Καμπανάκι Δημοσιονομικού Συμβουλίου: Υπάρχει πλεόνασμα αλλά όχι μαξιλαράκι

Το Συμβούλιο εξέδωσε τοποθέτηση πριν από τον προϋπολογισμό

Καμπανάκι χτυπά το Δημοσιονομικό Συμβούλιο στην τοποθέτηση του πριν από την κατάθεση του κρατικού προϋπολογισμού σε σχέση με την κυπριακή οικονομία. Όπως αναφέρει στην τοποθέτηση του, η κυπριακή οικονομία συνεχίζει να δείχνει αντοχές και ανθεκτικότητα μπροστά στις συνεχιζόμενες δυσκολίες που καταγράφονται μέσα στο 2022. Επιπλέον, σημειώνεται, τα δημόσια οικονομικά συνεχίζουν να εμπνέουν αξιοπιστία και σταθερότητα.

Ωστόσο, τονίζεται από το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, η σημερινή εικόνα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως προσωρινή, καθώς η διεθνής οικονομία εκπέμπει σοβαρές προειδοποιήσεις πως τα αμέσως επόμενα χρόνια θα επιφέρουν μεγαλύτερες και ευρύτερες προκλήσεις. Παράλληλα, υπογραμμίζεται ότι υπάρχει πλεόνασμα, αλλά, με δεδομένα τα σύννεφα στον ορίζοντα της παγκόσμιας οικονομίας, δεν υπάρχει μαξιλαράκι.

Ακολουθεί αυτούσια η τοποθέτηση του Δημοσιονομικού Συμβουλίου:

Καθώς η Δημοκρατία μπαίνει στην φάση ολοκλήρωσης του Προϋπολογισμού για το 2023 και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου 2024-2025, πολλοί από τους εμπλεκόμενους βρισκόμαστε στην κορύφωση των ποσοτικών αναλύσεων και τελικών εκτιμήσεων  των μεγεθών. Η διαδικασία είναι ιδιαίτερα δύσκολη αυτή τη χρονιά, όχι διότι έχουν διαφοροποιηθεί οι μέθοδοι υπολογισμού, αλλά κυρίως διότι απαιτείται μεγάλη και προσεκτική ενημέρωση, συζήτηση και ανάλυση των παραδοχών και των υποθέσεων εργασίας στις οποίες θα στηριχθούν οι μετέπειτα ποσοτικές αναλύσεις. 

Εντούτοις, πριν από τις τελικές αναλύσεις των μεγεθών -πριν από τα νούμερα- μια σειρά από παρατηρήσεις έχουν ήδη αρχίσει να ξεκαθαρίζουν. 

Η κυπριακή οικονομία συνεχίζει να δείχνει αντοχές και ανθεκτικότητα μπροστά στις συνεχιζόμενες δυσκολίες που καταγράφονται μέσα στο 2022, παρόλο ότι αυτές ακολούθησαν δύο ούτως ή άλλως δύσκολα έτη μειωμένης ανάπτυξης. Τόσο ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης, όσο και η απασχόληση συνεχίζουν να κινούνται σε ικανοποιητικά πρόσημα, με τη κυπριακή οικονομία να συνεχίζει με επιδόσεις πολύ αξιόλογες σε σύγκριση με τους λοιπούς μας εταίρους στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη, παρά τις δυσκολίες που συνεχίζονται λόγω των πληθωριστικών τάσεων και της αναταραχής στην αλυσίδα τροφοδοσίας. 

Επιπλέον, τα δημόσια οικονομικά συνεχίζουν να εμπνέουν αξιοπιστία και σταθερότητα, χωρίς σοβαρές δημοσιονομικές εξελίξεις σε πείσμα των συνθηκών των τελευταίων 36 μηνών και των αυξημένων δαπανών για αντιμετώπιση της υγειονομικής και στη συνέχεια της πληθωριστικής κρίσης. 

Ωστόσο, η σημερινή εικόνα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως προσωρινή καθώς η διεθνής οικονομία εκπέμπει σοβαρές προειδοποιήσεις πως τα αμέσως επόμενα χρόνια θα επιφέρουν μεγαλύτερες και ευρύτερες προκλήσεις.

 Έστω κι αν τα ποσοστά ανεργίας παραμένουν χαμηλά, εν μέρει λόγω των υψηλών εταιρικών κερδών των προηγούμενων μηνών, οι ΗΠΑ βρίσκονται ήδη κάτω από αυξημένη πίεση, ενώ είναι πιθανόν να βρίσκονται ήδη σε ύφεση. Οι αντοχές των χρηματιστηριακών αγορών, στηριζόμενες κυρίως στα εταιρικά κέρδη, έχουν ήδη αρχίσει να δείχνουν τις πρώτες σοβαρές ρωγμές. 

Παρομοίως, η ΕΕ και η Ευρωζώνη βρίσκονται κάτω από υψηλές πιέσεις, με το ενδεχόμενο ύφεσης να είναι πλέον σαφώς ορατό, έστω κι αν, και σε αυτή την περίπτωση κάποια επί μέρους θεμελιώδη, όπως την απασχόληση, δεν έχουν ακόμα αντικατοπτρίσει τις πιέσεις που δέχονται οι οικονομίες. 

Την ίδια στιγμή, οι νομισματικές αρχές αναμένεται πως κάτω από το βάρος του συνεχιζόμενου πληθωρισμού -και των ποιοτικών ενδείξεων πως αυτό το βάρος δεν θα μειωθεί στο εγγύς μέλλον- θα συνεχίσουν να κινούνται προς πολιτικές νομισματικής συρρίκνωσης. Μια κούρσα  μεταξύ ΗΠΑ και Φρανκφούρτης είναι πλέον πολύ πιθανή, με συνεχιζόμενες υφεσιακές αυξήσεις επιτοκίων προς αντιμετώπιση του πληθωρισμού.  

Πέρα από τον συνεχιζόμενο πληθωρισμό, και την ανάγκη της ΕΚΤ να συγκρατήσει την ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου -το νόμισμα στο οποίο τιμολογούνται σειρά από σημαντικούς πόρους παραγωγής- σημαντικό πρόβλημα παραμένει και η κατάσταση στο διεθνές εμπόριο, όπου παρατηρούμε ήδη μείωση των εξαγωγών από την Κίνα. Πρόκειται για ένα σημάδι που, αν συνεχιστεί, προμηνύει περαιτέρω επιδείνωση της ήδη ανάστατης και προβληματικής εικόνας στην ναυσιπλοΐα, με ό,τι αυτό προφανώς συνεπάγεται για την οικονομία μας. Ήδη οι πιέσεις στη ναυσιπλοΐα αυξάνονται, με ποιοτικές ενδείξεις (π.χ. ασφάλιστρα και καθυστερήσεις) να προμηνύουν πως θα συνεχιστούν οι δυσκολίες τους ερχόμενους μήνες.   

Παρά το ότι στο παρόν στάδιο δεν αναθεωρούνται οι αρχικές εκτιμήσεις για αποκλιμάκωση του πληθωρισμού (όχι όμως μείωση των τιμών) από το Φθινόπωρο, την ίδια στιγμή οι πιέσεις στην συνολική προσφορά στις οικονομίες μας παραμένουν, με αυξημένα κόστη και αυξημένες καθυστερήσεις στην παραγωγή σειράς αγαθών. Το γεγονός ότι οι οίκοι αξιολόγησης έχουν αρχίσει να συνυπολογίζουν αυτά τα ρίσκα στις αξιολογήσεις της κυπριακής οικονομίας, αποτελεί ένα φυσιολογικό συνεπακόλουθο των εξωγενών πιέσεων.  

Είναι πλέον σαφές πως η κατάσταση στην Ευρώπη όσον αφορά στην εξασφάλιση αποθεμάτων φυσικού αερίου είναι δύσκολη, ενώ και ο ΟΠΕΚ έχει στείλει ξεκάθαρα μηνύματα πως δεν θα επιτρέψει συνέχιση στις μειώσεις των τιμών του πετρελαίου. 

Ένα από τα ζητήματα που παραμένουν ιδιαίτερα για την Κύπρο, είναι πως οι πληθωριστικοί ρυθμοί είναι εκ φύσεως χαμηλότεροι στις υπηρεσίες σε σχέση με τα βιομηχανικά αγαθά και τα αγαθά μεταποίησης. Έτσι, καθώς συνεχίζονται οι αυξήσεις στις τιμές παραγωγού και καταναλωτή, οι κύριές μας εξαγωγές δεν μπορούν να αντισταθμίσουν το κόστος των εισαγωγών στους εθνικούς λογαριασμούς. Επομένως, θα συνεχίσουν μεν να καθίστανται ανταγωνιστικές οι κύριες μας εξαγωγές σε υπηρεσίες, περιλαμβανομένου και του τουρισμού, αλλά τα περιθώρια κέρδους θα διαβρωθούν, αντισταθμίζοντας μερικώς τα όποια οφέλη θα προέρθουν από μια πιθανή αύξηση σε όγκους.  

Καθώς θα αυξάνονται, επομένως, τα κόστη των εισαγωγών μας, δεν θα μπορούν να αυξηθούν εξίσου και οι τιμές των εξαγωγών μας, αξιοποιώντας τις ανατιμολογήσεις για να καλύψουν τα αυξημένα κόστη. Την ίδια ώρα, οι ρυθμοί ανάπτυξης στις υπηρεσίες δεν μπορούν εύκολα να ακολουθήσουν τους ρυθμούς της βιομηχανίας και της μεταποίησης. Γι αυτό η πιθανή αύξηση στους όγκους δραστηριοτήτων, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είναι αρκετή για να αντιστρέψει τις πιέσεις στην εθνική μας οικονομία. 

Αυτή η εικόνα, μιας ανθεκτικής κυπριακής οικονομίας, με ικανοποιητική επί του παρόντος επίδοση, η οποία όμως περιβάλλεται από ανησυχητικές εξελίξεις στην διεθνή οικονομία, πρέπει να αποτελέσει τον κεντρικό άξονα της προσέγγισής μας στον κρατικό προϋπολογισμό του 2023.

Όπως έχουμε επιμείνει από την αρχή του έτους, η όποια υπόσχεση πως η νομοθετική ή η εκτελεστική εξουσία μπορούν να λάβουν μέτρα κατά του πληθωρισμού, αποτελεί πλάνη. Ως δημοσιονομικές αρχές χωρίς νομισματικά εργαλεία, δεν έχουν στη διάθεσή τους τα απαιτούμενα μέσα για να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό. Έστω κι αν εκ πρώτης όψεως ακούγονται λογικές πολλές από τις προτάσεις, πρέπει να είναι σαφές πως, ούτε η σχετική θεωρία, ούτε η σχετική εμπειρία δεν μπορούν να δικαιολογήσουν την ελπίδα πως μέτρα που συνεπάγονται δημοσιονομική επέκταση (αυξημένες δαπάνες ή μειωμένους φόρους), θα μειώσουν τον πληθωρισμό. Δεν το έκαναν ποτέ, και δεν θα το καταφέρουν ούτε τώρα. Αυτή είναι μια από τις ελάχιστες βεβαιότητες της παρούσας περίστασης.  

Με αυτά τα δεδομένα, είναι σαφές πως η προσέγγιση προς τον κρατικό προϋπολογισμό πρέπει να διέπεται από προσοχή και σύνεση και πως θα ήταν σοφότερο να αποφύγουμε τις υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις, περιλαμβανομένων και των θεωρητικών αυξήσεων στα κρατικά έσοδα. Η Δημοκρατία έχει αυξημένα μεν έσοδα φέτος, αλλά θα τα χρειαστεί, κι αυτό είναι βέβαιο, μέσα στους επόμενους 24 μήνες. 

Υπάρχει πλεόνασμα, αλλά, με δεδομένα τα σύννεφα στον ορίζοντα της παγκόσμιας οικονομίας, δεν υπάρχει μαξιλαράκι.

Αντίθετα, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να εστιάσει την ανάπτυξη, την στοχευμένη προστασία και την απασχόληση, με πρωτογενή πλεονάσματα που να στηρίζονται σε επενδύσεις στην πραγματική οικονομία. Μια συντηρητική δημοσιονομική πολιτική συνάδει, επιπλέον, και με τις εισηγήσεις του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου. 

Τέλος, είναι αναγκαίο να επαναλάβουμε πως τα οριζόντια μέτρα είναι κοινωνικά άδικα, αντίθετα με τους στόχους της Πράσινης Μετάβασης, αναποτελεσματικά ως προς τον δεδηλωμένο τους στόχο και σπάταλα. Ο φορολογούμενος πληρώνει για να εξυπηρετήσει μια κοινωνικά και περιβαλλοντικά άδικη πολιτική, ενώ επιπλέον τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική σταθερότητα του τόπου τα επόμενα χρόνια. Η πολιτική στήριξης νοικοκυριών χαμηλού οικονομικού εκτοπίσματος και μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι οικονομικά πιο σοφή και κοινωνικά και ηθικά πιο δίκαιη και πρέπει να προτιμηθεί. 
Σημειώνουμε, τέλος, τις Συστάσεις του Συμβουλίου στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, οι οποίες προκύπτουν από την ανάλυση της Κομισιόν και φέρουν τη σύμφωνο γνώμη της εκάστοτε κυβέρνησης. Η υλοποίηση των συστάσεων  του 2022 και του 2023, όπως προκύπτουν από το πλαίσιο υλοποίησης του Προγράμματος Σταθερότητας, θα πρέπει να αντικατοπτρίζονται στον προϋπολογισμό του 2023. 

 

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Γονατίζει τα νοικοκυριά η ακρίβεια

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ