Αγώνας για εργατικά χέρια: Οι κυπριακές επιχειρήσεις απέναντι στην έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού

Παρά την πτώση της ανεργίας και την αύξηση των ξένων εργαζόμενων, η Κύπρος αντιμετωπίζει δομική έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού. Τι λένε ΟΕΒ και ΚΕΒΕ για τα αίτια, τους κλάδους που «πονούν» και τις λύσεις που προτείνουν.

Του Αδάμου Αδάμου

Η πανδημία του κορωνοϊού έλαβε τέλος εδώ και καιρό, αλλά όχι το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού που για κάποιους η πανδημία ενέτεινε και για άλλους ανέδειξε.

Η έλλειψη εργατικών χεριών συνεχίζει να αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις των κυπριακών επιχειρήσεων και της κυπριακής οικονομίας, όπως επιβεβαιώνουν στο Economy Today εκπρόσωποι των Εργοδοτικών Οργανώσεων της ΟΕΒ και του ΚΕΒΕ. Κι αυτό παρά τη σημαντική ροή εργατικών χεριών και από το εξωτερικό, που επιστρατεύονται για κάλυψη των αυξημένων αναγκών της οικονομίας για τις οποίες δεν αρκεί το ντόπιο εργατικό δυναμικό.

Οι ξένοι εργαζόμενοι το 2005 αποτελούσαν μόλις το 23% των ενεργά ασφαλισμένων στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και πλέον αποτελούν το 40%, με το ποσοστό των Ελληνοκυπρίων ασφαλισμένων από το 76% να περιορίζεται στο 60%.

Η μεγέθυνση των ασφαλισμένων στο ΤΚΑ και κατ’ επέκταση των νόμιμων απασχολούμενων για κάλυψη των αναγκών της οικονομίας, φαίνεται και στους απόλυτους αριθμούς των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΥΚΑ).

Το σύνολο των ενεργά ασφαλισμένων το 2005 ανερχόταν στις 375.848 άτομα εκ των οποίων οι 64.165 από τρίτες χώρες και οι 21.933 κοινοτικοί και βάσει των τελευταίων στοιχείων των ΥΚΑ, για το 2023, οι ενεργά ασφαλισμένοι ανήλθαν στις 580.023. Εκ των οποίων οι 99.372 κοινοτικοί και οι 132.196 αλλοδαποί από τρίτες χώρες.

Παρόλα αυτά το πρόβλημα της «λειψανδρίας» στην αγορά εργασίας παραμένει κι αυτό παρά και τη σημαντική μείωση της ανεργίας, που το τελευταίο διάστημα βρίσκεται κάτω από το 5% και κινείται πτωτικά (στο 4,3% βάσει της τελευταίας έρευνας εργατικού δυναμικού της Στατιστικής Υπηρεσίας (δεύτερο τρίμηνο) και στο 5,1% σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, με αναφορά στον (Αύγουστο).

Τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό καταγράφει με άλλους αριθμούς ξανά η Στατιστική Υπηρεσία, δημοσιεύοντας ανά τρίμηνο τις κενές θέσεις εργασίας οι οποίες το δεύτερο τρίμηνο ανήλθαν βάσει των στοιχείων της σε 16.053, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 2.275 θέσεις (16,5%) σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους που ήταν 13.778. Αύξηση 2.529 θέσεων (18,7%) παρουσιάζεται στον αριθμό κενών θέσεων εργασίας και σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2025.

 

 

Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις

Πέραν των αριθμών, το πρόβλημα της έλλειψης του ανθρώπινου δυναμικού επιβεβαιώνουν και οι άμεσα εμπλεκόμενοι, ήτοι οι εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου.

«Η έλλειψη εργατικού δυναμικού εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τις κυπριακές επιχειρήσεις και την οικονομία συνολικά και μάλιστα με πιο έντονο τρόπο και πιο σύνθετα χαρακτηριστικά από ό,τι πριν. Τα ποσοστά ανεργίας βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, ενώ ταυτόχρονα οι κενές θέσεις εργασίας αυξάνονται διαρκώς, γεγονός που αποτυπώνει ένα ιδιαίτερα απαιτητικό περιβάλλον στην αγορά εργασίας. Οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν τα κατάλληλα άτομα με τις κατάλληλες δεξιότητες, όταν τα χρειάζονται και αυτό επηρεάζει άμεσα την παραγωγικότητα, την ικανότητά τους να αναπτυχθούν και να υλοποιήσουν τους επιχειρηματικούς και επενδυτικούς τους σχεδιασμούς» ανέφερε στο Economy Today o Γιώργος Χατζηκαλλής, ανώτερος λειτουργός του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων και Κοινωνικής Πολιτικής της ΟΕΒ, κληθείς να απαντήσει κατά πόσο η εξεύρεση προσωπικού συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση για τις επιχειρήσεις.

«Αναμφίβολα ναι — και μάλιστα σε διαρθρωτικό, όχι συγκυριακό επίπεδο», απαντά σχετικά ο Ανδρέας Αλέξη, λειτουργός του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Κοινωνικής Πολιτικής και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού του ΚΕΒΕ. Όπως σημειώνει, η κυπριακή αγορά εργασίας βρίσκεται σήμερα σε στάδιο πλήρους απασχόλησης, με ποσοστό ανεργίας κάτω του 5%, ενώ η συμμετοχή του πληθυσμού στην αγορά εργασίας παραμένει σχετικά χαμηλή (73,5% το 2024 έναντι 80% του ευρωπαϊκού μέσου όρου).

Για τον κ. Αλέξη, το έλλειμμα δεν οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες, αλλά σε δημογραφική συρρίκνωση, γήρανση του ενεργού πληθυσμού και αντιστοίχιση δεξιοτήτων που δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της νέας παραγωγικής δομής. Η Κύπρος, όπως πολλές μικρές ανοικτές οικονομίες, εξαρτάται από το εξωτερικό ανθρώπινο κεφάλαιο για να διατηρήσει το επίπεδο ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητάς της.

«Τα τελευταία στοιχεία του Τμήματος Μετανάστευσης (Ιούνιος 2025) καταγράφουν 169.844 ενεργές άδειες διαμονής πολιτών τρίτων χωρών, εκ των οποίων το 44,9% αφορά εργαζόμενους. Το εύρος αυτό δείχνει πως οι ξένοι εργαζόμενοι έχουν μετατραπεί από ‘’συμπληρωματικό’’ σε αναγκαίο πυλώνα της αγοράς εργασίας», σημειώνει.

Ποιοι κλάδοι «υποφέρουν» λιγότερο και ποιοι περισσότερο

ΚΕΒΕ και ΟΕΒ εκτιμούν πως το πρόβλημα της έλλειψης εργατικού προσωπικού είναι μάλλον γενικό, εντούτοις από τις απαντήσεις του προκύπτει ότι κάποιοι κλάδοι και τομείς υποφέρουν περισσότερο.

«Οι ελλείψεις δεν έχουν την ίδια ένταση σε όλους τους κλάδους, ωστόσο επηρεάζουν το σύνολο της οικονομίας. Οι μεγαλύτερες ανάγκες καταγράφονται σε τομείς όπως ο Τουρισμός και η Εστίαση, οι Κατασκευές, η Υγεία, οι Μεταφορές και οι Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών. Ωστόσο, σημαντικές δυσκολίες εντοπίζονται και σε επαγγέλματα υποστηρικτικού χαρακτήρα και σε άλλους παραγωγικούς τομείς. Η εν λόγω πρόκληση αφορά το σύνολο της οικονομίας, ανεξαρτήτως τομέα ή κλάδου και επηρεάζει μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις», αναφέρει ο κ. Χατζηκαλλής.

Από πλευράς του ο κ. Αλέξη σημειώνει τα εξής για το κατά πόσο αφορά το σύνολο της οικονομίας ή μόνο συγκεκριμένους κλάδους:

«Πρόκειται για διατομεακό και πολυεπίπεδο φαινόμενο. Οι ελλείψεις δεν αφορούν μόνο εποχικές ή ανειδίκευτες θέσεις, αλλά επεκτείνονται σε κρίσιμα τμήματα της παραγωγικής αλυσίδας:

· Τουρισμός και Εστίαση: 59% και 55% αλλοδαποί αντίστοιχα.

· Κατασκευές: 47% αλλοδαποί.

· Μεταποίηση: περίπου 40%.

· Οικιακή Εργασία: σχεδόν 100%.

Αυτοί οι αριθμοί καταδεικνύουν ότι η κυπριακή οικονομία λειτουργεί με υψηλό βαθμό εξάρτησης από αλλοδαπό εργατικό δυναμικό. Πρόκειται για κοινό γνώρισμα των μικρών ευρωπαϊκών οικονομιών (π.χ. Μάλτα, Λουξεμβούργο), όπου η πλήρης απασχόληση και ο περιορισμένος εσωτερικός πληθυσμός οδηγούν αναπόφευκτα σε μεταναστευτική υποκατάσταση. Συνεπώς, καταλήγει, το πρόβλημα δεν είναι μόνο «ανεύρεσης», αλλά ανισορροπίας μεταξύ διαθέσιμων δεξιοτήτων και ζητούμενων ειδικοτήτων, ένα ζήτημα που απαιτεί πολιτική συνοχής, όχι αποσπασματικές λύσεις.

Από καθαριστές μέχρι AI developers

Τα κενά που υπάρχουν δεν αφορούν μόνο εξειδικευμένο δυναμικό, αλλά και επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης. «Το φαινόμενο είναι πολυεπίπεδο. Η μεγαλύτερη πίεση εντοπίζεται σε επαγγέλματα μεσαίας και χαμηλής εξειδίκευσης, όπως βοηθοί κουζίνας, εργάτες, καθαριστές, οδηγοί, γεωργικοί εργάτες και φροντιστές. Αυτά τα επαγγέλματα, που συχνά χαρακτηρίζονται από χαμηλή κοινωνική ελκυστικότητα, παραμένουν αδήλωτα από Κύπριους υποψηφίους.

Ταυτόχρονα, όμως, η Κύπρος βιώνει και έλλειμμα υψηλής εξειδίκευσης — ειδικά σε τεχνολογικά και πράσινα επαγγέλματα (data analysts, engineers, AI developers). Αυτή η διττή κατάσταση οδηγεί σε διάβρωση της παραγωγικής πυραμίδας, όπου λείπουν τόσο οι “βάσεις” όσο και οι “κορυφές”. Το ΚΕΒΕ τονίζει ότι χρειάζεται μια νέα κουλτούρα επαγγελματικής κατάρτισης και τεχνικής εκπαίδευσης, με σύνδεση των προγραμμάτων σπουδών με τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς και ενεργό εμπλοκή του στη διαδικασία», ανέφερε ο κ. Αλέξη του ΚΕΒΕ.

Για την ΟΕΒ, «οι ελλείψεις αφορούν τόσο υψηλής όσο και μεσαίας ή χαμηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίας», σημειώνει ο κ. Χατζηκαλλής. Όπως επισημαίνει, επικαλούμενος την ανάλυση του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), «η κυπριακή αγορά εργασίας παράγει μεγάλο αριθμό αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η ζήτηση είναι αυξημένη για τεχνικά και επαγγέλματα πρακτικής εξειδίκευσης, καθώς και για χειριστές και προσωπικό υπηρεσιών. Αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης δημιουργεί δομικά κενά στην αγορά εργασίας, τα οποία απαιτούν στοχευμένες και μακροπρόθεσμες παρεμβάσεις. Η ενίσχυση της τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αντιμετώπιση του προβλήματος».

Ζητείται κι άλλη ταχύτητα για ξένο προσωπικό

Την ίδια ώρα η στρατηγική για την απασχόληση ξένου προσωπικού μπορεί να αναθεωρήθηκε μόλις στις αρχές του χρόνου, προκαλώντας την αντίδραση των συντεχνιών, εντούτοις φαίνεται πως οι Εργοδοτικές Οργανώσεις βλέπουν περιθώρια περαιτέρω βελτίωσης της κατάστασης. Αυτό προκύπτει και πάλι από τα όσα μας μετέφεραν οι εκπρόσωποι της ΟΕΒ και του ΚΕΒΕ απαντώντας στο κατά πόσο βοήθησε η νέα στρατηγική για εργοδότηση ξένων στην αντιμετώπιση των ελλείψεων σε προσωπικό. Παραδεχόμενοι, όμως, πως έγιναν βήματα προς την ορθή κατεύθυνση.

«Η επικαιροποιημένη Στρατηγική Απασχόλησης Αλλοδαπών Εργαζόμενων του Φεβρουαρίου 2025, σε συνδυασμό με τη διεύρυνση των επαγγελμάτων στα οποία μπορούν να απασχοληθούν αλλοδαποί φοιτητές και αιτητές ασύλου, η Μονάδα Διευκόλυνσης Επιχειρήσεων (ΜΔΕ) και η εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Μπλε Κάρτας, συνέβαλαν ουσιαστικά στην αντιμετώπιση των ελλείψεων εργατικού δυναμικού, δημιουργώντας ένα πιο ευέλικτο και προσιτό πλαίσιο για την εργοδότηση υπηκόων τρίτων χωρών, χωρίς ωστόσο να επιλύουν το πρόβλημα.

Παραμένουν σημαντικά εμπόδια, όπως, οι ποσοτικοί περιορισμοί και η ελλιπής ψηφιοποίηση. Για να αξιοποιηθεί πλήρως το δυναμικό της στρατηγικής, απαιτείται μεγαλύτερη ταχύτητα, ευελιξία και σταθερότητα στις διαδικασίες, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να ανταποκρίνονται έγκαιρα στις πραγματικές τους ανάγκες.

Εξίσου σημαντικό είναι οι στρατηγικές αυτές να αξιολογούνται τακτικά και να επικαιροποιούνται, ώστε να συμβαδίζουν με τις συνεχώς μεταβαλλόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας και να διασφαλίζουν αποτελεσματική κάλυψη των ελλείψεων», δηλώνει ο ανώτερος λειτουργός του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων και Κοινωνικής Πολιτικής της ΟΕΒ, Γ. Χατζηκαλλής.

Περιθώρια βελτίωσης της στρατηγικής βλέπει και το ΚΕΒΕ, με τον Ανδρέα Αλέξη να καταγράφει και συγκεκριμένες εισηγήσεις. «Βοήθησε, αλλά υπάρχουν σημαντικά περιθώρια εξορθολογισμού. Η στρατηγική για εργοδότηση πολιτών τρίτων χωρών ήταν ένα θετικό βήμα, όμως παραμένει υπερβολικά γραφειοκρατική και άκαμπτη.

Το ΚΕΒΕ έχει υποβάλει συγκεκριμένες εισηγήσεις για την αναθεώρηση των Κριτηρίων Απασχόλησης, ώστε η πολιτική να είναι προσαρμοστική και τεκμηριωμένη:

· Αύξηση του επιτρεπόμενου αριθμού αλλοδαπών εργαζόμενων από 30% σε 50%, με δυνατότητα ανώτατου ποσοστού έως 75% στο σύνολο του προσωπικού, όταν αυτό τεκμηριώνεται από πραγματικές ανάγκες.

· Ειδική μέριμνα για τις απομακρυσμένες και ορεινές περιοχές, όπου η διαθεσιμότητα εγχώριου εργατικού δυναμικού είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη και όπου το ΚΕΒΕ εισηγείται ποσοστό μέχρι 75%.

· Αναθεώρηση του Πίνακα Α’ ώστε να καλύπτει κλάδους υψηλής εργασιακής έντασης, στους οποίους η έλλειψη προσωπικού είναι διαρθρωτική και όχι περιστασιακή, με ανώτατο ποσοστό 75–100% αναλόγως του κλάδου καθώς και επέκταση της λίστας επιτρεπόμενων επαγγελμάτων σε τομείς όπου οι ανάγκες είναι αποδεδειγμένα πιεστικές .

· Θεσμοθέτηση παράλληλης διαδικασίας αιτήματος για ξένο και εγχώριο εργαζόμενο, με στόχο τη διεκπεραίωση εντός δύο εβδομάδων (όχι 3-6 μηνών όπως σήμερα).

· Περαιτέρω αύξηση της δυνατότητας ενδοομιλικής μετακίνησης προσωπικού μεταξύ επιχειρήσεων του ίδιου Ομίλου, για κάλυψη εποχικών διαφορών ανά επαρχία».

 

 

Το ρίσκο των ξένων και οι μισθοί…

Η ΟΕΒ φαίνεται να εκτιμά πως τα χρήματα δεν είναι πανάκεια για αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος, τη στιγμή που το ΚΕΒΕ απορρίπτει κατηγορηματικά την προτίμηση, όπως υποστηρίζεται από κάποιους, των επιχειρήσεων σε ξένο φτηνό εργατικό δυναμικό. Τόσο ο κ. Χατζηκαλλής όσο και ο κ. Αλέξη κλήθηκαν να σχολιάζουν τις θέσεις που ακούγονται ότι ουσιαστικά ο λόγος που οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν προσωπικό είναι γιατί εθίστηκαν σε φτηνό εργατικό δυναμικό και πως το πρόβλημα προκύπτει από τους χαμηλούς μισθούς.

«Πρόκειται για οικονομικό μύθο που δεν εδράζεται σε πραγματικά στοιχεία. Η εργασία των υπηκόων τρίτων χωρών υποκαθιστά την εγχώρια αγορά, τη συμπληρώνει και τη συντηρεί και γι’ αυτό οι εργαζόμενοι από τρίτες χώρες αμείβονται συγκρίσιμα, γεγονός το οποίο απαιτείται ελέγχου, μέσω της σύμβασης απασχόλησης που ελέγχει το Υπουργείο Εργασίας προτού έρθει στην Κύπρο ο αλλοδαπός.

Οι εργοδότες επιβαρύνονται πέραν των εργοδοτικών εισφορών με το μη μισθολογικό κόστος στέγασης επιπλέον, της σίτισης, της μετακίνησης και εκπαίδευσης των αλλοδαπών. Επιπλέον ο εργοδότης για να προσλάβει εργαζόμενο από τρίτη χώρα επωμίζεται, πέραν του ρίσκου, κόστος που μπορεί να ξεπεράσει τα €2.000 ανά άτομο, συνυπολογίζοντας τέλη, πρακτορεία, αεροπορικά εισιτήρια, διαμονή και ασφάλεια. Αυτή η πραγματικότητα αντικρούει πλήρως το αφήγημα περί “φτηνού εργατικού δυναμικού” καθώς πρόκειται για επένδυση υψηλού ρίσκου και όχι για εύκολη λύση», ήταν το σχόλιο του λειτουργού του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, Κοινωνικής Πολιτικής & Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού του ΚΕΒΕ για το θέμα, Α. Αλέξη.

Στο δικό του σχόλιο ο κ. Χατζηκαλλής ανέφερε τα εξής: «Οι αμοιβές είναι ένας παράγοντας, αλλά όχι ο μόνος ούτε απαραίτητα ο καθοριστικός».

Οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού συνδέονται με ένα σύνολο παραγόντων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους όπως τις δημογραφικές αλλαγές, την αναντιστοιχία δεξιοτήτων, τις νέες ανάγκες που φέρνει ο ψηφιακός και πράσινος μετασχηματισμός, τη γεωγραφική κινητικότητα των εργαζόμενων αλλά και ζητήματα όπως το αυξημένο κόστος στέγασης κοντά στους χώρους εργασίας.

Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και όταν οι μισθοί βελτιώνονται, εάν δεν υπάρχουν άτομα με τις κατάλληλες δεξιότητες ή τη διάθεση να εργαστούν σε συγκεκριμένους τομείς, οι θέσεις παραμένουν κενές. Το φαινόμενο αυτό δεν αντιμετωπίζεται με απλό τρόπο, αλλά χρειάζεται στοχευμένη προσέγγιση, που να λαμβάνει υπόψη όλους αυτούς τους παράγοντες και να δίνει πρακτικές και εφαρμόσιμες λύσεις».

«Η ΟΕΒ βλέπει λύση σε εκπαίδευση και ευελιξία»

 «Η αντιμετώπιση της έλλειψης εργατικού δυναμικού απαιτεί ένα ολοκληρωμένο και στοχευμένο σχέδιο δράσης, προσαρμοσμένο στις πραγματικές ανάγκες της κυπριακής οικονομίας και των επιχειρήσεων», δηλώνει ο Γιώργος Χατζηκαλλής καταγράφοντας και τα εξής στο πιο πάνω πλαίσιο:

«Πρώτον, είναι αναγκαία η δημιουργία ενός ουσιαστικού «Συμφώνου Δεξιοτήτων», που θα συνδέει την εκπαίδευση, την τεχνική κατάρτιση και τη μαθητεία με τις ανάγκες της αγοράς. Ιδιαίτερη έμφαση χρειάζεται να δοθεί σε οργανωμένα προγράμματα αναβάθμισης δεξιοτήτων (upskilling) και επανακατάρτισης (reskilling), ώστε να ενισχύονται οι δεξιότητες του υφιστάμενου ανθρώπινου δυναμικού αλλά και να διευκολύνεται η επανένταξη στην εργασία όσων βρίσκονται εκτός αγοράς, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών που σήμερα υποεκπροσωπούνται σε αρκετούς τομείς. Η αξιοποίηση αυτού του «ανενεργού» εργατικού δυναμικού μπορεί να λειτουργήσει ως σημαντικός μοχλός κάλυψης αναγκών.

Δεύτερον, απαιτείται επιτάχυνση και απλοποίηση των διαδικασιών για εργοδότηση υπηκόων τρίτων χωρών σε επαγγέλματα όπου υπάρχουν διαπιστωμένες ελλείψεις.

Αυτό αφορά κρίσιμους τομείς όπως την υγεία, όπου η καθυστέρηση στην αναγνώριση προσόντων και την αδειοδότηση εργαζόμενων δυσκολεύει την κάλυψη θέσεων σε νοσηλευτές, φροντιστές και άλλες υποστηρικτικές ειδικότητες. Αντίστοιχα, σημαντικά εμπόδια παρατηρούνται στις διαδικασίες για την απόκτηση επαγγελματικής άδειας οδήγησης από υπηκόους τρίτων χωρών, γεγονός που επηρεάζει άμεσα κλάδους όπως οι μεταφορές, η εφοδιαστική αλυσίδα και οι υπηρεσίες διανομής. Παράλληλα, σε τομείς με έντονες εποχικές ανάγκες, όπως ο τουρισμός, αλλά και σε τομείς με αυξημένη ζήτηση προσωπικού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, όπως οι κατασκευές, χρειάζονται πρακτικές και ρεαλιστικές λύσεις που θα διευκολύνουν την προσέλκυση και παραμονή εργαζόμενων, ώστε οι επιχειρήσεις να μπορούν να λειτουργούν απρόσκοπτα.

Ιδιαίτερη σημασία έχει, επίσης, η αξιοποίηση των φοιτητών από τρίτες χώρες, οι οποίοι αποτελούν μια σημαντική πηγή ανθρώπινου δυναμικού για την κυπριακή αγορά εργασίας. Οι τροποποιήσεις του Διατάγματος το 2024, που επέτρεψαν την απασχόλησή τους στο λιανικό εμπόριο και στους τομείς της Πληροφορικής και των Επικοινωνιών, αποτελούν θετική εξέλιξη.

Παρόλα αυτά, το πλαίσιο παραμένει περιοριστικό ως προς τους τομείς και τις ειδικότητες απασχόλησης. Μια πιο ευέλικτη πολιτική, με διεύρυνση επαγγελμάτων και αύξηση των επιτρεπόμενων ωρών απασχόλησης χωρίς επηρεασμό των σπουδών τους, θα ενισχύσει την ουσιαστική συμβολή τους στην κάλυψη αναγκών, προσφέροντας παράλληλα νέες δεξιότητες και διεθνή προοπτική, θα στηρίξει τις επιχειρήσεις και θα ενδυναμώσει την ανταγωνιστικότητα και τη βιωσιμότητα της κυπριακής οικονομίας.

Τέλος, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ένα σταθερό και ανταγωνιστικό πλαίσιο κόστους εργασίας, το οποίο να δίνει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προσφέρουν ικανοποιητικές αμοιβές και παράλληλα να διατηρούν τη βιωσιμότητα και την αναπτυξιακή τους προοπτική.

Η λύση δεν βρίσκεται σε ένα μόνο μέτρο. Απαιτείται συντονισμένος σχεδιασμός και συνεργασία κράτους, Εργοδοτικών Οργανώσεων και Εκπαιδευτικών Φορέων, με συνεχή αξιολόγηση και επικαιροποίηση των πολιτικών, ώστε να ανταποκρίνονται έγκαιρα στις πραγματικές και μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας.

«Το ΚΕΒΕ ζητά ρεαλισμό και επιστημονικό σχεδιασμό»

Για τις λύσεις που προτείνει το ΚΕΒΕ για αντιμετώπιση των ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό ο κ. Αλέξη ανέφερε ότι το Επιμελητήριο «εισηγείται μια ολοκληρωμένη πολιτική διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού, η οποία να βασίζεται σε τέσσερις επιστημονικά τεκμηριωμένους άξονες:

1. Δημογραφική και εργασιακή πρόβλεψη (workforce forecasting) ανά κλάδο, με αξιοποίηση big data και συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης για ελλείψεις.

2. Δημιουργία ‘‘Ενιαίας Ψηφιακής Πύλης Μετανάστευσης και Εργασίας’’, για πλήρως ηλεκτρονική διαχείριση όλων των αιτημάτων, χωρίς φυσική παρουσία και με παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο.

3. Αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μέσα από reskilling, upskilling και micro-credentials σε συνεργασία με την ΑνΑΔ και τα πανεπιστήμια.

4. Στοχευμένη αξιοποίηση φοιτητών τρίτων χωρών (περίπου 12.000 άτομα), οι οποίοι ήδη διαμένουν νόμιμα στη Δημοκρατία και μπορούν να προσφέρουν εποχική εργασία χωρίς νέο διοικητικό κόστος.

5. Συχνή αναθεώρηση του Πλαισίου εργοδότησης υπηκόων τρίτων χωρών με βάση τις πραγματικές ανάγκες που προκύπτουν από τα δεδομένα της αγοράς εργασίας

Η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού δεν είναι ‘‘παρέκκλιση’’ αλλά νέα κανονικότητα. Για να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή και η ανταγωνιστικότητα, χρειάζεται επιστημονικά σχεδιασμένη πολιτική μετανάστευσης, εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας – όχι αποσπασματικές ρυθμίσεις».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ