Γ. Εισαγγελέας: Δεν τηρήθηκε η θεμελιακή αρχή του δικαίου δικαιοσύνης

Σε δύο αποφάσεις του Ανωτάτου.

Τη θέση ότι δεν τηρήθηκε η θεμελιακή αρχή του δικαίου, σύμφωνα με την οποία η δικαιοσύνη όχι μόνο πρέπει να απονέμεται, αλλά πρωτίστως πρέπει να φαίνεται ότι απονέμεται σε σχέση με τις δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που οδήγησαν στην αθώωση ή επισφράγισαν την απαλλαγή της Τράπεζας Κύπρου και υψηλόβαθμων στελεχών της σε ποινικές υποθέσεις, εκφράζει με γραπτή του δήλωση ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης.

Ο κ. Κληρίδης αναφέρει ότι έχει παρακολουθήσει με προσοχή τα διαδραματιζόμενα τις τελευταίες εβδομάδες, σε σχέση με τα θέματα σχέσεων συγγενών δικαστών με δικηγορικά γραφεία, δικηγόροι των οποίων εμφανίζονται και συμμετέχουν σε εκδικάσεις υποθέσεων ενώπιον τους καθώς και συναφή θέματα, ξεκαθαρίζοντας ότι «κατ΄ αρχάς, δεν υπήρξε καμμιά απολύτως προσυνεννόηση με τον αδελφό μου, δικηγόρο κ. Ν. Κληρίδη, όταν ο ίδιος προέβαινε στην αρχική ανάρτηση του σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης».

«Για να προβώ σε οποιεσδήποτε δηλώσεις και τοποθετήσεις επί των θεμάτων που έχουν απασχολήσει, δεν χρειαζόμουν παρότρυνση από κανένα, αλλά ανέμενα όπως γίνουν προηγουμένως σχετικές τοποθετήσεις και δοθούν εξηγήσεις, από το Ανώτατο Δικαστήριο, από τον Πρόεδρό του, και από εμπλεκόμενα ή ενδιαφερόμενα δικηγορικά γραφεία ή άτομα», προσθέτει.
 
Επί του παρόντος, συνεχίζει ο κ. Κληρίδης στη δήλωση του, «θα ασχοληθώ περιοριστικά με τα θέματα που εγείρονται σε σχέση με τις δύο αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείου, που οδήγησαν στην αθώωση ή επισφράγισαν την απαλλαγή, της Τράπεζας Κύπρου και υψηλόβαθμων στελεχών της σε ποινικές υποθέσεις».
 
Αναφερόμενος στην Έφεση αρ. 423/17 , ο Γενικός Εισαγγελέας σημειώνει ότι «η Δημοκρατία αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης δικαστού του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την οποία είχε ανατρέψει την ομόφωνη απόφαση του τριμελούς Κακουργιοδικείου σύμφωνα με την οποία, το κατηγορητήριο ήταν καθόλα έγκυρο», προσθέτοντας ότι «τρεις από τους πέντε δικαστές του Εφετείου έχουν τέκνα ή σύζυγο που εργοδοτούνται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπούσε την Τράπεζα και στέλεχος της στην ‘Εφεση». 

Επισημαίνει ότι «παρά το γεγονός ότι η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Nicholas v. Cyprus είχε εκδοθεί λίγες μέρες προηγουμένως και είχε γνωστοποιηθεί επίσημα στο Ανώτατο Δικαστήριο, εντούτοις οι υποδείξεις που είχαν γίνει στην απόφαση δεν ακολουθήθηκαν».  

Συγκεκριμένα, αναφέρει ο κ. Κληρίδης, «όπως βεβαιώνεται από το τηρηθέν πρακτικό του Εφετείου, με την έναρξη της διαδικασίας την 11.1.2018, κανένα μέλος του Δικαστηρίου δεν ανέφερε από μόνο του την ύπαρξη σχέσης εργοδοσίας συγγενικού του προσώπου με τον δικηγορικό οίκο που εκπροσωπούσε την Τράπεζα και το ανώτερο στέλεχος της. Με οδηγίες τις οποίες είχε δώσει ο Γενικός Εισαγγελέας, η εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής ζήτησε από το Δικαστήριο να εφαρμόσει τις αρχές που είχαν νομολογηθεί στην Nicholas».  

Λόγω τούτου, συνεχίζει, « οι τρεις δικαστές προέβηκαν τότε σε δήλωση ότι θυγατέρες και σύζυγος τους αντίστοιχα, εργοδοτούντο στο γραφείο των δικηγόρων της Τράπεζας και του στελέχους της και στην απουσία αιτήματος για εξαίρεση, το Δικαστήριο προχώρησε στην ακρόαση, χωρίς να εξετάσει τα  άλλα σημαντικά στοιχεία και τους παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν». 

Υπενθυμίζει ότι «σύμφωνα με την  απόφαση του ΕΔΑΔ στη Nicholas, η οποιαδήποτε σχέση συγγενούς δικαστού και δικηγόρου: ‘… θα πρέπει να αποκαλύπτεται με την έναρξη της διαδικασίας και θα πρέπει να γίνεται αξιολόγηση, λαμβανομένων υπόψιν των διαφόρων παραγόντων που εμπλέκονται, έτσι ώστε να αποφασίζεται κατά πόσο η εξαίρεση είναι πράγματι επιτακτική στην περίπτωση. Αυτό είναι μια σημαντική ασφαλιστική δικλείδα η οποία είναι απαραίτητη ώστε να παράσχει ικανοποιητικές εγγυήσεις τόσο για αντικειμενική, όσο και για υποκειμενική αμεροληψία’».

Αναφέρει, επίσης, ότι «αυτοί οι παράγοντες και τα στοιχεία τα οποία πρέπει να εξετάζονται και να αξιολογούνται όπως αναφέρεται στην ίδια Απόφαση, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων: ‘… κατά πόσο το συγγενικό πρόσωπο του δικαστή είχε ανάμειξη στην συγκεκριμένη υπόθεση, τη θέση που κατέχει στον δικηγορικό οίκο, το μέγεθος του οίκου, την εσωτερική του διάρθρωση, την οικονομική σημασία της υπόθεσης για τον δικηγορικό οίκο …’».Ο κ. Κληρίδης αναφέρει στη γραπτή του δήλωση ότι τόσο η μετάφραση των αποσπασμάτων, όσο και οι υπογραμμίσεις είναι δικές του.
 
 Ο Γενικός Εισαγγελέας αναφέρει περαιτέρω ότι «κανένας από αυτούς τους παράγοντες και κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία εξετάστηκαν, ή αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο ενώ επρόκειτο για σοβαρή ποινική υπόθεση εναντίον προφανώς του μεγαλύτερου πελάτη του δικηγορικού οίκου με σημαντικές οικονομικές προεκτάσεις και ενώ τα συγγενικά πρόσωπα των δικαστών ασχολούνται με υποθέσεις της κατηγορούμενης τράπεζας. Πουθενά δε στην απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Nicholas τίθεται ως όρος ή προϋπόθεση η υποβολή αιτήματος εξαίρεσης ή η υποβολή ένστασης από διάδικο, ώστε να εξεταστούν οι πιο πάνω παράγοντες».
 
 Τελικά, όπως αναφέρει, «με την απόφαση του Εφετείου απορρίφθηκε η έφεση της Δημοκρατίας χωρίς καν να εκδικαστεί, με το δικαιολογητικό ότι εφόσον με την υπό έφεση απόφαση οι κατηγορούμενοι είχαν απαλλαγεί, και δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της απαλλαγής, δεν υπήρχε λόγος να εξεταστεί η έφεση, αφού κατέστη άνευ αντικειμένου».
       
«Με κάθε σεβασμό και διατηρώντας όμως το δικαίωμα διαφωνίας και κριτικής δικαστικών αποφάσεων, η εν λόγω απόφαση αντιβαίνει σε νομικές αρχές και στη λογική, αφού ακριβώς ο λόγος της απαλλαγής των κατηγορουμένων, ήταν  ίδια η προσβαλλόμενη με την έφεση απόφαση του ενός μέλους του Ανωτάτου και δεν είναι δυνατό αυτό το γεγονός το ίδιο, να θεωρηθεί ότι αφαίρεσε το αντικείμενο της έφεσης, και ως αποτέλεσμα να αποστερηθεί το δικαίωμα ελέγχου της ορθότητας της απόφασης κατ΄έφεση», προσθέτει.
 
Ο κ. Κληρίδης αναφέρει ότι «η δεύτερη περίπτωση αφορά στην εκδίκαση από το τριμελές Εφετείο των εφέσεων αρ. 2/18 και 3/18 εναντίον της ομόφωνης απόφασης του Κακουργιοδικείου για καταδίκη της Τράπεζας Κύπρου και του τότε ανώτατου εκτελεστικού διευθυντή της κ. Ηλιάδη, για χειραγώγηση της αγοράς.  Με πλειοψηφία 2:1 το Εφετείο αθώωσε και απάλλαξε τους καταδικασθέντες με βάση λόγο ο οποίος δεν περιλαμβανόταν στους λόγους έφεσης που ήγειραν οι δικηγόροι των εφεσειόντων.  Με το δικαιολογητικό ουσιαστικά, ότι παρά το γεγονός ότι οι επίμαχες δηλώσεις του κ. Ηλιάδη που βάρυναν και την Τράπεζα, ήσαν μεν ψευδείς, ήσαν παραπλανητικές και εσκεμμένες, πλην όμως δεν έγιναν με πρόθεση να χειραγωγήσουν την αγορά, αλλά για να καθησυχάσουν τους εξοργισμένους μετόχους στη γενική τους συνέλευση». 

Ο κ. Κληρίδης εκφράζει την άποψη ότι «αυτή η απόφαση και κυρίως  το αιτιολογικό της, είναι άκρως εσφαλμένα. Το πλέον όμως ανησυχητικό είναι ότι, όπως αποκαλύφθηκε μετά την έκδοση της απόφασης, στενά συγγενικά πρόσωπα του Προέδρου του Εφετείου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ψήφος του οποίου και έκρινε την αθωωτική έκβαση της υπόθεσης υπέρ της Τράπεζας, ήτοι θυγατέρα και αδελφή του , είχαν τύχει του οφέλους μιας συμβιβαστικής εξώδικης διευθέτησης αγωγών που είχαν κινήσει εναντίον της Τράπεζας, σχετικά με διεκδικήσεις τους από την μετατροπή καταθέσεων τους σε αξιόγραφα». 

«Στην περίπτωση δε της θυγατρός η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν ανήλικη, η όλη δικαιοπραξία των αξιογράφων είχε γίνει από τον ίδιο τον δικαστή, ενεργώντας ως πατέρας της ανήλικης», σημειώνει και προσθέτει ότι «με την χθεσινή δήλωση του ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν αμφισβητεί αυτά τα γεγονότα, ούτε ότι τα γνώριζε, αναφέροντας ότι αυτές οι εξώδικες διευθετήσεις έγιναν απόλυτα νόμιμα και νομότυπα χωρίς εύνοια ή χάρη». 

Κατά την άποψη μου, συνεχίζει ο κ. Κληρίδης, «πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό θέμα αντικειμενικής αμεροληψίας το οποίο θα έπρεπε να είχε οδηγήσει στην μη συμμετοχή του Προέδρου στην εκδίκαση σοβαρής ποινικής υπόθεσης στην οποία καταδικασθείσα ήταν η ίδια τράπεζα που είχε εξώδικα διευθετήσει τις εν λόγω υποθέσεις συγγενικών του προσώπων και εκπροσωπείτο από τον ίδιο δικηγόρο όπως και στις διευθετηθείσες με αποζημιώσεις αγωγές.  Κατ΄ ελάχιστο, αυτό το γεγονός θα έπρεπε να είχε αποκαλυφθεί στη διαδικασία της έφεσης, ώστε να ακουστούν οι απόψεις των διαδίκων .  Τίποτε όμως από αυτά δυστυχώς δεν έγινε», σημειώνει.
 
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, αναφέρει, «και στις δύο προαναφερθείσες εφέσεις, είναι αδύνατο να λεχθεί ότι τηρήθηκε η θεμελιακή αρχή του δικαίου, σύμφωνα με την οποία η δικαιοσύνη όχι μόνο πρέπει να απονέμεται, αλλά πρωτίστως πρέπει να φαίνεται ότι απονέμεται».
 
 Ο κ. Κληρίδης αναφέρει ότι «αναφορικά ιδιαίτερα με τις ποινικές υποθέσεις εναντίον Τραπεζών και τραπεζιτών, υπάρχουν και πολλά άλλα θέματα και πτυχές που θα πρέπει να αναδειχθούν και σε σχέση με τούτα, θα επανέλθω».
 
Ως προς τις παρεμβάσεις του δικηγόρου κ. Χρ. Τριανταφυλλίδη, ο κ. Κληρίδης αναφέρει ότι «θα πρέπει να λεχθεί ότι σε τίποτε άλλο δεν αποσκοπούν παρά στον αποπροσανατολισμό του κοινού από την ουσία των θεμάτων. Ο σεβασμός προς τη μνήμη και προς την εν γένει προσφορά του Μιχ. Τριανταφυλλίδη προς τα κοινά, είναι αδιαμφισβήτητος και δεδομένος. Το γεγονός όμως παραμένει ότι ο κ. Χρ. Τριανταφυλλίδης ως δικηγόρος, εμφανίζετο σε εκδικάσεις υποθέσεων ενώπιον του αείμνηστου πατέρα του, όταν ο δεύτερος υπηρετούσε ως Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου». 
 
«Σκοπός της παρούσας τοποθέτησης μου», σημειώνει, «δεν είναι, όπως κάποιοι έχουν ισχυριστεί, να δικαιολογήσω αποτυχίες της Νομικής Υπηρεσίας της οποίας προϊσταμαι σε σημαντικές δικαστικές υποθέσεις. Αντίθετα, πιστεύω ότι η Νομική Υπηρεσία και οι ευσυνείδητοι λειτουργοί της, στοιχειοθέτησαν και παρουσίασαν κατά τον καλύτερο τρόπο, ένα αριθμό δύσκολων και πολύπλοκων υποθέσεων ενώπιον των Κακουργιοδικείων και πέτυχαν πλήρως στο έργο τους». 

Στις συγκεκριμένες όμως διαδικασίες που ακολούθησαν, καταλήγει ο Γενικός Εισαγγλεας, «παρουσιάστηκαν τα προαναφερθέντα σοβαρά προβλήματα τα οποία αναδεικνύονται τώρα και δίδουν την ευκαιρία σε όλους μας να προβούμε σε διορθωτικές κινήσεις, αντί να τα βάλουμε κάτω από το χαλί». 
 
Πηγή: ΚΥΠΕ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ