Κύπρος 1974: Από τη «νεκροφάνεια» στην «αναγέννηση» της οικονομίας

Ο οικονομικός μαρασμός που έφεραν οι τουρκικές θηριωδίες του 1974 και το «οικονομικό θαύμα» ως αποτέλεσμα της σύμπνοιας που επέδειξαν οι φορείς του τόπου, η κυβέρνηση και οι άνθρωποι της Κύπρου.

Της Ιλιάνας Κουλαφέτη*

Λίγες μόλις μέρες μετά την εκδήλωση της πρώτης τουρκικής εισβολής, το 1974, οι εφημερίδες ασχολούνταν ήδη με τις οικονομικές επιπτώσεις που επέφερε ο «Αττίλας» στο νησί, κάνοντας λόγο για «οικονομική στενότητα και «νεκροφάνεια εις την αγορά». Τα ίδια αντανακλαστικά φαίνεται να είχαν και το Κυπριακό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο (KEBE), τα εργατικά συνδικάτα και οι διάφοροι εργασιακοί και επιχειρηματικοί σύνδεσμοι, οι οποίοι προχώρησαν σε άμεσες συσκέψεις και συναντήσεις με τον υπουργό Οικονομικών Ανδρέα Πατσαλίδη, προκειμένου να θέσουν υπόψη του τις σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις που επέφερε η εισβολή και από κοινού να αναζητήσουν τρόπους επίλυσης των συνεπειών αυτών προς επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας, χωρίς χρονοτριβές.

Την επαύριον της τουρκικής εισβολής, η Κύπρος βρέθηκε διαμελισμένη, έχοντας ενόψει της μία πλειάδα σημαντικών ζητημάτων και επιπτώσεων που προεκτείνονταν από το πρωτεύον ζήτημα του ανθρωπιστικού δράματος έως και τις «τεράστιες», όπως τις χαρακτήριζε ο υπουργός Οικονομικών, οικονομικές επιπτώσεις που άφησε πίσω της η τουρκική εισβολή, που οδηγούσαν σε «εξάρθρωση της οικονομίας».

Το κόστος του Αττίλα υπήρξε απογοητευτικό και αποθαρρυντικό, καθώς στην υπό στρατιωτική κατοχή πλέον ζώνη είχαν «εγκλωβιστεί» κύριες πλουτοπαραγωγικές πηγές του νησιού, ο Διεθνής Αερολιμένας Λευκωσίας, το λιμάνι Αμμοχώστου, οι γεωργικές περιοχές Μόρφου και Αμμοχώστου, οι τουριστικές περιοχές Αμμοχώστου και Κερύνειας, τομείς στους οποίους ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων δραστηριοποιείτο (από τον Τουρισμό έως τις εξαγωγές προϊόντων), γεγονός που προκάλεσε καίριο πλήγμα στην οικονομία του τόπου.

Στις ομιλίες και την αρθρογραφία της εποχής τονιζόταν η πιθανή κατάρρευση της κυπριακής οικονομίας, η οποία από το 1960 βίωνε την πιο κρίσιμη περίοδό της. Εκτός αυτού, η νέα οικονομική κατάσταση (και οικονομική ανεπάρκεια) των εκτοπισμένων είχε τις δικές της προεκτάσεις, με ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων να έχει απολέσει πλέον τα περιουσιακά του στοιχεία αλλά και τη θέση εργασίας του, την ανεργία να σημειώνει υψηλούς αριθμούς και τις επιχειρήσεις να αναζητούν νέους χώρους και αγορές για την επαναδραστηριοποίησή τους. Πρωτεύοντα ζητήματα προς επίλυση υπήρξαν η εξεύρεση εργασίας για τον άνεργο πληθυσμό του νησιού, η επαναλειτουργία και η χρηματοδότηση των βιομηχανιών και άλλων επιχειρήσεων, η εκτέλεση διαφόρων κυβερνητικών έργων, το πρόβλημα των Κοινωνικών Ασφαλίσεων.

 

Πλήξη του Βιομηχανικού και Επιχειρηματικού κλάδου

Η κυβέρνηση, ήδη από πολύ νωρίς, τόνιζε την ανάγκη επανεκκίνησης της οικονομίας απευθύνοντας έκκληση στους εργατοϋπάλληλους, όπως επιστρέψουν στις εργασίες τους αλλά και στις βιομηχανίες όπως αυτές επαναλειτουργήσουν, οι οποίες πέρα από τις οικονομικές επιπτώσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν, έπρεπε να βρουν τον τρόπο να πείσουν τους υπαλλήλους τους που ζούσαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς ή όσες ήταν κοντά στην Πράσινη Γραμμή, ότι η προσέλευσή τους στην εργασία ήταν ασφαλής. «Πηγαίναμε ως ΚΕΒΕ από κοινού με τους αρμόδιους υπουργούς σε όσες βιομηχανίες και επιχειρήσεις ήταν κοντά στην Πράσινη Γραμμή, προκειμένου να ελέγξουμε την κατάσταση και να δώσουμε ώθηση στους εργαζόμενους να επανέλθουν στις εργασίες τους», σημειώνει ο Παναγιώτης Λοϊζίδης, τέως γενικός γραμματέας του ΚΕΒΕ, (1975-2012), που έζησε τις οικονομικές επιπτώσεις της εισβολής και βρέθηκε από την ίδια στιγμή στο τραπέζι της επίλυσης των προβλημάτων τους.

Επιπλέον, η δυσχέρεια της επανεκκίνησης της λειτουργίας των βιομηχανιών έγκειτο στο ότι αυτές μπορεί να λειτουργούσαν στις ελεύθερες περιοχές, ωστόσο, οι περιοχές από τις οποίες αντλούσαν πρώτες ύλες βρίσκονταν στην υπό στρατιωτική κατοχή ζώνη. Χαρακτηριστική αυτής της κατάστασης είναι η δήλωση ιδιοκτήτη γαλακτοκομικού εργοστασίου στη Λευκωσία, ο οποίος τόνιζε στον δημοσιογράφο Κώστα Σερέζη πως παρόλο που «επανήρχισαν οι εργασίες, αυτές είναι σε περιορισμένη κλίμακα, καθώς το γάλα που παίρναμε για το εργοστάσιο βρίσκεται στις τουρκοκρατούμενες περιοχές». Μάλιστα, αργή φαίνεται να ήταν και η κίνηση στις τράπεζες, καθώς οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι μετέβαιναν σε αυτές για ανάληψη χρημάτων παρά για καταθέσεις.

Προκειμένου τα οργανωμένα σύνολα να δράσουν πιο συντονισμένα, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη υπό την προεδρία του τότε υπουργού Οικονομικών Ανδρέα Πατσαλίδη, στην οποία παρέστησαν εκπρόσωποι του ΚΕΒΕ, της Ομοσπονδίας Εργοδοτών Κύπρου, των Συνδικαλιστικών Οργανώσεων και αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες. Κύριο θέμα της σύσκεψης ήταν η επίλυση θεμάτων σχετιζόμενων με την άμεση επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας της Κύπρου. Αποτέλεσμα της σύσκεψης ήταν να ληφθούν αποφάσεις και να συστηθούν Ειδικές Επιτροπές προς την υλοποίησή τους.

Το ΚΕΒΕ επανέλαβε επίσκεψη και μετά τη δεύτερη εισβολή, με τον υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας, Ευαγόρα Λανίτη, προκειμένου να συζητηθούν εκ νέου οι απόψεις του οργάνου για την επαναδραστηριοποίηση διαφόρων τομέων οικονομίας, απόψεις τις οποίες ο υπουργός ανέλαβε να μεταφέρει στην κυβέρνηση, ενημερώνοντας ταυτόχρονα το ΚΕΒΕ, για τα μέτρα που μελετούντο ήδη για την επίτευξη της επαναδραστηριοποίησης.

Ένα μόλις μήνα μετά το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων, η κυπριακή κυβέρνηση προχώρησε στη δημιουργία Συμβουλευτικής Οικονομικής Επιτροπής, η οποία συστάθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και απαρτίζετο από τον υπ. Οικονομικών (πρόεδρος), τον υπ. Εμπορίου και Βιομηχανίας, τον υπ. Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τους αντίστοιχους γενικούς διευθυντές, τον γενικό διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού, τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, εκπροσώπους του ΚΕΒΕ, της ΠΕΟ και της ΣΕΚ όπως επίσης και εμπειρογνώμονες του Ιδιωτικού τομέα. Στόχος της συσταθείσας επιτροπής ήταν η μελέτη και διερεύνηση των οικονομικών δυσχερειών και η υποβολή συστάσεων για την αντιμετώπισή τους.

Εκτός των επίσημων υπουργικών πράξεων και αποφάσεων, στην ανόρθωση της οικονομίας συνέβαλαν τα εργατικά σωματεία με τη διεξαγωγή εράνων, έρανοι οι οποίοι στη συνέχεια συντονίστηκαν ενιαία από το Υπ. Οικονομικών, το οποίο συνέστησε επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν όλες οι επαγγελματικές οργανώσεις του τόπου. Κατά τόπους επιτροπές συστάθηκαν και από τοπικούς φορείς, με στόχο τη συγκέντρωση δεδομένων και την προώθησή τους στους ανώτερους φορείς, εξετάζοντας μεταξύ άλλων τα σημαντικά οικονομικά προβλήματα που είχαν προκύψει και το ζήτημα της ανεργίας.

Το πλήγμα στον Τουριστικό κλάδο και η αντίδραση του Επιμελητηρίου Αμμοχώστου

Μεταξύ των επιχειρήσεων που δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα, υπήρξαν αυτές του Τουριστικού τομέα. Επιχειρήσεις που έδρευαν στις κύριες τουριστικές περιοχές του νησιού, Κερύνεια και Αμμόχωστο, καταστράφηκαν, λεηλατήθηκαν και περιήλθαν στον έλεγχο των κατοχικών δυνάμεων. Ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Ξενοδόχων (ΠΑΣΥΞΕ), προχωρώντας σε έκτακτη συνέλευση, συγκέντρωσε σε υπόμνημα τα μέτρα που πρότεινε προς ανακούφιση των πληγέντων επιχειρηματιών, με κύρια πρόταση την παγοποίηση των οφειλών από τους ξενοδόχους προς τους δανειστικούς επιτρόπους και τις εμπορικές τράπεζες.

Το ίδιο μέτρο φαίνεται να διεκδίκησε όχι μόνο ο ΠΑΣΥΞΕ, αλλά και το ΚΕΒΕ, καθώς όπως ήταν επακόλουθο η παύση των εργασιών αλλά και η απώλεια των επιχειρηματικών δομών οδήγησε όχι μόνο στην απώλεια εισοδημάτων αλλά και στην εμφάνιση επιπλέον εξόδων, καθώς η επαναδραστηριοποίηση των επιχειρήσεων απαιτούσε πρώτες ύλες και νέα ποσά που θα κάλυπταν τα έξοδα της «αναγέννησή» τους.

Ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός πως η δράση τόσο του ΠΑΣΥΞΕ όσο και του ΚΕΒΕ, αλλά και άλλων συνδέσμων που εκπροσωπούσαν τους εργάτες, εργαζόμενους, επιχειρηματίες και βιομήχανους, είχε προεκτάσεις πέρα από την οικονομική ανόρθωση, καθώς ως φαίνεται ζητούσαν την υποστήριξη αντίστοιχων διεθνών επιχειρηματικών Οργανισμών, προκειμένου να καταδικαστούν οι τουρκικές ενέργειες και η κατοχή του νησιού.

«Ζητούσαμε τη διευκόλυνση των επιχειρηματιών που ξεκινούσαν από το μηδέν»

Ο επίτιμος πρόεδρος του ΚΕΒΕ, Φάνος Επιφανίου, το 1974 υπηρετούσε ως πρόεδρος του Επιμελητηρίου Αμμοχώστου, θέση από την οποία ήρθε αντιμέτωπος με τις καταστροφικές συνέπειες της εισβολής, καθώς η Αμμόχωστος υπήρξε τόπος που στέγαζε μεγάλη πλειάδα επιχειρήσεων και βιομηχανιών: από τον Τουρισμό έως τις εξαγωγές προϊόντων στο εξωτερικό.

Καταθέτοντας την προσωπική του μαρτυρία, σχετικά με τα όσα σημειώθηκαν εκείνη την εποχή, ανέφερε:

«Είναι πραγματικότητα ότι οι επιχειρήσεις της Αμμοχώστου και το Επιμελητήριο Αμμοχώστου, έζησε τις οικονομικές συνέπειες περισσότερο από κάθε άλλο, καθώς από τη μία μέρα στην άλλη όλες οι επιχειρήσεις του τόπου καταστράφηκαν. Ως Επιμελητήριο έπρεπε αρχικά να συγκεντρώσουμε όλα τα απαραίτητα στοιχεία και δεδομένα των επιχειρήσεων, όπως τις οικονομικές τους καταστάσεις, τα χρέη τους και άλλα, στοιχεία τα οποία έφτασαν μέχρι και τον πρόεδρο της Δημοκρατίας και που συνόδευαν τις προτάσεις μας για αντιμετώπιση της κατάστασης και ανάκαμψη. Μεταξύ των αποφάσεων που λάβαμε και των μέτρων που ζητούσαμε ήταν η ανακούφιση των επιχειρηματιών και η αναστολή των αποπληρωμών των οφειλών τους προς τις εμπορικές τράπεζες. Ζητούσαμε εν ολίγοις είτε διαγραφή των χρεών είτε, έστω, να μην ασκείται πίεση αποπληρωμής τους. Και πράγματι, κατόπιν έντονων πιέσεών μας ψηφίστηκε νόμος μέσω του οποίου, οι επιχειρηματίες μπορούσαν να αναστείλουν την έγκαιρη αποπληρωμή των χρεών τους. Επιπλέον, αναγνωρίζοντας τα έξοδα της επαναδραστηριοποίησης, θέσαμε ως μέτρο τη διευκόλυνση των επιχειρηματιών που θα ξεκινούσαν ξανά από το μηδέν.

Στην Αμμόχωστο σημαντικό πλήγμα δέχθηκαν επιχειρήσεις και βιομηχανίες που ασχολούνταν με τον Γεωργικό τομέα. Η γεωργική παραγωγή της περιοχής σε συνδυασμό με την αξιοποίηση του λιμένα Αμμοχώστου αποτελούσαν ένα σημαντικό κομμάτι πηγής εσόδων για την κυπριακή οικονομία, καθώς τα γεωργικά προϊόντα συσκευάζονταν στις διάφορες βιομηχανίες και ακολούθως εξάγονταν. Με την απώλεια των συσκευαστηρίων αλλά και του λιμένα, η εξαγωγή προϊόντων δέχθηκε καίριο πλήγμα και με τη σειρά της προκάλεσε αλυσιδωτές συνέπειες.

Το Επιμελητήριο Αμμοχώστου ξεκίνησε έναν αγώνα, προκειμένου οι βιομηχανίες αυτές να επαναδραστηριοποιηθούν σε άλλες πόλεις. Ως επί το πλείστον, μεταφέρθηκαν στη Λεμεσό, όπου αξιοποιήθηκε ο λιμένας της περιοχής, ο οποίος λειτουργούσε συμπληρωματικά προς το λιμάνι Αμμοχώστου. Έτσι, δεν είναι υπερβολή να πούμε πως οι προσφυγικές επιχειρήσεις και εργατοϋπάλληλοι, συνέβαλαν στο να ανορθωθεί και η οικονομία της Λεμεσού.

Από την άλλη, δεν μπορούμε να προσπεράσουμε την Τουριστική Βιομηχανία, καθώς το 70% και πάνω του Τουρισμού της Κύπρου, βρισκόταν στην Αμμόχωστο. Από τη μία μέρα στην άλλη, τουριστικές μονάδες βομβαρδίστηκαν, καταστράφηκαν και παρέμειναν εγκλωβισμένες στις τουρκοκρατούμενες περιοχές. Ως Επιμελητήριο αναλάβαμε τις διευθετήσεις και τις συναντήσεις με τις Αρχές, προκειμένου να δοθεί γη στους επιχειρηματίες, στην ελεύθερη Αμμόχωστο, για παράδειγμα το Παραλίμνι και την Αγία Νάπα και να μεταφερθούν οι τουριστικές επιχειρήσεις εκεί, ξεκινώντας από το μηδέν. Έτσι, δημιουργήθηκε η τουριστική περιοχή, η οποία κυριαρχεί ώς σήμερα.

 Ωστόσο, οι προσπάθειές μας για επίλυση των προβλημάτων δεν περιορίστηκε μόνο στην ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά και στη διεθνοποίηση του ζητήματος της κατοχής. Χαρακτηριστικά να σας αναφέρω πως ως Επιμελητήριο διατηρούσαμε σχέσεις με Επιμελητήρια του εξωτερικού και δη με του Πειραιά, από τα οποία ζητούσαμε την υποστήριξή τους με οποιονδήποτε τρόπο, όπως επιστολές που δήλωναν την υποστήριξή τους προς την Κύπρο».

Στα χέρια των Τούρκων οι κυριότερες βιομηχανικές περιοχές

Πέρα όμως από τη βιομηχανική περιοχή Αμμοχώστου και τον Τουριστικό τομέα, μεγάλο πλήγμα δέχθηκε η μεγάλη βιομηχανική περιοχή Μιας Μηλιάς, η οποία, σύμφωνα με τα τότε δεδομένα, τροφοδοτούσε ένα μεγάλο φάσμα επιχειρήσεων από την ένδυση ώς τη μεταλλουργία. Ο τέως γενικός γραμματέας του ΚΕΒΕ, Παναγιώτης Λοϊζίδης, έδωσε μία εικόνα για το πώς οι οικονομικοί φορείς συνέβαλαν σε αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως το «μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα της Κύπρου», όπου το 1974 εργαζόταν στο ΚΕΒΕ ώς ανώτερος λειτουργός.

«Η αντίδρασή μας ήταν άμεση. Συγκεντρωθήκαμε και ξεκινήσαμε τις ατέρμονες συσκέψεις, ήδη από τον πρώτο μήνα μετά την εκδήλωση της εισβολής. Η Κύπρος δέχθηκε τεράστιο οικονομικό πλήγμα, αφού στις υπό τουρκική κατοχή περιοχές, βρέθηκαν οι κυριότερες βιομηχανικές περιοχές του νησιού: της Μιας Μηλιάς και της Αμμοχώστου, οι οποίες αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας σε ό,τι αφορά τη βιομηχανική παραγωγή, αλλά και οι γεωργικές πλουτοπαραγωγικές περιοχές, όπως της Μόρφου και της Αμμοχώστου.

Από την Αμμόχωστο χάθηκαν οι βιομηχανίες συσκευασίας, πλαστικών και οι τουριστικές βιομηχανίες, ενώ στη Μια Μηλιά έδρευαν σημαντικές για τον τόπο βιομηχανίες όπως προϊόντων ένδυσης, υπόδυσης, χημικών προϊόντων και \μεταλλουργίας.

Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, πως σε αυτό το 1/3 κατεχόμενης γης, έδρευε το 70% της οικονομίας του τόπου και η απώλειά του προκάλεσε μία σειρά από επιπτώσεις.

«Έπρεπε να βρούμε τρόπο επαναδραστηριοποίησης»

Ως ΚΕΒΕ, λοιπόν, τα πρώτα χρόνια είχαμε να αντιμετωπίσουμε σοβαρές δυσκολίες. Καταρχάς, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να επαναδραστηριοποιηθούν αυτές οι βιομηχανίες, να δοθεί εργασία στον άνεργο πληθυσμό και να συνεχιστεί η παραγωγή. Έτσι, δημιουργήθηκε η βιομηχανική περιοχή Στροβόλου, με γη που παραχωρήθηκε από το κράτος. Στην περιοχή εκείνη στεγάστηκαν πολλές από τις πληγείσες βιομηχανίες και δη πολλές Βιομηχανίες Εντάσεως Εργασίας, όπως αποκαλούμε τις βιομηχανίες που στηρίζονται στο εργατικό δυναμικό και όχι στην Υψηλή Τεχνολογία. Με αυτό τον τρόπο και κάποια άλλα σημαντικά μέτρα που πάρθηκαν, όπως τη μείωση μισθών κατά 25%, την παγοποίηση χρεών αλλά και τις δανειοληπτικές διευκολύνσεις, στις οποίες εγγυητής πλέον έμπαινε το κράτος, οι επιχειρηματίες ξεκίνησαν δειλά-δειλά να επαναδραστηριοποιούνται και να παράγουν τέτοιο όγκο προϊόντων που έδωσε μεγάλη ώθηση στις εξαγωγές. Το ΚΕΒΕ έδωσε μεγάλη σημασία στην ώθηση των εξαγωγών με πολλές αποστολές στο εξωτερικό και έτσι η Κύπρος κατέληξε να εξάγει προϊόντα σε Μέση Ανατολή αλλά και Ευρώπη.

Πέρα όμως από τα προϊόντα, ώθηση δόθηκε και στις πληγείσες τουριστικές επιχειρήσεις, καθώς η απώλεια της Κερύνειας και της Αμμοχώστου προκάλεσε μεγάλο πλήγμα. Η ανάγκη της επανέναρξης εργασιών και της προσέλκυσης τουρισμού εκ νέου, έδωσε ώθηση στη δημιουργία τουριστικών μονάδων σε άλλες πόλεις και επαρχίες της Κύπρου, όπως η Πάφος, η Λεμεσός, η Λάρνακα και η ελεύθερη Αμμόχωστος, θέτοντας έτσι τις βάσεις για τη δική τους τουριστική ανάπτυξη».

Ανακάμψαμε από την καταστροφή επειδή «έπρεπε να συνεχίσουμε»

Κοιτώντας πίσω, 50 χρόνια μετά, είναι αδιαμφισβήτητο πως η τουρκική εισβολή και τα επακόλουθά της διαμόρφωσαν προς μία νέα κατεύθυνση την κυπριακή οικονομία, δημιουργώντας νέες πραγματικότητες. Ο Οικονομικός τομέας αντέδρασε άμεσα και με σκληρό, αλλά συνάμα, αποφασιστικό συντονισμό, αντιμετώπισε μία πλειάδα ζητημάτων που απέρρεαν γύρω από την αδιαπραγμάτευτη πραγματικότητα που «οφείλουμε να συνεχίσουμε». Το αν η κυπριακή οικονομία θα λάμβανε τη μορφή που έλαβε σε τόσο σύγχρονο χρονικό διάστημα, ακόμη κι αν δεν γινόταν η εισβολή, είναι κάτι που η Ιστορία δεν μπορεί να απαντήσει. Ωστόσο, μπορεί να κρατήσει ως κατακλείδα, την καταληκτική απάντηση του Παναγιώτη Λοϊζίδη στο ερώτημα «τι συνέβαλε στο να επιτευχθεί αυτή η ανάκαμψη»:

«Πετύχαμε την ανάκαμψη της οικονομίας, θα λέγαμε σε διάστημα περίπου μίας δεκαετίας ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’80, τα αποτελέσματα ήταν ευδιάκριτα. Και η επιτυχία αυτής της ανάκαμψης έγκειτο στη σύμπνοια που επέδειξαν οι φορείς του τόπου, οι ιδιώτες, οι οικονομικοί παράγοντες, η στενή συνεργασία με την κυβέρνηση, μα πάνω από όλα το ότι γνωρίζαμε τον τόπο μας, γνωρίζαμε την οικονομία μας, τα προϊόντα μας και ξέραμε πως οφείλαμε να ανακάμψουμε».

Πηγές: Αρχείο Ανακοινωθέντων, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Τύπος Εποχής,

*Υποψήφιας Διδάκτορος Προφορικής Ιστορίας

Διαβάστε επίσης: 50 χρόνια από την καταστροφή στο «οικονομικό θαύμα»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ