«Εστία» πολλαπλών κινδύνων

Ανησυχεί τους οικονομολόγους το κρατικό σωσίβιο σε κακοπληρωτές.

Του Νέστορα Βασιλείου 

Διάχυτος ο προβληματισμός και οι επιφυλάξεις αναλυτών για βασικές πτυχές του σχεδίου. "Αναγκαίο κακό" αλλά και ντόμινο επιπτώσεων σε φορολογούμενους, καταθέτες, αγορά ακινήτων και τράπεζες. 

· Φλωρεντιάδης: «Όταν ξέρω ότι θα δανειστώ και κατά κάποιον τρόπο γνωρίζω ότι το κόστος θα μετακυλιστεί στον φορολογούμενο, εγείρεται το θέμα του ηθικού κινδύνου»

· Θεοχαρίδης: Για ποιο λόγο ο φορολογούμενος να επιχορηγεί επιχειρηματικό δάνειο και να καλύπτει το 1/3 της δόσης;

· Βιολάρης: Το «Εστία» έπρεπε να λειτουργήσει ταυτόχρονα με την εφαρμογή των Νόμων για τις εκποιήσεις, ώστε να μειωθεί ο ηθικός κίνδυνος

Σκεπτικισμό και ανησυχία εκφράζουν στη «Σημερινή» τέσσερεις οικονομολόγοι, οι οποίοι κλήθηκαν να καταθέσουν τις απόψεις τους για το Σχέδιο Εστία, που έρχεται να ρίξει σωσίβιο σε κακοπληρωτές, οι οποίοι ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες. Πρακτικά οι φορολογούμενοι έρχονται να σώσουν την παρτίδα «σιγοντάροντας» τις κακές πρακτικές δανεισμού από τις τράπεζες και τις λανθασμένες επιλογές δανειοληπτών, οι οποίοι ασφυκτιούν υπό το βάρος των χρεών τους. Αδίκως θα πληρώσουν, όπως και οι συνεπείς δανειολήπτες, που βλέπουν τους «κακοπληρωτές» να επιβραβεύονται.

Τα δεδομένα συνηγορούν ότι το «Εστία» είναι, υπό τις περιστάσεις, ένα αναγκαίο κακό, για να αποφευχθεί ο δυνητικός κίνδυνος ενός μεγάλου κακού, μιας τελειωτικής καταστροφής, που θα βυθίσει την οικονομία της χώρας. Εάν το κράτος δεν επέμβει, θα ξεσπιτωθούν χιλιάδες, αφού οι τράπεζες θα πρέπει να εισπράξουν μέσω της εκποίησης των σπιτιών τους. Στην πράξη όμως θα είναι ωσάν να «πυροβολούν το πόδι τους» αφού η υπερπροσφορά θα ρίξει τις τιμές των ακινήτων, θα μειώσει την αξία των υποθηκών και θα δημιουργήσει «τρύπες» στα κεφάλαιά τους.

Η κριτική τους στο Σχέδιο μπορεί να διαφέρει, αλλά οι απόψεις όλων συγκλίνουν σε έναν κοινό παρονομαστή, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον λεγόμενο «ηθικό κίνδυνο».

Φλωρεντιάδης: Πληρώνει ο φορολογούμενος

«Η προτεραιότητα του κράτους είναι να γλιτώνει τους δανειζόμενους;», διερωτάται ο οικονομολόγος Μιχάλης Φλωρεντιάδης, σχολιάζοντας στη «Σ» το Σχέδιο «Εστία». Σημειώνει ότι ένα «σημαντικό κόστος» θα μεταφερθεί στους φορολογούμενους και εγείρει το θέμα του «ηθικού κινδύνου».

Αναλυτικά, σύμφωνα με τον κ. Φλωρεντιάδη, «το γεγονός είναι ότι ο φορολογούμενος αναλαμβάνει ένα σημαντικό κόστος για να μην παρατηρηθούν προβλήματα στις τράπεζες. Κατά πόσον πρέπει να υποστεί ο φορολογούμενος αυτό το κόστος σε όλες τις περιπτώσεις είναι καθαρά πολιτική απόφαση και όχι οικονομική. Θα υπάρξει, δηλαδή, αλληλεγγύη εκ μέρους των φορολογούμενων πολιτών. Δημιουργεί όμως και κάποιες στρεβλώσεις».

Σχολιάζει ότι, «κάποιον, ο οποίος έχει χρέος και είτε δεν θέλει είτε δεν μπορεί να το πληρώσει, θα τον γλιτώσει ουσιαστικά ο φορολογούμενος για να μείνει μέσα στο σπίτι του. Αυτό», τονίζει, «στα οικονομικά δεν στέκει. Όταν ξέρω ότι θα δανειστώ και κατά κάποιον τρόπο γνωρίζω ότι το κόστος θα μετακυλιστεί στον φορολογούμενο, εγείρεται το θέμα του ηθικού κινδύνου. Πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί όταν μετακυλίουν κόστος στον φορολογούμενο», σημειώνει.

Επισημαίνει ότι μπορεί κάποιος να είχε πρόθεση να εξυπηρετήσει το δάνειό του, αλλά «δεδομένης της ύπαρξης του Σχεδίου να μην το εξυπηρετήσει, δηλαδή η ύπαρξη και μόνο του Σχεδίου να ωθήσει τον δανειολήπτη να μην το εξυπηρετήσει. Αναλαμβάνεις με απλά λόγια ρίσκα, τα οποία ενδεχομένως να μην τα αναλάμβανες αν δεν ήξερες ότι θα πληρώσει άλλος το κόστος. Αυτή είναι η προτεραιότητα του κράτους, να γλιτώνει τους δανειζόμενους;», διερωτάται ο κ. Φλωρεντιάδης. Προσθέτει ότι «οι πολιτικοί μας λένε ότι είναι, αλλά μπορεί να έχει άλλους, οι οποίοι διαφωνούν».

Σε κάθε περίπτωση «το Σχέδιο επωφελεί αφενός τις τράπεζες και αφετέρου τους δανειζόμενους, αλλά πληρώνει ο φορολογούμενος. Οι τράπεζες έκαναν κάποιες κακές επιλογές στο παρελθόν και εκείνοι οι οποίοι δανείστηκαν, έκαναν κακές επιλογές και έρχεται ο φορολογούμενος και τους γλιτώνει και τους δύο σε κάποιο βαθμό. Εφόσον μιλάμε για το ένα τρίτο της δόσης είναι σημαντικό».

Γ. Θεοχαρίδης: Με ποια κριτήρια καθορίζουν τα ποσά;

Ποικίλα ερωτήματα για τις πτυχές του Σχεδίου θέτει από την πλευρά του ο οικονομολόγος Γιώργος Θεοχαρίδης. «Υπάρχει σαφώς ο ηθικός κίνδυνος, το Σχέδιο να δημιουργήσει στο τέλος περισσότερα προβλήματα από αυτά που προσπαθεί να πετύχει. Με ποιον τρόπο καθορίζεται το ποσό των €350 χιλ. για κύρια κατοικία; Γιατί δεν είναι για παράδειγμα €300 χιλ. ή €400 χιλ.; Ταυτόχρονα πώς καθορίζεται το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα στις €50 χιλ.; Με ποια κριτήρια; Για ποιο λόγο κάποιος που έχει περιουσιακά στοιχεία, που υπερβαίνουν το 125% της αγοραίας αξίας της κύριας κατοικίας, να επιχορηγείται το δάνειό του;

»Δηλαδή εάν είναι €350 χιλ. η αγοραία της αξία μπορεί να έχει και περιουσιακά στοιχεία €400 χιλ., και κάτι. Από τη στιγμή που έχει τέτοια περιουσιακά στοιχεία άλλα από την κύριά του κατοικία ο δανειολήπτης που δεν εξυπηρετεί το δάνειό του, για ποιο λόγο πρέπει να επιχορηγείται το δάνειό του και για ποιο λόγο να μην πουλήσει κάποια από αυτά τα περιουσιακά του στοιχεία για να αποπληρώσει μέρος του δανείου του;», διερωτάται.

Ο κ. Θεοχαρίδης σημειώνει ότι «δεν είναι εύκολο εγχείρημα, αλλά θεωρώ ότι το Σχέδιο πρέπει να είναι για ευάλωτες κοινωνικά ομάδες. Όπως αντιλαμβάνομαι, δεν είναι μόνο για οικιστικά δάνεια. Μπορεί να είναι επιχειρηματικό δάνειο για παράδειγμα και κάποιος να έβαλε υποθήκη την κύριά του κατοικία και δεν του “βγήκε” η επιχείρηση. Για ποιο λόγο ο φορολογούμενος να έρθει να επιχορηγεί αυτές τις περιπτώσεις και να καλύπτει το 1/3 της δόσης;».

Συνεπώς, τονίζει, «πρέπει να διευκρινιστεί ποιες είναι κοινωνικά ευάλωτες ομάδες, να υπάρξει μια κατηγοριοποίηση. Πρέπει η Κεντρική Τράπεζα, οι τράπεζες να συλλέξουν κάποιες πληροφορίες για το ιστορικό του δανειολήπτη, για να διαφανεί για ποιο λόγο παρουσιάζει προβλήματα και δεν πληρώνει το δάνειό του. Αν υπάρχει μια σωστή εξήγηση των λόγων που δεν εξυπηρετεί το δάνειό του, αν για παράδειγμα έχασε τη δουλειά του ή μειώθηκαν τα εισοδήματά του, εάν δεν έχει άλλα περιουσιακά στοιχεία, τότε, αναφέρει, «σ’ αυτές τις περιπτώσεις να έρθει το κράτος να βοηθήσει κι όχι απλώς να παίρνουμε κάποια ποσά και να λέμε ότι μέχρι €350 χιλ. μπορεί να συμμετέχει στο Σχέδιο και στις €400 χιλ.. Όχι…», σχολιάζει ο οικονομολόγος.

Υπογραμμίζει, επίσης, ότι «πρέπει να εξηγηθεί για ποιο λόγο αποφασίστηκαν αυτά τα κριτήρια. Εάν δεν υπάρξουν αυτές οι περαιτέρω διευκρινίσεις, μπορεί να δημιουργηθεί ηθικός κίνδυνος και περισσότερα προβλήματα στις τράπεζες, από ένα Σχέδιο, που θεωρητικά έρχεται για να βοηθήσει τις τράπεζες αυξάνοντας τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Όπως αναφέρει, «τα εισοδηματικά κριτήρια, το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα, μπορεί κάποιοι, ειδικά όταν μιλάμε για ιδιωτικές επιχειρήσεις, πολύ εύκολα να μεταλλάξουν τα στοιχεία, ώστε να εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία. Είναι δύσκολο να ελεγχθεί».

Υποδεικνύει επίσης ακόμα μια εστία… κινδύνου: «Δεν ξέρουμε εάν κάποιος έχει μεταβιβάσει περιουσιακά στοιχεία στα παιδιά του ή στο εξωτερικό και δείχνει ότι δεν έχει τίποτα στην Κύπρο. Αυτό χρειάζεται πολλή προσπάθεια να ελεγχθεί και μπορεί γι’ αυτό να παρασύρει και άλλους, οι οποίοι πληρώνουν να πουν “γιατί εγώ να πληρώνω το δάνειό μου και άλλοι να εκμεταλλεύονται αυτό το Σχέδιο” και να αυξηθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Θα ήταν πιο ορθό», συνεχίζει, «η Κεντρική Τράπεζα, μαζί με τις τράπεζες να κάνουν μια κατηγοριοποίηση, ώστε να διαφανεί ποιοι δανειολήπτες με βάση το ιστορικό τους, τα περιουσιακά τους στοιχεία, τα εισοδήματά τους κατέληξαν να μην πληρώνουν. Με αυτόν τον τρόπο», αναφέρει, «θα διαφανεί ποιοι είναι οι ευάλωτοι και ποιοι έχουν την ευχέρεια να αποπληρώσουν το δάνειό τους και δεν το πράττουν».

Εν κατακλείδι, ο κ. Θεοχαρίδης επισημαίνει ότι «με αυτά τα κριτήρια, χωρίς να επεξηγείται με ποιον τρόπο καθορίζονται κι επειδή αυτά τα κριτήρια μπορεί κάποιος πολύ εύκολα να τα αλλοιώσει για να μπει στο "Εστία" μπορεί να δημιουργηθούν στο τέλος περισσότερα προβλήματα. Από τη στιγμή που επιχορηγείς δανειολήπτες που δεν εξυπηρετούν τα δάνειά τους, σημαίνει ότι ο φορολογούμενος και οι συνεπείς δανειολήπτες επιχορηγούν αυτές τις περιπτώσεις».

Ι. Βιολάρης: Το Σχέδιο δεν καλύπτει τις ευάλωτες ομάδες

Για λανθασμένη στόχευση του Σχεδίου κάνει λόγο ο οικονομολόγος Δρ Ιωάννης Βιολάρης, τονίζοντας ότι στην ουσία δεν καλύπτει αυτούς που το έχουν πραγματικά ανάγκη: «Παρά το γεγονός ότι το Σχέδιο "Εστία" ακόμη δεν το έχουμε δει στην εφαρμογή του, από αυτά, τα οποία έχουμε διαπιστώσει μέχρι τώρα, είναι ένα Σχέδιο το οποίο δεν βοηθά τις ιδιαίτερα ευάλωτες ομάδες, όπως για παράδειγμα τους άνεργους και αυτούς που μειώθηκαν αισθητά τα εισοδήματά τους. Περισσότερο», σημειώνει, «βοηθά άτομα και οικογένειες, οι οποίες έχουν ένα εισόδημα μέχρι €50 χιλ. το χρόνο, συν κάποια περιουσία επίσης, που προβλέπεται ότι μπορεί να έχουν επιπλέον από την πρώτη κατοικία».

Ως εκ τούτου, «θεωρώ ότι το Σχέδιο δεν είναι αυτό, που περίμενα να δω. Ελπίζω ότι η Πολιτεία, η Κυβέρνηση και η Βουλή θα κοιτάξουν σύντομα να προσθέσουν ή να προτείνουν και ένα Σχέδιο, που να καλύπτει τις ευάλωτες ομάδες, που όντως δυσκολεύονται περισσότερο μετά την οικονομική κρίση», αναφέρει ο κ. Βιολάρης.

Προσθέτει ότι «είναι πάρα πολύ βασικό να τονιστεί ότι, όπως προβλέπεται και στους νόμους περί εκποιήσεων, το να ενταχθεί κάποιος στο "Εστία" είναι ένας από τους τρόπους που μπορεί να αποφύγει την εκποίηση. Παρά ταύτα», συνεχίζει, «οι τράπεζες ήδη έχουν ξεκινήσει διαδικασίες εκποιήσεων, άρα πρέπει να βρεθεί κάποιος τρόπος για να καθυστερήσουν αυτές οι διαδικασίες μέχρι τουλάχιστον να αρχίσει η εφαρμογή του "Εστία" και να ξεκαθαρίσει ποιοι μπορούν να ενταχθούν σ’ αυτό και ποιοι όχι».

Περαιτέρω, ο κ. Βιολάρης αναφέρει ότι «κακώς ξεκίνησαν να εφαρμόζονται οι Νόμοι, οι οποίοι ψηφίστηκαν τον περασμένο Ιούλιο από τη Βουλή, διότι έπρεπε το "Εστία" να λειτουργήσει ταυτόχρονα με την εφαρμογή των Νόμων, ώστε να μειωθεί ο ηθικός κίνδυνος. Αυτήν τη στιγμή κάποιοι με το ενδεχόμενο ότι μπορεί να ενταχθούν στο Εστία περιμένουν και μετατρέπονται σε στρατηγικούς κακοπληρωτές».

Τονίζει ακόμη ότι «δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι υπάρχει η τελευταία ευκαιρία σε οτιδήποτε, διότι μπορεί κάποιος καλόπιστα μεν να κάνει αίτηση και να δικαιούται να ενταχθεί στο "Εστία", αλλά εκ των υστέρων να συμβεί κάτι στην εργασία του ή στην υγεία του για παράδειγμα ή οτιδήποτε, που να τον “υποχρεώσει”, όχι επειδή ο ίδιος το επιθυμεί, να μην μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό, που ανέλαβε. Άρα δεν πρέπει να είμαστε τόσο απόλυτοι, όπως η Τρόικα», καταλήγει ο κ. Βιολάρης.

Οι δύο (αντιφατικές) όψεις του Σχεδίου

Ν. Ιωάννου: Σημασία έχει να σωθεί το σύστημα και αυτήν τη στιγμή είναι όντως ο μόνος τρόπος

Στις δυο αντιφατικές όψεις του Σχεδίου στέκεται ο οικονομολόγος Δρ Νέαρχος Ιωάννου, επισημαίνοντας αφενός την κοινωνική διάσταση και αφετέρου τον κίνδυνο κάποιοι που μπορούν να πληρώσουν, να μην το πράξουν, αναλύοντας περαιτέρω τις επιπτώσεις σε καταθέτες, αγορά ακινήτων, τραπεζικό σύστημα και κατ’ επέκτασιν στο οικονομικό γίγνεσθαι.

«Το φαινόμενο "Εστία" έχει, κατά την άποψή μου, δύο όψεις. Η πρώτη είναι ότι κάποιος, ο οποίος παίρνει ένα δάνειο, δεν μπορεί να το πληρώσει στην πορεία για πολλούς και διάφορους λόγους. Μπορεί να έχασε τη δουλειά του, να άλλαξαν τα οικονομικά του δεδομένα ή μπορεί να μην θέλει να το πληρώσει γιατί υπάρχουν και αυτά τα φαινόμενα, που δεν είναι η πλειοψηφία», σημειώνει ο Δρ Ιωάννου.

Εξηγεί ότι «όταν το υπόλοιπο του δανείου είναι κάτω από ένα ποσό, τότε βάσει αυτού του Σχεδίου επεμβαίνει το κράτος, άρα ο φορολογούμενος, για να στηρίξει αυτόν τον δανειολήπτη. Τα λεφτά που έλαβε ένας δανειολήπτης για να αγοράσει ένα σπίτι δεν είναι λεφτά της τράπεζας, αλλά του καταθέτη. Το τραπεζικό σύστημα προνοεί ότι, σε περίπτωση που κάποιος δεν μπορεί να πληρώσει, πουλά το σπίτι ή το πουλά η τράπεζα και παίρνει τα λεφτά του ο καταθέτης. Εάν δεν πωληθεί το σπίτι», σχολιάζει, «τότε ο καταθέτης μένει χωρίς λεφτά και σημαίνει ότι αγοράζει ένα σπίτι σε έναν δανειολήπτη. Αυτό είναι άδικο».

Ωστόσο, συμπληρώνει, «υπάρχει και το κοινωνικό στοιχείο. Δηλαδή εάν ξεκινήσουν μαζικές πωλήσεις πρώτης κατοικίας, τότε θα βρεθεί πολύς κόσμος ξεσπιτωμένος. Το κράτος», προσθέτει, «έχει υποχρέωση να κάνει οικονομική πολιτική έστω και εάν οι φορολογούμενοι, οι πολλοί δηλαδή, στηρίζουν τους λίγους. Είναι στη φιλοσοφία μιας Δημοκρατίας να μπορεί το κράτος, μέσω φορολογίας, να στηρίζει αδύναμες ομάδες του πληθυσμού. Κάποιος, ο οποίος αγόρασε ένα σπίτι και δεν μπορεί να το πληρώσει ανήκει σ’ αυτή την ομάδα; Είναι ένα ερώτημα, το οποίο πρέπει να απαντηθεί», τονίζει.

Σημειώνει επί τούτου ότι «εάν δεν επέμβει η Κυβέρνηση και δεν γίνει το "Εστία", τότε οι τράπεζες θα προσπαθήσουν να πωλήσουν όλα αυτά τα ακίνητα, τα οποία είναι πάρα πολλές χιλιάδες. Δεν θα μπορέσουν να τα πωλήσουν. Στην προσπάθειά τους να τα πωλήσουν επειδή θα υπάρχει υπερπροσφορά θα μειωθούν οι τιμές των ακινήτων, οπότε θα μειωθούν οι αξίες των υποθηκών τους και θα χρειαστούν τεράστια κεφάλαια για να καλύψουν αυτήν τη μείωση, που θα έχουν οι τιμές των ακινήτων ως επακόλουθο της προσπάθειάς τους να πωλήσουν μαζικά πρώτες κατοικίες, οι οποίες εξασφαλίζουν δάνεια. Άρα», λέει ο κ. Νεάρχου, «εάν δεν επέμβει η Κυβέρνηση μπορεί να καταστραφεί εντελώς το τραπεζικό σύστημα. Αυτό θα είχε τεράστιες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία».

Διερωτάται, πάντως, αν «κάνει στεγαστική πολιτική η Κυβέρνηση μέσω των μη εξυπηρετούμενων δανείων;» και κατά πόσον «είναι ο ορθός τρόπος να κάνει μια τέτοια πολιτική; Ουσιαστικά όχι», τονίζει και σημειώνει ότι θα έπρεπε η Κυβέρνηση «να είχε προγράμματα όπως υπάρχουν σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες, που να μπορεί να χτίζει για τον φτωχό κόσμο ή να ενοικιάζει ή να μπορεί να αγοράζει. Το να γίνεται μέσω ενός συστήματος, που πάει να “τουμπάρει”, δεν είναι σωστό. Ίσως να δημιουργώ την εντύπωση ότι φάσκω και αντιφάσκω», αναφέρει.

Απλώς, συνεχίζει, «παραθέτω τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Υπάρχει η μια πλευρά, που είναι η αδικία διότι ουσιαστικά για να μην πληρώσει τη “νύφη” ο καταθέτης, την πληρώνει ο φορολογούμενος. Από την άλλη, εάν δεν γίνει αυτό, οι παρενέργειες στην οικονομία και στην κοινωνία γενικά θα είναι τεράστιες. Οπότε εξάγεται το λογικό συμπέρασμα ότι υπό τις συνθήκες είναι πιο νούσιμο και ορθό να γίνει το "Εστία", έστω και εάν βασίζεται σε λανθασμένους άξονες, έστω και εάν υπάρχει αδικία, έστω και εάν θα έπρεπε η κυβέρνηση να κάνει στεγαστική πολιτική μέσω άλλων σχεδίων και όχι μέσω του τραπεζικού συστήματος. Ο ηθικός κίνδυνος είναι ορατός», προειδοποιεί.

«Εφόσον η Κυβέρνηση θα πληρώνει ένας μέρος της δόσης, γιατί εγώ να πληρώνω δόση; Γιατί να πληρώνω τα 3/3 της δόσης και κάποιος άλλος για δικούς του λόγους να πληρώνει τα 2/3 για να μπορέσει να το ξοφλήσει; Ενδεχομένως να πω κι εγώ κοίταξε να δεις, επιβραβεύω αυτούς που δεν μπορούν να πληρώσουν, εις βάρος αυτών που μπορεί από τη στέρησή τους να πληρώνουν τη δόση τους. Επειδή ζούμε στην Κύπρο και υπάρχει αυτό το στοιχείο στην νοοτροπία μας, μπορεί να πει κάποιος “καλά εγώ είμαι ο βλάκας της υπόθεσης; Δεν θα πληρώνω, να βγω κι εγώ μη εξυπηρετούμενος, θα φροντίσω να χρωστώ κάτω από €350 χιλ. να πληρώνει 1/3 της δόσης η κυβέρνηση και είμαστε μια χαρά”. Δηλαδή να επιδοτεί ο φορολογούμενος στεγαστικά δάνεια. Αυτό είναι λάθος», είναι το σχόλιο του κ. Νεάρχου.

Προχωρώντας τη σκέψη του, μας λέει ότι «υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο, αυτό του λαϊκισμού, επειδή αυτοί που χρωστούν και δεν μπορούν να πληρώσουν είναι πάρα πολλοί μαζί με τους συγγενείς και τους φίλους τους και είναι και ψηφοφόροι, υπάρχει το στοιχείο του λαϊκισμού σε όλο του το μεγαλείο σε όλα τα κόμματα ότι πρέπει να βοηθηθούν αυτοί οι άνθρωποι. Πουλούν ουσιαστικά εκδούλευση σε αυτόν τον κόσμο, ο οποίος είναι σε κακή μοίρα. Αλλά πώς να το κάνουμε;

»Τα λεφτά, με τα οποία αγοράστηκαν τα σπίτια ανήκουν στους καταθέτες και κάποιος πρέπει να σκεφτεί και τους καταθέτες και επειδή δεν υπάρχει διάθεση να ρισκάρουμε να χάσουν κι άλλοι καταθέτες λεφτά, που είναι μια βάρβαρη πράξη, σοφιστήκαμε αυτό το πράγμα και έρχεται ο ανυποψίαστος φορολογούμενος να πριμοδοτήσει, καλώς ή κακώς, αυτά τα δάνεια. Επειδή, όμως», επισημαίνει, «το φαινόμενο έχει προσλάβει τέτοιες διαστάσεις, πλέον δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω, είτε είναι λαϊκισμός ή όχι, είτε είναι άδικο ή όχι. Σημασία έχει να σωθεί το σύστημα και αυτήν τη στιγμή είναι όντως ο μόνος τρόπος».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ