Σε κρίση διαρκείας οι εργασιακές σχέσεις

Το θέμα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας θα απασχολήσει και τη νέα χρονιά τον κοινωνικό διάλογο (και) λόγω Ε.Ε.

Του Αδάμου Αδάμου

Μπορεί το 2024 να εκκίνησε σχετικά οµαλά όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις, στη δύση του όµως έµελλε να σηµαδευτεί µε τη µεγαλύτερη σε διάρκεια απεργιακή κινητοποίηση από εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας τουλάχιστον, επιβεβαιώνοντας ότι όπως όλες οι σχέσεις, έτσι και οι εργασιακές έχουν κατά καιρούς δυσκολίες και διαζύγια.

Η απεργία στον τοµέα του σκυροδέµατος κράτησε ένα µήνα σχεδόν, 29 ηµερολογιακές µέρες για την ακρίβεια, ξεπερνώντας τη µεγάλη απεργία του 2013 στην οικοδοµική βιοµηχανία που είχε διαρκέσει 21 ηµέρες, ενώ άφησε πίσω της ζηµιές και καθυστερήσεις στις κατασκευές, πληγώντας ταυτόχρονα και τις εργασιακές σχέσεις. Είναι προφανές για κάποιους τουλάχιστον πως οι κινητοποιήσεις ήταν το αποτέλεσµα του περιβάλλοντος ακρίβειας και των πληθωριστικών πιέσεων που ασκήθηκε τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της πανδηµίας και των πολεµικών συρράξεων, αλλά και των προσπαθειών των εργαζόµενων για επιστροφή -και στον ιδιωτικό τοµέα - των περικοπών µισθών και ωφεληµάτων που ίσχυαν πριν την κρίση του 2013.

Η κατάληξη, όµως, που είχε η συγκεκριµένη κρίση θέτει αναπόδραστα ερωτηµατικά και για το µέλλον των εργασιακών σχέσεων στη χώρα. Και αυτό γιατί η απεργία έληξε µόνο όταν ο εργοδοτικός σύνδεσµος διαλύθηκε, µε αποτέλεσµα η οµαλότητα στον κλάδο να έρθει µέσα από σειρά εταιρικών συλλογικών συµβάσεων εργασίας και όχι µέσω κλαδικής συλλογικής σύµβασης και να θέτει για πολλούς νέα ήθη στις εργασιακές σχέσεις, ενώ για άλλους, πιο ψύχραιµους, απλώς επιβεβαιώνει µια τάση των τελευταίων χρόνων για στροφή σε επιχειρησιακές συλλογικές συµβάσεις. Τάση που, όπως κατέδειξε και η κατάληξη της κρίσης στο σκυρόδεµα, δεν αποτελεί απαραίτητα θετική εξέλιξη για aτο επιχειρείν, όπως παρατηρούν εργοδοτικοί παράγοντες, αναφέροντας πως η ρήση «η ισχύς εν τη ενώσει» αν και µπανάλ, ισχύει και για την εργοδοτική πλευρά.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι εξελίξεις στον κλάδο παραγωγής έτοιµου σκυροδέµατος σε συνδυασµό µε το παραλίγο ναυάγιο στην υπογραφή τής συλλογικής σύµβασης στην ξενοδοχειακή βιοµηχανία που υπεγράφη τελικά- µετά από πολύµηνες διαπραγµατεύσεις - αρχές ∆εκεµβρίου, τις κινητοποιήσεις στα δηµόσια νοσοκοµεία και τις προειδοποιήσεις για µέτρα στον τοµέα της παιδείας συνέθεσαν ένα εκρηκτικό κλίµα στις εργασιακές σχέσεις. Κλίµα το οποίο δεν αποκλείεται να οξυνθεί στο προσεχές µέλλον πριν την αποκλιµάκωση των εντάσεων, τουλάχιστον στον ιδιωτικό τοµέα, µε αφορµή πάλι το θέµα των συλλογικών συµβάσεων εργασίας, µέσω των οποίων επιβεβαιώνεται τα τελευταία χρόνια τόσο η εργατική ειρήνη και σταθερότητα στο εσωτερικό κλίµα, όσο και τα οφέλη του κοινωνικού διαλόγου και της τριµερούς συνεργασίας στο νησί, µεταξύ Κυβέρνησης, Συντεχνιών και Εργοδοτικών Οργανώσεων.

Οι κλαδικές και εταιρικές συμβάσεις

Σύµφωνα µε το Υπουργείο Εργασίας, οι συλλογικές συµβάσεις αποτελούν τον κυριότερο τρόπο, µέσω του οποίου καθορίζονται οι όροι εργοδότησης στην Κύπρο. Το Υπουργείο Εργασίας αναφέρει πως οι συµβάσεις είναι συνήθως διάρκειας δύο ετών, χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι δεν µπορεί να συµφωνηθεί µεταξύ των δύο πλευρών η ανανέωση συµβάσεων µε µικρότερη (πολύ σπάνιο) ή και µεγαλύτερη χρονική διάρκεια, αφού η διάρκεια ισχύος της σύµβασης είναι διαπραγµατεύσιµη. Οι συλλογικές συµβάσεις εργασίας που αποτελούν στην ουσία συµφωνίες κυρίων µεταξύ δύο µερών, των εργαζόµενων µέσω των συντεχνιών και των εργοδοτών, είναι τόσο επιχειρησιακές όσο και κλαδικές. Στη χώρα µας υπάρχουν και κλαδικές συµβάσεις και επιχειρησιακές, οι οποίες είναι σαφώς περισσότερες.

Όπως προκύπτει από πρόσφατα στοιχεία που δηµοσιοποίησε η ΠΕΟ, οι συντεχνίες της είχαν υπό την ευθύνη τους, το 2024, 380 συµβάσεις, που αποτείνονται σε 186.069 απασχολούµενους, στον ιδιωτικό, ηµιδηµόσιο και ευρύτερο δηµόσιο τοµέα, από το σύνολο των οποίων οι 75, είναι κλαδικές συµβάσεις, οι 279 εργοστασιακές και οι 26 ήταν ειδικές/άλλες συµβάσεις. Μέχρι και τα τέλη Οκτωβρίου, σύµφωνα µε τη συντεχνία, είχαν ανανεωθεί συνολικά 230 συλλογικές συµβάσεις, για τις οποίες προνοούνται αυξήσεις σε µισθούς και άλλα ωφελήµατα της τάξης του 2,5% κατά µέσο όρο (πέραν της ΑΤΑ). Το θέµα, όµως, των κλαδικών συλλογικών συµβάσεων ήταν αυτό που λίγο πριν τη λήξη της απεργίας στον τοµέα του σκυροδέµατος κυριάρχησε στη δηµόσια αντιπαράθεση και που οδήγησε στη διάλυση του Συνδέσµου Κατασκευαστών Έτοιµου Σκυροδέµατος, παρά το γεγονός ότι η προηγούµενη σύµβαση στον κλάδο ήταν κλαδική.

Νομοθετικές παρεμβάσεις για συμβάσεις

Στην ουσία, αυτό που ανέδειξε η διαφορά στον κλάδο ήταν η υποβόσκουσα εδώ και αρκετό καιρό ένταση µεταξύ Εργατικών και Εργοδοτικών Οργανώσεων για το βαθµό δεσµευτικότητας των συλλογικών συµβάσεων και κατά πόσο αυτές θα πρέπει να καλύπτουν το σύνολο των εργαζόµενων ενός κλάδου ή µόνο το οργανωµένο προσωπικό, αυτό που είναι δηλαδή ενταγµένο σε συντεχνίες.

Το θέµα πήρε τα τελευταία χρόνια έντονες διαστάσεις σε αρκετούς κλάδους, όπως για παράδειγµα στην ξενοδοχειακή βιοµηχανία, λόγω της αλλαγής της ισορροπίας δυνάµεων µεταξύ συντεχνιών και εργοδοτών που έφερε και η ένταξή µας στην Ε.Ε. και η επακόλουθη εισαγωγή ξένου εργατικού δυναµικού στο νησί από χώρες µέλη της Ένωσης.

Το άνοιγµα και της αγοράς εργασίας είχε ως αποτέλεσµα αρκετοί κοινοτικοί εργαζόµενοι, αλλά και Κύπριοι να εργοδοτούνται µε προσωπικά συµβόλαια, όχι κατ’ ανάγκη υποδεέστερα των όρων των συλλογικών συµβάσεων κάθε κλάδου, προκαλώντας «απώλειες» στις συντεχνίες αλλά και όπως υποστηρίζουν οι ίδιες και απορρύθµιση των εργασιακών σχέσεων.

Ενόψει των πιο πάνω, τα τελευταία χρόνια έγιναν πιο έντονες οι φωνές του συνδικαλιστικού κινήµατος για ρυθµίσεις, ακόµα και νοµοθετικές, για διασφάλιση εφαρµογής των συλλογικών συµβάσεων, οι οποίες εξάλλου είναι το αποτέλεσµα συλλογικών διαπραγµατεύσεων. Στο πλαίσιο αυτό και µε σειρά εργατικών διαφορών για ανανέωση των συλλογικών συµβάσεων να φτάνουν σε επίπεδο Υπουργού Εργασίας για µεσολάβηση, υπήρξαν νοµοθετικές ρυθµίσεις, όπως στην περίπτωση της οικοδοµικής βιοµηχανίας, όπου το 2019 στο πλαίσιο της ανανέωσης της συλλογικής σύµβασης µε την παρέµβαση και της µ. Ζέτας Αιµιλιανίδου συµφωνήθηκε και τέθηκε σε ισχύ την επόµενη χρονιά νόµος που κατοχύρωνε νοµοθετικά βασικούς όρους εργασίας στον κλάδο, περί Εργοδοτουµένων στην Οικοδοµική Βιοµηχανία (Βασικοί Όροι Υπηρεσίας) Νόµος του 2020.

Τότε σε σχετική του ανακοίνωση το Υπουργείο Εργασίας ανέφερε µεταξύ άλλων πως «ο Νόµος θεωρείται σταθµός στην ιστορία της Οικοδοµικής Βιοµηχανίας της Κύπρου, καθώς καθορίζει νοµοθετικά συγκεκριµένες πρόνοιες που απορρέουν από τη Συλλογική Σύµβαση του Κλάδου της Οικοδοµικής Βιοµηχανίας, όπως οι ώρες εργασίας, υπερωρίες, γιορτές/αργίες, ταµείο προνοίας και φιλοδώρηµα». Νοµοθετικές παρεµβάσεις υπήρξαν και στο πλαίσιο της ανανέωσης των συλλογικών συµβάσεων στην ξενοδοχειακή βιοµηχανία το 2019 όπου υπήρξε κατοχύρωση µίνιµουµ µισθών στον κλάδο µέσω Υπουργικού ∆ιατάγµατος, ενώ νοµοθετικές ρυθµίσεις που θα εισαχθούν µέσω υφιστάµενων κανονισµών που εφαρµόζονται στον κλάδο συµφωνήθηκαν και στο πλαίσιο της τελευταίας συµφωνίας για τη σύµβαση στην ξενοδοχειακή βιοµηχανία, που υπεγράφη προ ολίγων ηµερών στο Υπουργείο Εργασίας. Κι αυτό γιατί βάσει της µεσολαβητικής πρότασης που κατέθεσε για ανανέωση της σύµβασης στην ξενοδοχειακή βιοµηχανία ο Υπουργός Εργασίας θα αναθεωρηθούν εκ νέου οι ισχύοντες κανονισµοί για κατοχύρωση νοµοθετικά της καταβολής του 13ου µισθού για το σύνολο των εργαζόµενων στην ξενοδοχειακή βιοµηχανία.

Με «οδηγό» την Ευρωπαϊκή Οδηγία

Παρά την αντίθεση της εργοδοτικής πλευράς στην περαιτέρω νοµοθετική ρύθµιση της εργασίας µε το επιχείρηµα ότι αυτό ενδέχεται εν τέλει να οδηγήσει σε αλλαγές του υφιστάµενου εργασιακού συστήµατος, το οποίο προσφέρει ευελιξία για αντιµετώπιση έκτακτων καταστάσεων και κρίσεων, όλα δείχνουν πως η προσπάθεια των συντεχνιών για ρυθµίσεις, τουλάχιστον όσον αφορά την κατοχύρωση των συλλογικών συµβάσεων αναµένεται να συνεχιστεί. Αναµένεται, µάλιστα η προσπάθεια αυτή να ενταθεί εξ αφορµής και των διαδικασιών που έχουν αρχίσει και στη χώρα µας για υιοθέτηση της Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 2022, για επαρκείς κατώτατους µισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Οι συντεχνίες θεωρούν πως η συγκεκριµένη οδηγία αποτελεί στην ουσία σύµµαχο των διεκδικήσεών τους για διασφάλιση της εφαρµογής των συλλογικών συµβάσεων, αλλά και για αύξηση των εργαζόµενων που καλύπτονται από συλλογικές συµβάσεις, ερµηνεύοντας όµως διαφορετικά από την εργοδοτική πλευρά πρόνοιες της οδηγίας.

Η οδηγία ζητά από τα κράτη µέλη σχέδιο δράσης σε περίπτωση που το ποσοστό κάλυψης των εργαζόµενων από συµβάσεις είναι µικρότερο του 80% όπως και στην Κύπρο, καθώς το ποσοστό αυτό σύµφωνα µε κάποιες εκτιµήσεις περιορίζεται γύρω στο 50%, περιλαµβανοµένων όµως και των εργαζόµενων του δηµοσίου τοµέα. Σύµφωνα µε πληροφόρηση του Economy Today, στο πλαίσιο των διαπραγµατεύσεων, που ήδη άρχισαν µεταξύ του Υπουργείου Εργασίας και των κοινωνικών εταίρων, διαφάνηκε η απόσταση που χωρίζει συντεχνίες και εργοδότες για το ζήτηµα, καθώς το συνδικαλιστικό κίνηµα ερµηνεύει πως η οδηγία συστήνει δράσεις για επέκταση των συµβάσεων, ώστε να καλύπτουν το 80% των εργαζόµενων και µε την εργοδοτική πλευρά να υποστηρίζει πως αυτό που προτείνεται είναι να καλύπτεται από συλλογικές διαπραγµατεύσεις του 80% των εργαζόµενων, χωρίς απαραίτητα η διαβούλευση να οδηγεί σε σύµβαση και υπογραφή συµφωνίας. Με κάποιες φωνές στην εργοδοτική πλευρά να υποστηρίζουν µάλιστα πως η συλλογική διαπραγµάτευση στη χώρα, στο πλαίσιο του υφιστάµενου πλαισίου που διεξάγεται ο κοινωνικός διάλογος µέσω του Εργατικού Συµβουλευτικού Σώµατος για παράδειγµα, αγγίζει ήδη τα ποσοστά που ζητά η οδηγία.

Στο πλαίσιο αυτό, αλλά και µε αφορµή τα όσα εκτυλίχθηκαν πρόσφατα στα εργασιακά, τις εκατέρωθεν θέσεις των δύο πλευρών για την οδηγία της Ε.Ε. αλλά και το γεγονός ότι µέσω δικαστηρίων φαίνεται να κατοχυρώθηκε πως τα προσωπικά συµβόλαια υπερισχύουν των συλλογικών συµβάσεων, όλα δείχνουν πως ο κοινωνικός διάλογος για τις εργασιακές σχέσεις και το 2025 θα είναι τουλάχιστον εκρηκτικός. Ειδικότερα στο πλαίσιο των διαπραγµατεύσεων για ανανεώσεις συλλογικών συµβάσεων µε το κλίµα να µυρίζει ήδη µπαρούτι. Χωρίς, όµως να αποκλείεται η τριµερής συνεργασία, που για χρόνια χαρακτηρίζει το σύστηµα εργασιακών σχέσεων να οδηγήσει ξανά όπως και στη διάρκεια της οικονοµικής κρίσης, µα και της πανδηµίας στις απαιτούµενες συγκλήσεις για διασφάλιση της εργατικής ειρήνης και αποφυγή περαιτέρω κινδύνων και στην οικονοµία.

Η μόνη νομοθετική ρύθμιση που επιθυμούν οι εργοδότες

Παρά την αντίθεση των εργοδοτικών Οργανώσεων σε περαιτέρω νοµοθετικές ρυθµίσεις όσον αφορά τις συλλογικές συµβάσεις, ΚΕΒΕ και ΟΕΒ δεν έχουν την ίδια άποψη όσον αφορά ρυθµίσεις για µια άλλη συµφωνία. Τη Συµφωνία για τη ∆ιαδικασία Επίλυσης Εργατικών ∆ιαφορών στις Ουσιώδεις Υπηρεσίες που αµφότερες οι Οργανώσεις θέλουν να γίνει νόµος. Το αίτηµα αυτό επαναλήφθηκε µε αφορµή την πρόσφατη 48ωρη απεργία στα δηµόσια νοσοκοµεία και µε δεδοµένο ότι εργατικά µέτωπα και προειδοποιήσεις συνεχίζουν να υπάρχουν και στο δηµόσιο. Και αναµένεται να επανέλθει στην επικαιρότητα, καθώς µε αφορµή την ίδια απεργία και η Πρόεδρος της Βουλής και Πρόεδρος του ∆ΗΣΥ Αννίτα ∆ηµητρίου εξήγγειλε πως στον ∆ΗΣΥ διαµορφώνεται ένα ολοκληρωµένο σχέδιο σε σχέση µε την Εφαρµογή Ελαχίστων Επιπέδων Λειτουργίας Ουσιωδών Υπηρεσιών, το οποίο θα κατευθύνει τη δράση µας τους επόµενους µήνες. Στόχος, είπε θα είναι η θεσµοθέτηση ελάχιστων επιπέδων λειτουργίας σε ουσιώδεις υπηρεσίες, εν µέσω απεργιακών κινητοποιήσεων συµπληρώνοντας σε δήλωσή της πως «αυτό µπορεί να γίνει µε την επέκταση και πρακτική εφαρµογή της υφιστάµενης Συµφωνίας για τη ∆ιαδικασία Επίλυσης Εργατικών ∆ιαφορών σε Ουσιώδεις Υπηρεσίες για να καλύπτει όλους τους εµπλεκόµενους». Με την ίδια να τονίζει πως «η πλειονότητα των αναπτυγµένων χωρών έχουν σχετική νοµοθεσία που διέπει αυτό το σοβαρό ζήτηµα». «Μπορούµε, µέσα από τον δηµόσιο διάλογο και τη διαβούλευση να κατοχυρώσουµε µε ισορροπηµένο και θεσµοθετηµένο τρόπο τόσο τα δικαιώµατα των εργαζόµενων όσο και τη δηµόσια ασφάλεια και υγεία», είπε.

Σύµφωνα µε το Τµήµα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας, η Συµφωνία για την Επίλυση Εργατικών ∆ιαφορών σε Ουσιώδεις Υπηρεσίες τέθηκε σε εφαρµογή στις 16 Μαρτίου 2004 και συµπληρώνει τον Κώδικα Βιοµηχανικών Σχέσεων, για αυτό και συνάδει απόλυτα µε τον εθελοντικό χαρακτήρα του συστήµατος εργασιακών σχέσεων που εφαρµόζεται στην Κύπρο. Η Συµφωνία που υπογράφηκε από τους κοινωνικούς εταίρους και το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Για σκοπούς οµοιόµορφης ρύθµισης της επίλυσης εργατικών διαφορών σε ουσιώδεις υπηρεσίες και στον δηµόσιο τοµέα, στις 2 Νοεµβρίου 2005 µε σχετική Απόφαση του Υπουργικού Συµβουλίου, η Συµφωνία για τη ∆ιαδικασία Επίλυσης Εργατικών ∆ιαφορών επεκτάθηκε και στον δηµόσιο τοµέα. Με βάση τη συµφωνία, ως ουσιώδεις καθορίζονται οι υπηρεσίες, η διακοπή των οποίων θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή, την προσωπική ασφάλεια ή υγεία του συνόλου ή µέρους του πληθυσµού. Στη συµφωνία υπάρχουν συγκεκριµένες υπηρεσίες οι οποίες ορίζονται ως «Καθορισµένες Ουσιώδεις Υπηρεσίες» οι οποίες αφορούν έργα, εργασίες ή δραστηριότητες που είναι απαραίτητες για τα εξής:

· Την εξασφάλιση συνεχούς παροχής ηλεκτρικού ρεύµατος.

· Την εξασφάλιση υδατοπροµήθειας για σκοπούς ύδρευσης.

· Την εξασφάλιση λειτουργίας τηλεπικοινωνιών.

· Την ασφαλή λειτουργία των αεροµεταφορών και τον έλεγχο της εναέριας κυκλοφορίας.

· Τη λειτουργία των νοσοκοµείων.

· Τη λειτουργία των φυλακών.

· Την επιδιόρθωση ή συντήρηση του εξοπλισµού και των ηλεκτροµηχανολογικών εγκαταστάσεων της Εθνικής Φρουράς και της Αστυνοµίας, περιλαµβανοµένης και της Πυροσβεστικής.

· Την ασφαλή λειτουργία της λιµενικής κίνησης.

Διαβάστε επίσης: Αλλάζει το σκηνικό στις μεταφορές χρημάτων

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ