«Θα το κάνει, δεν θα το κάνει», είναι η σκέψη στο μυαλό των επενδυτών, καθώς όλοι πλέον παρακολουθούν τις απειλές και τις ανακοινώσεις του Donald Trump για την επιβολή δασμών σε βάρος συμμάχων και αντιπάλων των ΗΠΑ. Παρά το δράμα και τα «μπρος-πίσω» του «Tariff Man», η Morgan Stanley τονίζει ότι η μεγάλη εικόνα δεν έχει αλλάξει: Οι δασμοί στην Κίνα και σε βασικά προϊόντα της Ευρώπης θα αυξηθούν σταδιακά, καθώς η αμερικανική πολιτική εστιάζει στην ασφάλεια της εφοδιαστικής αλυσίδας και τη μείωση των εμπορικών ελλειμμάτων.
Αυτό που πρέπει να καταλάβουν οι επενδυτές, σύμφωνα με ανάλυση του οίκου, είναι ότι η απειλή των δασμών θα παραμείνει ένα εργαλείο της αμερικανικής πολιτικής. «Για να το πούμε απλά, οι δασμοί είναι διαπραγματευτικά χαρτιά, όχι στόχος πολιτικής», τονίζει η Morgan Stanley.
Η σημερινή κυβέρνηση των ΗΠΑ χρησιμοποιεί τους δασμούς για να επιτύχει τους στόχους της εμπορικής πολιτικής του «America First», δηλαδή να μειώσει τα εμπορικά ελλείμματα στα αγαθά και να προστατεύσει την εθνική ασφάλεια και το παγκόσμιο οικονομικό πλεονέκτημα των ΗΠΑ, καλλιεργώντας κρίσιμες τεχνολογίες και διασφαλίζοντας τις ευαίσθητες εφοδιαστικές αλυσίδες.
Ψηφοφόροι και εκλεγμένοι αξιωματούχοι μπορεί να συζητούν –και κάποιοι να διαφωνούν- για το εάν οι δασμοί είναι το σωστό εργαλείο, αλλά οι δημοσκοπήσεις και οι διακομματικές κινήσεις πολιτικής δείχνουν ότι η στήριξη προς αυτούς τους σκοπούς είναι καθολική, εδώ και καιρό.
«Ως εκ τούτου, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η κυβέρνηση Trump εξετάζει, αναπτύσσει και εφαρμόζει δασμολογικές αρχές σε μια σειρά από περιοχές και προϊόντα για να επιτύχει αυτούς τους στόχους», τονίζουν οι αναλυτές της Morgan Stanley.
Η πολιτική αυτή, προσθέτουν, οδηγεί σε μια από τις τέσσερις βασικές επενδυτικές τάσεις που περιμένει ο οίκος για το 2025: Την «επανακαλωδίωση» του παγκόσμιου εμπορίου για έναν πολυπολικό κόσμο.
Οι δασμοί, οι περιορισμοί στις εξαγωγές αλλά και τις επενδύσεις είναι μέρος μιας εργαλειοθήκης πολιτικών που έχει επεκταθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Όλες αυτές οι τακτικές δημιουργούν νέα κόστη για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε προϊόντα και σε περιοχές που θεωρούνται ανεπιθύμητες για λόγους εθνικής και οικονομικής ασφάλειας.
«Πρόκειται για μια μεγάλη στροφή από την εποχή της παγκοσμιοποίησης, όταν οι επιχειρήσεις μείωναν τα έξοδα αναζητώντας χαμηλότερου κόστους εργασία και πρώτες ύλες στο εξωτερικό», εξηγεί ο οίκος.
Και εκτιμά ότι η μετάβαση αυτή θα χρειαστεί πολλά χρόνια, κάτι που θα δημιουργήσει προκλήσεις για κάποιους και σημαντικές ευκαιρίες για άλλους.
Τι σημαίνει για τους επενδυτές
Σύμφωνα με τη Morgan Stanley, οι επενδυτές θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους τις νέες πιέσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι επιχειρήσεις έχουν επενδύσει τα τελευταία χρόνια στην αναδρομολόγηση των εφοδιαστικών αλυσίδων, για να αποφύγουν την αύξηση του κόστους του εμπορίου και της συμμόρφωσης. Όμως, μένει ακόμα πολλή δουλειά να γίνει.
Ο οίκος προβλέπει δυσκολίες για κλάδους όπως αυτός του hardware υπολογιστών, των αυτοκινήτων και κάποιων καταναλωτικών προϊόντων. Αντίθετα, θα ωφεληθεί ο αμερικανικός βιομηχανικός τομέας, ο οποίος θα παίξει κρίσιμο ρόλο στη διευκόλυνση των επενδύσεων που χρειάζονται οι επιχειρήσεις για να προσαρμοστούν.
Πηγή: moneyreview.gr
Διαβάστε επίσης: Κομισιόν: Δεν έχουμε καμία επίσημη ενημέρωση για δασμούς από τις ΗΠΑ