Αύξηση στις καταθέσεις και στα δάνεια

Σταδιακά οι νοοτροπίες των οικογενειών έχουν αλλάξει, αντιλαμβάνονται την αξία του σωστού σχεδιασμού, το «παθητικό εισόδημα», είτε αυτό είναι στη μορφή ενοικίων είτε μερισμάτων, και εκμεταλλευόμενοι τα φορολογικά κίνητρα σχεδιάζουν το μέλλον μέσω συνεισφορών σε ταμεία προνοίας ή με τη σύναψη ασφαλειών ζωής ανταποδοτικού χαρακτήρα

του Τάσου Γιασεμίδη

Τα τελευταία στατιστικά στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου καταδεικνύουν συνέχιση στην αύξηση των καταθέσεων αλλά και στο ποσό των νέων δανείων που χορηγούνται. Η ενίσχυση του δανεισμού (σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες παρατηρείται μείωση των χορηγήσεων) τροφοδοτείται από τα προγράμματα επιδότησης επιτοκίου αλλά και από την επανεκκίνηση της οικονομίας, εφόσον πολλές επιχειρήσεις προχωρούν σε νέες επενδύσεις, κεφαλαιακές δαπάνες και κεφάλαιο κίνησης.

Όσον αφορά την αύξηση των καταθέσεων, ενδεχομένως κάποιος να μην το ανέμενε εφόσον η άρση των περιοριστικών μέτρων ίσως σηματοδοτούσε αύξηση στην κατανάλωση. Υπάρχουν όμως εξηγήσεις για τη συγκεκριμένη αύξηση. Αναλύοντας τα στοιχεία που δημοσιεύονται, διαφαίνεται ότι η αύξηση οφείλεται στις επιχειρήσεις, ενώ για τα νοικοκυριά το ποσό των καταθέσεων έχει μειωθεί.

Η ενίσχυση του πληθωρισμού δημιουργεί δεύτερες σκέψεις για αγορές σε καταναλωτές που ενδεχομένως να περιμένουν αποκλιμάκωσή του, ενώ οι συζητήσεις για σταδιακή αύξηση των επιτοκίων και η ενίσχυση των ισολογισμών των τραπεζικών ιδρυμάτων οδηγούν κάποιους καταθέτες σταδιακά πίσω στην αποταμίευση. Από την άλλη θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτήν τη στιγμή οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί συνεχίζουν να επιβάλλουν αρνητικά επιτόκια, οπότε είναι αναμενόμενο να αναζητούνται επενδύσεις με απόδοση, με τους Κύπριους συνήθως να κινούνται στον τομέα της κτηματαγοράς.

Το φαινόμενο αύξησης των καταθέσεων παρατηρείται και στην Ελλάδα, εφόσον το συνολικό ποσό των καταθέσεων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα έφτασε στα επίπεδα του 2011. Επιπλέον ενισχύονται οι εγχώριες επενδύσεις σε αμοιβαία κεφάλαια, ασφαλιστικά προϊόντα καθώς και επενδύσεις στη δευτερογενή αγορά, όπως το Χρηματιστήριο και συμμετοχή σε αυξήσεις κεφαλαίων.

Αναλυτές θεωρούν ότι αυτά είναι αποτέλεσμα της ενίσχυσης του πλούτου των νοικοκυριών (φαινόμενο που παρατηρείται γενικότερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο) λόγω της γενικότερης καλής πορείας της οικονομίας και αύξησης του ΑΕΠ, ενδεχομένως του επαναπατρισμού κεφαλαίων και της ενίσχυσης των επενδύσεων. Σημειώνεται ότι η ενίσχυση του πλούτου των νοικοκυριών μετριάζει σε κάποιο βαθμό (όχι σε όλους και όχι στον ίδιο βαθμό) τις αρνητικές εξελίξεις με την αύξηση των τιμών σε προϊόντα και υπηρεσίες.

Την ίδια στιγμή παρατηρείται σχεδόν σε όλες τις χώρες αύξηση στις τιμές των ακινήτων τροφοδοτούμενη από το αυξημένο κόστος κατασκευής και το ενδιαφέρον που υπάρχει στην Κτηματαγορά.

Η συμπεριφορά και ο προγραμματισμός των καταναλωτών

Κάθε νοικοκυριό, όπως και κάθε επιχείρηση, συγκροτούν τον οικογενειακό ή επιχειρηματικό προϋπολογισμό ώστε να διασφαλίζεται για το κάθε άτομο, μέσα από το πέρασμα των χρόνων, ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης για το ίδιο και την οικογένειά του, ενώ για τις επιχειρήσεις η βιωσιμότητα και η ανάπτυξή τους. Ο συγκεκριμένος προϋπολογισμός προσαρμόζεται στα δεδομένα που επικρατούν στην αγορά αλλά και στο γενικότερο οικονομικό και πολιτικό κλίμα.

Σε περιόδους αστάθειας, μεταβλητότητας και ύφεσης συνήθως οι καταναλωτές είναι πιο επιφυλακτικοί, ενώ σε περιόδους ευφορίας οι δαπάνες αυξάνονται. Φυσικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επιβολή περιοριστικών μέτρων στην οικονομία και γενικότερα η κατάσταση με την εξάπλωση του ιού αποτελεί «οικονομική ανωμαλία» και ενδεχομένως βραχυπρόθεσμα να παρατηρηθούν διαφορετικές του αναμενόμενου οικονομικές συμπεριφορές.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σταδιακά οι νοοτροπίες των οικογενειών έχουν αλλάξει, αντιλαμβάνονται την αξία του σωστού σχεδιασμού, το «παθητικό εισόδημα», είτε αυτό είναι στη μορφή ενοικίων είτε μερισμάτων, και, εκμεταλλευόμενοι τα φορολογικά κίνητρα, σχεδιάζουν το μέλλον μέσω συνεισφορών σε ταμεία προνοίας ή με τη σύναψη ασφαλειών ζωής ανταποδοτικού χαρακτήρα.

Κάθε νοικοκυριό και κάθε άτομο ξεχωριστά προσπαθεί να κάνει τον δικό του προϋπολογισμό, υπολογίζοντας τις τωρινές και ενδεχόμενες ανάγκες της οικογένειάς του, τη διασφάλιση του μέλλοντος για τον ίδιο (π.χ. σύνταξη) και για τα παιδιά του (π.χ. σπουδές), και επενδύοντας ή αποταμιεύοντας τα πλεονάσματα.

Κίνητρα και μέτρα νομισματικής πολιτικής

Την ίδια στιγμή, ο δανεισμός αποτελεί σημαντικό μέρος της χρηματοδότησης επενδύσεων και μέρος του κεφαλαίου κίνησης των επιχειρήσεων. Η μόχλευση στο πλαίσιο ενός λογικού χρηματοδοτικού σχεδίου είναι ένα απόλυτα υγιές φαινόμενο, το οποίο μεγιστοποιεί τα κέρδη μιας επένδυσης. Το ίδιο συμβαίνει και με τον οικογενειακό προϋπολογισμό, εφόσον πολλοί συμπολίτες μας προχωρούν στην αγορά κατοικίας μέσω δανεισμού.

Για παράδειγμα χρησιμοποιείται δανεισμός με χαμηλό κόστος, ειδικά αυτήν την περίοδο που τα επιτόκια είναι πολύ χαμηλά, για να γίνουν επενδύσεις που, αν είναι επιτυχημένες, θα έχουν μεγαλύτερη απόδοση.

Φυσικά η μόχλευση σταματά να είναι «υγιές» χρηματοδοτικό εργαλείο τη στιγμή που γίνεται με υπερβολικό τρόπο, χωρίς να διασφαλίζεται η δυνατότητα αποπληρωμής και φυσικά όταν ο δανεισμός διοχετεύεται σε αμφιβόλου ποιότητας επενδύσεις, χωρίς καμιά αξιολόγηση του ρίσκου που αναλαμβάνεται.

Τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης αποτέλεσαν, τουλάχιστον στην αρχή της προηγούμενης κρίσης, έκτακτα μέτρα νομισματικής πολιτικής ενίσχυσης της ανάπτυξης, με βασικό στόχο την αποκατάσταση του πληθωρισμού. Στην πορεία τα μέτρα αυτά παραμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα, εφόσον η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας παρουσιαζόταν αδύναμη, ενώ με το ξέσπασμα του ιού έχουν ενισχυθεί σημαντικά.

Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, την περασμένη εβδομάδα σημείωσε ότι η ευρωπαϊκή οικονομία ανακάμπτει δυναμικά, παρά το γεγονός ότι ο ρυθμός έχει μειωθεί τους τελευταίους μήνες, ενώ συνεχίζει να θεωρεί το φαινόμενο του αυξημένου πληθωρισμού παρωδικό. Θεωρεί ότι θα συνεχίσει μεν να αυξάνεται την τρέχουσα χρονιά, όμως αναμένεται η αποκλιμάκωσή του το επόμενο έτος. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που η ΕΚΤ δεν προχωρεί, προς το παρόν τουλάχιστον, σε αύξηση των επιτοκίων.

Η επιπλέον ρευστότητα που δημιουργήθηκε στα τραπεζικά ιδρύματα δύσκολα μπορούσε να διοχετευτεί αποτελεσματικά στην αγορά. Υπήρχαν αξιόλογα έργα, τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν αλλά αυτό δεν έγινε επειδή είτε δεν είχε εξευρεθεί το απαραίτητο ποσοστό ιδίων κεφαλαίων που προνοούν οι κανόνες της Κεντρικής Τράπεζας είτε η εταιρεία στην οποία ανήκε το έργο ήταν υπερχρεωμένη και δεν μπορούσε να αντλήσει επιπλέον δανειοδότηση.

Η παραχώρηση των κρατικών εγγυήσεων θα δώσει τη δυνατότητα στα τραπεζικά ιδρύματα να προχωρήσουν σε χρηματοδοτήσεις, αξιολογώντας πρώτα τον δανειολήπτη, ενώ ενδεχόμενη μη σωστή χρησιμοποίηση του συγκεκριμένου εργαλείου πιθανόν να επιβαρύνει σημαντικά τα δημόσια οικονομικά στο μέλλον.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το σχέδιο επιδότησης επιτοκίου για αγορά κατοικίας παρουσιάζει επιτυχία, με πολλούς συμπολίτες μας να προχωρούν σε αγορά κατοικίας, κάτι που καταγράφεται στα στατιστικά στοιχεία του Τμήματος Κτηματολογίου. Στην Κύπρο το μεγαλύτερο ποσοστό χρηματοδότησης προέρχεται από τον τραπεζικό δανεισμό ενώ τα τελευταία χρόνια άρχισαν να αναπτύσσονται εναλλακτικές μέθοδοι χρηματοδότησης επενδύσεων και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων όπως τα επενδυτικά ταμεία.

Μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων οι οικονομίες ανακάμπτουν, η απασχόληση, το οικογενειακό εισόδημα και ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων ενισχύονται. Η ανάκαμψη αυξάνει την ίδια στιγμή τη ζήτηση σε δανεισμό για επενδύσεις, για αγορά κατοικίας για ιδιοκατοίκηση ή για ενίσχυση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων.

Την ίδια στιγμή όμως διαφαίνεται ότι γίνεται καλύτερος σχεδιασμός και αξιολόγηση του οικονομικού περιβάλλοντος από τους ιδιώτες και τις επιχειρήσεις και αυτό φαίνεται από τις μεταβολές στα ποσά των καταθέσεων.

Όμως οι κίνδυνοι και οι προκλήσεις παραμένουν, όπως ο υψηλός πληθωρισμός και πόσο θα διατηρηθεί σε αυτά τα επίπεδα, η έλλειψη πρώτων υλών που έχει αρνητικό αντίκτυπο στον μεταποιητικό τομέα, όπως και η μη εξεύρεση του απαραίτητου ανθρώπινου δυναμικού. Υπενθυμίζουμε ότι η οικονομία περνά μέσα από κύκλους και πάντοτε είναι απαραίτητο ο προγραμματισμός να είναι τέτοιος, ώστε να δημιουργούνται μηχανισμοί απορρόφησης των κραδασμών από ενδεχόμενες αρνητικές εξελίξεις.

 

ΠΗΓΗ: Σημερινή 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ