Το κυπριακό μέλι εισβάλλει δυναμικά στην αγορά

Το Economy Today καταγράφει την δυναμική είσοδο του κυπριακού μελιού στην αγορά.

Της Έλενας Καλυφόματου

Το µέλι είναι αδιαµφισβήτητα µια µοναδική γλυκαντική ουσία µε µεγάλη θρεπτική αξία. Στη µυθολογία αναφέρεται ως η τροφή των Ολύµπιων θεών και γι’ αυτό οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν δώρο. Αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού τα οφέλη του για την υγεία µας είναι τόσα, που µέσα στους αιώνες διατήρησε κυρίαρχη θέση ανάµεσα στις τροφές. 

Το µέλλον για το κυπριακό µέλι, σύµφωνα µε όλες τις ενδείξεις, προµηνύεται ευοίωνο, µε την ποιότητά του να αποτελεί τον βασικό σύµµαχο στην προσπάθεια προώθησής του. Πρόκειται για µια βιοτεχνία που τα τελευταία χρόνια ανθίζει και κατακλύζει την κυπριακή αγορά µε τα προϊόντα της. Η αγάπη των ανθρώπων για τη µελισσοκοµία οδήγησε σε µια πετυχηµένη πορεία τα τελευταία χρόνια. Στο αφιέρωµα που ακολουθεί, o κ. Μάριος Κωνσταντίνου, πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσµου Μελισσοκόµων, µιλά στο Economy Today για τον κλάδο, κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στο σήµα πιστοποίησης που δηµιούργησαν τα οργανωµένα σύνολα των µελισσοκόµων. Επίσης, σκιαγραφείται η αγορά του κυπριακού µελιού και αναδεικνύονται οι προκλήσεις αλλά και οι στόχοι του κλάδου.

ΤΟ ΧΟΜΠΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ

Στην Κύπρο, σύµφωνα µε το µητρώο του Τµήµατος Γεωργίας, είναι εγγεγραµµένοι 676 µελισσοκόµοι. Η µελισσοκοµία χωρίζεται σε δύο µέρη. Το ένα µέρος είναι αυτοί που διατηρούν τα µελίσσια τους ως χόµπι, βοηθώντας παράλληλα το περιβάλλον. Το άλλο µέρος είναι αυτοί που ασχολούνται µε τις πωλήσεις, οι οποίοι σήµερα
δεν ξεπερνούν τα 180-200 άτοµα. 

Ενας µελισσοκόµος µπορεί να έχει ένα συγκεκριµένο αριθµό κυψελών, από τις οποίες παράγει συγκεκριµένη ποσότητα µελιού. Παραδείγµατος χάριν, κάποιος που έχει 100 κυψέλες µπορεί να βγάλει µέχρι δύο τόνους µέλι. Στη συνέχεια, ο ίδιος το συσκευάζει και το προωθεί στην αγορά. Πρόκειται ως επί το πλείστον για µικρές βιοτεχνίες, οι οποίες απασχολούν από ένα µέχρι τέσσερα άτοµα, αναλόγως των ποσοτήτων παραγωγής. 

ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΟΙ ΚΑΙΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Προκειµένου να ικανοποιήσει την εγχώρια καταναλωτική ανάγκη, η τοπική αγορά χρειάζεται να παράγει γύρω στους 800-900 τόνους, µε τη συγκεκριµένη ποσότητα προς το παρόν να αρκεί µόνο για τις ανάγκες της Κύπρου. Πιο συγκεκριµένα, η παραγωγή µελιού φτάνει τους 600-700 τόνους, κάτι που εξαρτάται σε µεγάλο βαθµό από τις καιρικές συνθήκες. Η έντονη βροχόπτωση έχει ως αποτέλεσµα µεγαλύτερη άνθιση λουλουδιών. Έτσι, όσο περισσότερο νέκταρ φθάσει στις κυψέλες, τόσο περισσότερο µέλι θα γίνει. Γι’ αυτό, «τα δύο τελευταία χρόνια που είχαµε έντονη βροχόπτωση στην Κύπρο, φτάσαµε το µέγιστο επίπεδο, δηλαδή γύρω στους 700 τόνους µέλι», αναφέρει ο κ. Μάριος Κωνσταντίνου, Πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσµου Μελισσοκόµων.

ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ Η Ε.Ε. ∆ΙΠΛΑ ΣΤΟΥΣ ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΥΣ

Το κράτος επιδοτεί τον µελισσοκόµο για να έχει µέλισσες, διότι κάνει καλό στο περιβάλλον µέσω της επικονίασης. Εντούτοις, δεν γίνεται κάποια ενέργεια για την πώληση του µελιού ως κυπριακού προϊόντος. Υπάρχουν επίσης σχέδια από τον ΚΟΑΠ (Κυπριακός Οργανισµός Αγροτικών Πληρωµών), τα οποία αναφέρονται στη διαχείριση µελισσοσµηνών µε σκοπό τη διατήρηση αρµονικής συνύπαρξης µε εντοµοφάγα πτηνά. «Όσες φορές ζητήσαµε βοήθεια από το κράτος για τη µελισσοκοµία, πάντοτε ήταν δίπλα µας», συµπληρώνει ο κ. Κωνσταντίνου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την άλλη, επιχορηγεί το κράτος µε περιβαλλοντικά σχέδια, τα οποία φτάνουν στους µελισσοκόµους έτσι ώστε να διατηρούν κυψέλες, όπως επίσης και για να τις αντικαθιστούν µε καινούργιες. 

100% ΠΟΙΟΤΙΚΟ ΜΕΛΙ

Αν και οι µελισσοκόµοι δεν έχουν σκοπό να «κυνηγήσουν» νέες αγορές, διότι η παραγωγή µελιού είναι πιο χαµηλή από τις ανάγκες που έχει η χώρα µας, «το µόνο που ζητούµε από το κράτος είναι να τηρεί αυστηρά τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιο συγκεκριµένα, στο εισαγόµενο µέλι να ελέγχεται η επικινδυνότητά του. Να µην εισάγει η Κύπρος µέλι τρίτης κατηγορίας, που η τιµή του είναι πολύ πιο χαµηλή, όµως δεν έχει καµία σχέση µε το κυπριακό µέλι σε θέµα ποιότητας», αναφέρει ο κ. Κωνσταντίνου. Ο µελισσοκόµος το µόνο που απαιτείται να κάνει είναι να ακολουθήσει σωστά τη διαδικασία, από την κυψέλη µέχρι την τοποθέτηση του µελιού στο µπουκάλι. Μπορεί να είναι αυστηροί οι κανόνες, δεν είναι όµως δύσκολοι, προκειµένου να διατηρηθεί η ποιότητα. «Ο καταναλωτής πρέπει να αντιλαµβάνεται ότι η τιµή στην οποία αγοράζει το µέλι είναι σε άµεση συνάρτηση µε την ποιότητα, η οποία πρέπει να είναι υψηλή, γι’ αυτό και το κυπριακό µέλι κοστίζει περισσότερο από τα εισαγόµενα». Καταλήγει πως «χωρίς ετικέτα, το µέλι είναι αµφιβόλου προέλευσης και ποιότητας. Προσπαθούµε να πείσουµε τον κόσµο να µην το αγοράζει για κατανάλωση, αφού δεν γνωρίζουµε τι έχει µέσα και υπό ποιες συνθήκες έφτασε στα χέρια του. Πρέπει να εµπιστευτεί το κυπριακό µέλι. ∆εν έχουµε κάτι άλλο για να ανταγωνιστούµε τα προϊόντα που έρχονται από το εξωτερικό µε πολύ χαµηλή τιµή, πέρα από την ποιότητα που παρέχουµε στον καταναλωτή».

ΣΗΜΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΜΕΛΙΟΥ

Εξαιτίας του γεγονότος ότι η τοπική παραγωγή δεν καλύπτει όλες τις ανάγκες της αγοράς, η Κύπρος εισάγει µέλι. «Κάποια από τα εισαγόµενα µέλια είναι αµφιβόλου προέλευσης, µε πολύ χαµηλή τιµή. Για παράδειγµα, µπορεί να γράφει ότι είναι ελληνικό αλλά να είναι “παντρεµένο” στην Ελλάδα, ή ότι είναι βουλγάρικο αλλά στην ουσία να είναι κινέζικο και να είναι “παντρεµένο” στη Βουλγαρία. Μπορεί να είναι οτιδήποτε», υπογραµµίζει ο κ. Κωνσταντίνου.

Γι’ αυτό τον λόγο, οι δύο σύνδεσµοι, ο Παγκύπριος Σύνδεσµος Μελισσοκόµων και η Παγκύπρια Κίνηση Επαγγελµατιών Μελισσοκόµων, δηµιούργησαν ένα σήµα, το οποίο παρέχουν στα µέλη τους, και αυτά το τοποθετούν στις ετικέτες τους. Με αυτό τον τρόπο εγγυώνται ότι τα µέλη τους παράγουν µέλι κάτω από τις σωστές µελισσοκοµικές πρακτικές. ∆ηλαδή, όπως παίρνουν το µέλι από τις κηρήθρες, το βάζουν κατευθείαν µέσα στο µπουκάλι, χωρίς καµία επεξεργασία. 
Για την παραχώρηση του σήµατος, γίνεται έλεγχος από τους συνδέσµους και από το Κέντρο Μελισσοκοµίας, µε τη βοήθεια του Κρατικού Χηµείου, για το εάν οι πρακτικές έγιναν σύµφωνα µε τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
«Βέβαια, αν κάποιος δεν έχει το σήµα, δεν σηµαίνει ότι το µέλι του δεν είναι κυπριακό, αλλά επειδή δεν είναι µέλος στους συνδέσµους, δεν µπορούµε να εγγυηθούµε ότι ακολουθεί σωστά τις µελισσοκοµικές πρακτικές», εξηγεί ο κ. Κωνσταντίνου.
Το κυπριακό µέλι, όµως, µπορεί να ξεχωρίσει από τα εισαγόµενα, αφού υπάρχει δυνατότητα ταυτοποίησής του. Κι αυτό, επειδή προέρχεται αποκλειστικά από νέκταρ κυπριακών λουλουδιών, κάτι που διασφαλίζεται από τους αυστηρούς ελέγχους αυθεντικότητας που διενεργεί το Κρατικό Χηµείο µε τη µέθοδο καθορισµού γεωγραφικής προέλευσης. 

ΨΗΦΟΣ  ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΜΕΛΙ

«Έχουµε αναδείξει την ποιότητα του κυπριακού µελιού, αφού όσες φορές συµµετείχε σε διεθνείς διαγωνισµούς, απέσπασε πολύ σηµαντικές διακρίσεις άριστης ποιότητας. Πριν από δύο µήνες, στο Μόντρεαλ, ψήφισαν 126 χώρες το κυπριακό µέλι µε το χρυσό βραβείο ποιότητας. Στο Λονδίνο πάλι, πριν από λίγα χρόνια, είχαν διαγωνιστεί τέσσερα κυπριακά µέλια και όλα είχαν κατακτήσει βραβείο», επισηµαίνει ο κ. Κωνσταντίνου.
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ