Το δικαστήριο απέρριψε αγωγή τράπεζας εναντίον εγγυητή λόγω «κενών» στη μαρτυρία

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού απέρριψε αγωγή που κατάθεσε η Τράπεζα Κύπρου εναντίον του εγγυητή Κ.Σ από τη Λάρνακα απαιτώντας το ποσό των €40.166,18 πλέον τόκο προς 9% ετησίως επί του ποσού των €38.996,29 από 29/10/2010 πλέον εξαμηνιαίο ανατοκισμό μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.

Σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, η Τράπεζα είχε προβεί σε συμφωνία με συγκεκριμένη εταιρεία, η οποία τελεί υπό διάλυση, όπως παρέχουν δάνεια σε τρεχούμενο λογαριασμό για το ποσό των €25.629,02. Ακολούθως η Τράπεζα ενέκρινε την αύξηση του ορίου στο τρεχούμενο Λογαριασμό από €25.629,02 σε €51.258,04.

Ο Κ.Σ. εγγυήθηκε όλες τις υποχρεώσεις της εταιρείας προς την Τράπεζα μέχρι του ποσού των €51.258,04.

Η Τράπεζα με επιστολή της τερμάτισε τη λειτουργία του λογαριασμού και κάλεσε τον εναγόμενο να διευθετήσει την εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου εντός 15 ημερών. Περαιτέρω με την ίδια επιστολή πληροφόρησαν τον εναγόμενο ότι ο αναφερόμενος λογαριασμός θα επιβαρύνεται με τόκο 11,75% καθώς και ότι το επιτόκιο θα κυμαίνεται σύμφωνα με τις αυξομειώσεις του βασικού επιτοκίου της Τράπεζας που ισχύει από καιρό εις καιρό

Ο εγγυητής αμφισβητούσε το χρεωστικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού.

Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Τράπεζα περέλειψε να παρουσιάσει οποιανδήποτε συμφωνία βάσει της οποίας λειτουργούσε ο επίδικος λογαριασμός κατά την περίοδο από το άνοιγμα του μέχρι και την σύναψη της συμφωνίας με αποτέλεσμα να μην έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοιδήποτε όροι που να καθορίζουν το νόμιμο των χρεώσεων για την αναφερόμενη περίοδο.

«Παραμένει συνεπώς άγνωστο βάσει ποιων δεδομένων και υπό ποιους όρους ανοίχθηκε και λειτουργούσε ο επίδικος λογαριασμός από το 1993 μέχρι και την ημερομηνία συνομολόγηση της συμφωνίας[….]. Επίσης παραμένει άγνωστο και ατεκμηρίωτο ποια ποσά παραχωρήθηκαν στον πρωτοφειλέτη και με βάση ποια δεδομένα και ποιους όρους χρεώθηκε ο επίδικος λογαριασμός κατά την αναφερόμενη περίοδο», όπως αναφέρεται στην απόφαση..

Το Δικαστήριο σημειώνει επίσης ότι «καμία απολύτως μαρτυρία προσκομίσθηκε εκ μέρους των εναγόντων σε σχέση με το αναφερόμενο ζήτημα, έτσι ώστε, να είναι εφικτό να διαπιστωθεί κατά πόσο οι χρεοπιστώσεις στο λογαριασμό αυτό και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρέωση διάφορων ποσών, εξόδων αλλά και τόκων έγιναν καθόλα σύννομα και δικαιωματικά.»

Για την αναφερόμενη συνεπώς περίοδο, προστίθεται στην απόφαση, « παραμένει άγνωστο και ατεκμηρίωτο κατά πόσο οι χρεώσεις των τόκων γίνονταν επί συμφωνημένου ποσοστού επιτοκίου αλλά και κατά πόσο η κεφαλαιοποίηση των τόκων ήταν συμφωνημένη και εάν ναι κατά πόσο αυτή γινόταν κατά τους συμφωνηθέντες χρόνους».

Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι «η ορθότητα και η νομιμότητα του χρεωστικού αυτού υπολοίπου δεν είναι εφικτό να ελεγχθεί εφόσον με τα κενά που […] παρουσιάζει η μαρτυρία των Εναγόντων σε σχέση με τη αναφερόμενη χρονική περίοδο δεν μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο οι χρεώσεις που γίνονταν ήταν συμφωνημένες και νόμιμες αλλά ούτε και να διαπιστωθεί κατά πόσο ο επίδικος λογαριασμός χρεώθηκε με παράνομους τόκους δεδομένου ότι τότε ίσχυε το άρθρο 3 του περί Τόκου Νόμου του 1977, (Νόμος 2/77) που προέβλεπε ότι το επιτόκιο σε οποιοδήποτε χρέος δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 9% ετησίως»

«Ως αποτέλεσμα συνεπώς όλων όσων υποδεικνύονται πιο πάνω το ισχυριζόμενο χρεωστικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού παραμένει μετέωρο και ατεκμηρίωτο», αναφέρει η απόφαση.

«Ελλείψει συνεπώς των στοιχείων που υποδεικνύονται πιο πάνω και ή άλλης ικανοποιητικής μαρτυρίας που να αποδεικνύει την ορθότητα του χρεωστικού υπολοίπου στο οποίο απολήγει ο επίδικος λογαριασμός και ότι αυτό αξιώνεται νόμιμα η απαίτηση των εναγόντων δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη», καταλήγει το Δικαστήριο απορρίπτοντας την αγωγή.

ΠΗΓΗ: ΚΥΠΕ

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ