Κατώτατος μισθός: Οι επιπτώσεις στην αγορά εργασίας

Σε λιγότερο από ένα μήνα, ο κατώτατος μισθός σχεδόν σε όλα τα επαγγέλματα μπαίνει σε εφαρμογή, για πρώτη φορά στην Κύπρο. Οι διαφωνίες εδώ και ένα χρόνο ένθεν και ένθεν «προσπεράστηκαν» και η θέσπισή του είναι πλέον γεγονός. Παρά ταύτα εξακολουθούν να υπάρχουν –οι διαφορές- από την πλευρά των κοινωνικών εταίρων και η προσπάθεια όλων είναι να βελτιώσουν ή να διορθώσουν το πλαίσιο ανάλογα με τα θέλω τους. Το Economy Today καταγράφει τι προνοεί το διάταγμα για τον κατώτατο μισθό και παρουσιάζει τις απόψεις οικονομολόγων και κοινωνικών εταίρων για το ζήτημα.

Της Έλενας Καλυφόμματου

Μετά από ένα χρόνο περίπου σκληρών διαπραγματεύσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων με την αείμνηστη Ζέτα Αιμιλιανίδου και στη συνέχεια με τον Κυριάκο Κούσιο, θεσπίστηκε, με διάταγμα ο κατώτατος μισθός. Η εφαρμογή του αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2023, έτσι ώστε να δοθεί με μια μεταβατική περίοδο για να μπορέσει η οικονομία και οι εργοδότες να αντιμετωπίσουν αυτή την αλλαγή στους προϋπολογισμούς τους. Το ύψος του κατώτατου μισθού θα είναι στα €940 μεικτά, αλλά τους πρώτους έξι μήνες απασχόλησης, ο μισθός θα είναι στα €885. Με το υφιστάμενο διάταγμα που αφορά μόνο εννέα επαγγέλματα ο ΕΚΜ ανέρχεται στα €870 με την πρόσληψη και στα €924 μετά από ένα εξάμηνο. Σύμφωνα με τον υπουργό Εργασίας, κ. Κούσιο, από τη θέσπιση του κατώτατου μισθού επωφελούνται σαράντα χιλιάδες χαμηλόμισθοι, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις η αύξηση ενδεχομένως να φτάσει και το 30%.

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ

Στο διάταγμα εξαιρούνται κάποιες κατηγορίες εργοδοτουμένων, όπως αυτοί που εργάζονται στη γεωργοκτηνοτροφία, οι οικιακές βοηθοί, οι εργαζόμενοι στην ναυτιλία. Επίσης εκτός διατάγματος είναι όσοι τυγχάνουν ευνοϊκότερης μεταχείρισης μέσα από σύμβαση, εθιμοπρακτική ή άλλο διάταγμα, καθώς και τα άτομα τα οποία λαμβάνουν κατάρτιση ή εκπαίδευση για απόκτηση πτυχίου ή επαγγελματικού προσόντος. Επιπλέον, ο εργοδότης που προσφέρει σίτιση και στέγαση θα μπορεί με συμφωνία μεταξύ των μερών να αφαιρείται  το 15% για τη σίτιση και 10% για τη στέγαση. Ο εργοδοτούμενος θα μπορεί με ειδοποίηση 45 ημερών να απαλλαγεί από αυτό το μέρος της συμφωνίας. Τέλος σε ό,τι αφορά εποχιακούς εργάτες ηλικίας μέχρι και 18 ετών μπορεί να αποκόπτεται ποσοστό 25% από τον ΕΚΜ, ενώ δεν μπορεί να αποκόπτεται ταυτόχρονα οποιοδήποτε άλλο ποσό.

ΚΑΘΕ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ

Η πρώτη αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, σύμφωνα με τον Κυριάκο Κούσιο, θα γίνει την 1η Ιανουαρίου 2024 και από εκεί και πέρα κάθε δυο χρόνια. Πρόσθεσε πως συγκροτείται μια εννιαμελής επιτροπή που θα απαρτίζεται από 3 εκπροσώπους του συνδικαλιστικού κινήματος, 3 εκπροσώπους των εργοδοτών και 3 πανεπιστημιακούς ή εμπειρογνώμονες για εργασιακά θέματα, οι οποίοι συμβουλεύουν το Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα, το οποίο με τη σειρά του συμβουλεύει τον υπουργό Εργασίας, ο οποίος υποβάλλει αιτιολογημένη έκθεση προς το Υπουργικό Συμβούλιο για την αναπροσαρμογή του Εθνικού Κατώτατου Μισθού. Ο κ. Κούσιος διευκρίνισε πως τα κριτήρια για την αναπροσαρμογή είναι αυτά τα οποία περιλαμβάνονται στο προσχέδιο της οδηγίας που αναμένεται να εφαρμοστεί τον ερχόμενο Οκτώβριο και λαμβάνουν υπόψη την αγοραστική δύναμη του Εθνικού Κατώτατου Μισθού, τις τάσεις στα επίπεδα απασχόλησης και τα ποσοστά ανεργίας, τη διαφοροποίηση στην οικονομική ανάπτυξη και στα επίπεδα παραγωγικότητας, τη διαφοροποίηση και τις τάσεις στα επίπεδα απολαβών και την κατανομή τους, τις επιπτώσεις που οποιαδήποτε μεταβολή του κατώτατου μισθού θα έχει στα επίπεδα απασχόλησης, τους δείκτες σχετικής και απόλυτης φτώχειας, το κόστος διαβίωσης και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

ΤΟ ΑΠΟΤΥΠΩΜΑ ΤΟΥ ΕΚΜ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Η εισαγωγή του κατώτατου μισθού, πέραν της οικονομικής του πτυχής είναι και κοινωνικής, γι’ αυτό άλλωστε υπάρχουν αντικρουόμενα επιχειρήματα κατά πόσον θα είναι αποτελεσματικό ως μέτρο. Από τη μία υπάρχει η άποψη πως θα βοηθηθούν οι χαμηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι και από την άλλη ότι θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στη γενικότερη οικονομία. Οι οικονομικές θεωρίες που αφορούν την αγορά εργασίας, εξάγουν διαφορετικά αποτελέσματα και επιπτώσεις από την υιοθέτηση του ΕΚΜ, αναλόγως των συνθηκών της αγοράς εργασίας. Σύμφωνα με το Συμβούλιο Οικονομίας και Ανταγωνιστικότητας, ο βασικός στόχος της θέσπισης του ΕΚΜ είναι η διασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών διαβίωσης στους εργαζομένους, χωρίς όμως να διακυβεύεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να δημιουργούνται άλλες στρεβλώσεις. Γι’ αυτό το λόγο ο ΕΚΜ θα πρέπει να συνδυαστεί με άλλες μεταρρυθμίσεις και διορθωτικά μέτρα, για την καλύτερη αποτελεσματικότητα του μέτρου. Το επίπεδο και οι συσχετίσεις μεταξύ των επαγγελματικών μισθών διαφοροποιούνται συνεχώς και η παγιοποίηση τους στο ξενοδοχειακό μοντέλο δημιουργεί δυσκαμψίες και οικονομικό κόστος. Σύμφωνα με τον καθηγητή οικονομικών του Πανεπιστημίου Κύπρου, Λούη Χριστοφίδη, «η νομική κατοχύρωση μισθολογίων απαιτεί και την καθολική εφαρμογή τους, ανεξαρτήτως των συνθηκών που ενδεχομένως να επικρατούν σε επιμέρους κλάδους και επιχειρηματικές μονάδες. Το εύρος των επαγγελμάτων που θα παρακολουθούνται έχει αυξηθεί αισθητά και η πλήρης εφαρμογή των νέων Ελάχιστων Μισθών (ΕΜ) έχει καταστεί δύσκολη. Με βάση την οικονομική θεώρηση και άριστες πρακτικές δεν προκρίνεται επέκταση του αριθμού των επαγγελματικών ΕΜ. Η αγορά εργασίας έχει προσαρμοστεί στο υφιστάμενο σύστημα του μη συντεχνιακού τομέα και συνεπώς θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για ένα γενικότερο σύστημα εθνικών ΕΜ».

ΜΕ ΠΡΟΣΟΧΗ

Ο αρχικός ελάχιστος μισθός των €870 υπερβαίνει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα των €864 για μία οικογένεια με ένα παιδί κάτω των 14. Η μείωσή του, σε πραγματικούς όρους, λόγω πληθωρισμού και η αύξηση της παραγωγικότητας από το 2012 θα δικαιολογούσαν μία αύξηση του αρχικού μισθού της τάξης των €26. Με βάση το Διεθνές Γραφείο Εργασίας (ILO), το σύνηθες επίπεδο του ΕΜ είναι στο 55% του διάμεσου μηνιαίου μισθού. Με αυτόν το δείκτη, πρόσφατα στοιχεία του 2019 υποδεικνύουν ένα αρχικό ΕΜ ίσο με €844. Όπως αναφέρει ο κ. Χριστοφίδης, σε έρευνά του, για το Κέντρο Οικονομικών Επιστημών (ΚΟΕ), «κατά το ILO, οι διεθνείς πρακτικές στην Ευρώπη και Κεντρική Ασία δείχνουν ότι ο αρχικός ΕΜ στην Κύπρο είναι αισθητά χαμηλότερος μόνο από χώρες με πάρα πολύ ψηλό βιοτικό επίπεδο. Με αυτά τα δεδομένα και προς αποφυγήν αρνητικών παρενεργειών στην αγορά εργασίας, το επίπεδο των εθνικών ΕΜ δεν πρέπει να ξεπερνά σημαντικά τα μηνιαία €870 και €924». Η επικρατούσα γνώμη είναι ότι τέτοια προβλήματα αμβλύνονται όταν το σύστημα εθνικών ΕΜ και οι μετέπειτα προσαρμογές του εφαρμόζονται προσεκτικά, βασίζονται σε ανάλυση από ειδικούς, στα πλαίσια τεχνικής επιστημονικής επιτροπής, που με διαφάνεια προτείνει μέτρα στην εκάστοτε κυβέρνηση. Ένα σύστημα εθνικών ΕΜ πρέπει να υποβοηθά την κοινωνική πολιτική του κράτους, να αμβλύνει τη φτώχεια των απασχολουμένων και την ανισότητα. Οι ευρύτεροι αυτοί στόχοι άπτονται των συλλογικών συμβάσεων αλλά αφορούν ολόκληρη την κοινωνία. Τα προβλήματα των εργοδοτών και εργαζομένων επιλύονται στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, δεδομένων των κοινωνικών πολιτικών.

ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ;

Η πιο σημαντική αρνητική επίπτωση που ενδέχεται να προκληθεί από την υιοθέτηση υψηλού ΕΚΜ, σύμφωνα με τον Οικονομολόγο, Μάριο Κληρίδη, είναι η μείωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, λόγω της αύξησης του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων. Πιθανόν, όπως αναφέρει να δημιουργήσει αυξητικές πιέσεις μισθών και στους ψηλότερα αμειβόμενους εργαζομένους. Στην περίπτωση μικρών ανοικτών οικονομιών όπου το εμπορικό ισοζύγιο είναι αρνητικό, τα πολλαπλασιαστικά οφέλη στην εγχώρια οικονομία από την πιθανή αύξηση της κατανάλωσης θα είναι μικρότερα. Επίσης, ο κίνδυνος μείωσης της απασχόλησης και η αύξηση της ανεργίας έχουν αποδειχτεί από πολλές θεωρητικές αλλά και εμπειρικές μελέτες, αν και οι περισσότερες υποστηρίζουν ότι οποιαδήποτε επίπτωση στην απασχόληση αναμένεται να είναι περιορισμένη. Αντιθέτως, στην περίπτωση ανοικτών οικονομιών, οι οποίες βασίζονται στον τομέα των υπηρεσιών όπως η Κύπρος, οι πιο πάνω αρνητικές επιπτώσεις ενδέχεται να είναι εντονότερες. Πέραν των πιο πάνω, η υιοθέτηση ΕΚΜ πιθανώς να οδηγήσει σε αύξηση της αδήλωτης εργασίας με χαμηλότερους μισθούς.

ΑΝΗΣΥΧΕΙ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΕΙΝ

Επί του παρόντος, οι εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις, παρακολουθούν τις εξελίξεις με επιφυλακτικότητα. Χαρακτηρίζουν θετική την έκβαση του διαλόγου, εντούτοις προτάσσουν τα επί μέρους ζητήματα που δεν ικανοποιήθηκαν. Η ΟΕΒ, αναφέρει ότι το ύψος του κατώτατου μισθού προκαλεί μούδιασμα και ανησυχία στις επιχειρήσεις, καθώς τα €940 αντιστοιχούν ακριβώς στο 60% του Εθνικού Διάμεσου Μισθού, γεγονός που ενδεχομένως να επιφέρει παράπλευρες αρνητικές συνέπειες σε επί μέρους επιχειρήσεις αλλά και στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας συνολικά, ιδιαίτερα δεδομένης της παγκόσμιας γεωπολιτικής και οικονομικής αστάθειας. Το ΚΕΒΕ θα αναμένει να δει πως θα επηρεαστεί η οικονομία μέσα στο 2023, προσθέτοντας ότι ο κατώτατος μισθός δεν θα φέρει μεγάλες αναταράξεις στην οικονομία. Όλοι πάντως συμφωνούν πως ότι προβλήματα προκύψουν είναι σε έτοιμοι να συμβάλουν στην αντιμετώπισή τους.

ΑΠΟΓΟΗΤΕΥΜΕΝΕΣ ΟΙ ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ

Σύσσωμο το συνδικαλιστικό κίνημα διαφωνεί κάθετα και προβληματίζεται με τον μη καθορισμό ωριαίας απόδοσης. Η ΣΕΚ, σε ότι αφορά το ύψος, ανέμενε μια πιο βελτιωμένη πρόταση που να ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες των εργαζομένων, λαμβάνοντας υπόψη το υψηλό κόστος ζωής και τις συνεχώς αυξανόμενες πληθωριστικές πιέσεις. Η ΠΕΟ, από την πλευρά της επιρρίπτει ευθύνες στην κυβέρνηση πως, «για ακόμη μια φορά επέλεξε το στρατόπεδο των κακών εργοδοτικών πρακτικών και της φθηνής εργασίας και πως αντί να θέτει φραγμό στη φθηνή χωρίς δικαιώματα εργασία και στην υπόσκαψη των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, συντάσσεται με τους εργοδότες που εκμεταλλεύονται τους εργαζόμενους. Χαρακτηρίζει την απόφαση, «μονόπλευρη και ετεροβαρή για τα συμφέροντα του συνόλου των εργαζομένων». Η ΔΕΟΚ, χαρακτηρίζει αυθαίρετη την εφαρμογή του ποσού των €940, ενώ ακόμη αναφέρει πως η απουσία συγκεκριμένου ωραρίου αποτελεί «αδυναμία κομβικής σημασίας». Διαφωνία εκφράζεται και για την προστασία των ελάχιστων απολαβών στις συλλογικές συμβάσεις, η οποία όπως αναφέρεται, δεν περιλαμβάνεται ξεκάθαρα. Οι εργοδοτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις άρχισαν ήδη εκστρατεία ενημέρωσης εργοδοτών και εργαζομένων, ούτως ώστε οι μεν πρώτοι να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την εν λόγω αλλαγή και οι δε δεύτεροι να μην τύχουν εκμετάλλευσης. Εν κατακλείδι, το κεφάλαιο κατώτατος μισθός, έχει μακρύ δρόμο να διανύσει. Από τη μια οι εργαζόμενοι που βλέπουν τα εισοδήματά τους να αποδυναμώνονται λόγω πληθωριστικών πιέσεων, ζητούν αύξηση των μισθών τους και διορθωτικές αλλαγές στο διάταγμα και από την άλλη οι επιχειρήσεις που πρέπει να αυξήσουν το εργατικό κόστος με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το μόνο σίγουρα είναι πως οποιεσδήποτε αλλαγές γίνουν, δεν πρέπει να βάζουν σε κίνδυνο την οικονομία και την αγορά εργασίας.

Διαβάστε επίσης: Κατώτατος μισθός: Η πορεία προς την εφαρμογή 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ