρονιστικό πνεύμα από τους εκάστοτε κυβερνώντες, πρέπει να κάνουν μια αρχή. Προς το παρόν δεν βλέπουμε καν την αρχή. Όσα σχέδια ανακοινώνονται, είτε είναι κατόπιν πιέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε ρητορικές πομφόλυγες προκειμένου να προσποιούνται ότι είναι σύγχρονες στον τρόπο με τον οποίο διοικούν την Δημόσια Υπηρεσία. Επί της ουσίας, όμως, βλέπουμε ελάχιστη πρόοδο, κάτι που στη σημερινή εποχή έχει μηδαμινή σημασία. Πρέπει να κάνουμε τεράστια άλματα, για τα οποία, ωστόσο, χρειάζεται ένας μεταρρυθμιστικός οίστρος που δεν έχουμε δει από κανένα Υπουργό Εσωτερικών και κανένα Πρόεδρο Δημοκρατίας», είπε.

Στην παρατήρηση ότι είναι απαραίτητο αυτός ο οίστρος να έχει διάρκεια περισσότερη από τη θητεία μίας ή δύο κυβερνήσεων, ο κος Τσούκας συμφώνησε και αναφέρθηκε σε ένα «κεκτημένο» πεποιθήσεων και αντιλήψεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για το πώς πρέπει να διοικείται το κράτος, το οποίο ασπάζονται όλες οι παρατάξεις.

«Εφόσον αυτό είναι κάτι στο οποίο συμφωνούν οι περισσότεροι, αυτό θα πρέπει να βγει από το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης και να αρχίσουν οι διαδικασίες της αλλαγής, στις οποίες όλες οι μεγάλες πολιτικές παρατάξεις θα είναι σύμφωνες. Απαιτούνται βήματα πολιτικής συναίνεσης για να γίνει κάτι τέτοιο. Αν δεν γίνουν, μην περιμένετε μεγάλες αλλαγές. Ό,τι κάνει μια κυβέρνηση θα το ξηλώσει, είτε ο επόμενος Υπουργός Εσωτερικών είτε η επόμενη κυβέρνηση», επισήμανε.

Όσον αφορά στην πρόταση να αναλάβουν τη μεταρρύθμιση του συστήματος αξιολόγησης επαγγελματίες και ειδικοί από άλλες χώρες, κάτι που επιβλήθηκε σε άλλους τομείς κατά τη διάρκεια της μνημονιακής περιόδου και προκάλεσε αντιδράσεις, ο κος Τσούκας απάντησε ότι μια τέτοια κίνηση καταρχήν θα ήταν εθνικά αναξιοπρεπής.

Ωστόσο, διευκρίνισε ότι η ανεξαρτησία είναι ένα πολύ θετικό στοιχείο που μπορεί να επιτευχθεί ενδεχομένως με τον εμβολιασμό ανθρώπων που έχουν την κατάλληλη γνώση,  εμπειρία και αμεροληψία, κάτι που αποτελεί διεθνή πρακτική.

«Αν ξέρω να χρησιμοποιήσω σωστά τους ξένους, μπορώ να τους χρησιμοποιήσω επ’ ωφελεία μου. Η Κυβέρνηση παραμένει ο ιδιοκτήτης των μεταρρυθμίσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιήσει την αλλοδαπή εμπειρογνωμοσύνη για να βοηθηθώ. Δεν είναι κακό να έχω κάποιους ξένους σε σημεία που χρειάζεται, αλλά δεν μπορεί εκείνοι να αξιολογήσουν τους ανθρώπους των οποίων η Δημόσια Υπηρεσία προΐσταται», κατέληξε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ