Η δύσκολη πρόκληση των εκποιήσεων

Η κοινωνία άρχισε να γνωρίζει, ίσως όχι με τον καλύτερο τρόπο, τον τρόπο διαχείρισης των δανείων από τα ταμεία τα οποία τα έχουν αγοράσει

Aπό το 2013 και μετά, το θέμα των εκποιήσεων αποτελούσε ένα από τα δυσκολότερα για την κυπριακή πολιτεία, με τις συζητήσεις στη Βουλή να είναι έντονες κάθε φορά που συζητιούνταν αλλαγές στους νόμους.

Από τη μια υπήρχαν συγκεκριμένοι οργανισμοί, οι οποίοι είχαν λάβει υπέρογκο δανεισμό (κάποιες φορές είναι για να διερωτάται κανείς πώς θα αποπλήρωναν δάνεια 300 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ αν ρίξουμε μια ματιά στους ισολογισμούς τους είναι πραγματικά δύσκολο να κατανοήσουμε πώς δόθηκαν τα συγκεκριμένα δάνεια) και από την άλλη οι απλοί πολίτες που ήταν συνεπείς με τις υποχρεώσεις τους, μέχρι που πλήγηκαν από την κρίση και είτε έμειναν άνεργοι είτε μειώθηκαν σημαντικά τα οικογενειακά τους εισοδήματα.

Κακώς δόθηκαν τα δάνεια

Για την πρώτη περίπτωση η κοινωνία ζητούσε αυστηρά μέτρα, ενώ για τη δεύτερη ένα ολοκληρωμένο δείκτη προστασίας. Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν πολλές αλλαγές στο πλαίσιο των εκποιήσεων, διευκολύνοντας τις διαδικασίες και μειώνοντας τον χρόνο ολοκλήρωσής τους. Την ίδια στιγμή, θεσπίστηκε το πλαίσιο αφερεγγυότητας, το οποίο κατά γενικήν ομολογίαν δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τον σκοπό τον οποίο οραματίστηκαν οι εμπνευστές του (κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η τελική του μορφή προνοούσε δαιδαλώδεις, δύσκολες και δυσνόητες διαδικασίες).

Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να υπάρξει παραδοχή ότι μεγάλο μέρος των δανείων είναι μη βιώσιμα, όσο κι αν επεκταθεί η περίοδος αποπληρωμής, ακόμα και στην περίπτωση που το επιτόκιο είναι μηδέν. Ο λόγος είναι ξεκάθαρος: κακώς δόθηκαν τα συγκεκριμένα δάνεια από την αρχή, αφού σε καμιά περίπτωση δεν διασφαλίστηκε ο τρόπος αποπληρωμής.

Δεν είναι τυχαία η χρονική στιγμή

Η χρονική στιγμή που ψηφίστηκαν οι αλλαγές στο πλαίσιο των εκποιήσεων δεν είναι τυχαία. Η κοινωνία άρχισε να γνωρίζει, ίσως όχι με τον καλύτερο τρόπο, τον τρόπο διαχείρισης των δανείων από τα ταμεία τα οποία τα έχουν αγοράσει (ακούγονται και διάφορα για τις τιμές που έχουν πωληθεί τα δάνεια, κάτι για το οποίο θα πρέπει η Βουλή να ζητήσει ενημέρωση). Αναζητούν ξεκάθαρες λύσεις, ενώ δεν είναι τραπεζικά ιδρύματα για να συζητούν αναδιαρθρώσεις ή παραχώρηση κάποιων διευκολύνσεων για να επιβιώσει η επιχείρηση.

Η εφαρμογή του Σχεδίου Εστία φαίνεται να καθυστερεί, γεγονός που θεωρείται μη επαρκής διασφάλιση των πρώτων κατοικιών. Σημειώνεται, επιπλέον, ότι η πίεση των ευρωπαϊκών Αρχών προς τις τράπεζες να ξεφορτωθούν τα ακίνητα που συσσώρευσαν στους ισολογισμούς τους, οδήγησαν στην υποβάθμιση του εργαλείου ανταλλαγής δανείου με ακίνητο, παρά τα κίνητρα που υπάρχουν.

Την ίδια στιγμή, υπάρχει η δαμόκλειος σπάθη των αυξημένων προβλέψεων στην περίπτωση που η διαδικασία των εκποιήσεων παίρνει χρόνια. Όσο μεγαλύτερη είναι η περίοδος που απαιτείται για εκποίηση του ακινήτου, τόσο μικρότερη είναι η αξία της υποθήκης. Φυσικά, οποιεσδήποτε κεφαλαιακές ανάγκες δεν μπορούν να καλυφθούν από τους μετόχους, θα επηρεάσουν αρνητικά τους καταθέτες. Στην τελική, η ωμή πραγματικότητα είναι πως τα λεφτά των καταθετών δόθηκαν ως δάνεια.

Η διαχείριση των ΜΕΔ

Τον τελευταίο καιρό αναπτύσσεται επίσης η συζήτηση για τη δυνατότητα της κυπριακής οικονομίας να αντιμετωπίζει το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), έτσι όπως εξελίσσεται, δηλαδή είτε εντός είτε εκτός των ισολογισμών των τραπεζών, λαμβάνοντας υπόψη τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης που παρουσιάζονται.

Σίγουρα σε ένα βελτιωμένο οικονομικό και επενδυτικό περιβάλλον η διαχείριση των ΜΕΔ είναι ευκολότερη, πάντα όμως λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του προβλήματος και την πολυπλοκότητά του. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ο ιδιωτικός τομέας στην Κύπρο, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, είναι υπερδανεισμένος. Παρά τη βελτίωση, οι πλείστες επιχειρήσεις παρουσιάζουν υψηλή μόχλευση και τα νοικοκυριά έχουν υπόλοιπα δανείων πέραν των οικονομικών τους δυνατοτήτων.

Το πιο πάνω στατιστικό καταδεικνύει την ευκολία με την οποία στο παρελθόν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παραχωρούσαν χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις αλλά και την τάση των πολιτών, της πλειοψηφίας τουλάχιστον, να δανείζονται ποσά που δεν θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν.

Ένας από τους κανόνες δανειοδότησης είναι ο δανειολήπτης να συνεισφέρει σημαντικό ποσοστό της επένδυσης με ίδια κεφάλαια. Αυτή η πολιτική που εφαρμόζεται τώρα με τις νέες οδηγίες, έχει ως αποτέλεσμα πολλές φορές να μη χρηματοδοτούνται αξιόλογα έργα, εφόσον ο ιδιοκτήτης είναι υπερδανεισμένος και είτε δεν μπορεί να συνεισφέρει προς την υλοποίηση του έργου είτε δεν μπορεί να αποπληρώσει τον συνολικό δανεισμό. Σημειώνεται ότι κάποια έργα το τελευταίο διάστημα υλοποιούνται με τη συμμετοχή επιπλέον επενδυτών, οι οποίοι συνεισφέρουν τα ποσά που απαιτούνται ως ίδια κεφάλαια.

Ένα άλλο στοιχείο των δανείων που έχουν παραχωρηθεί είναι η συγκέντρωσή τους σε ορισμένους τομείς, όπως οι τομείς του τουρισμού και της εμπορίας και ανάπτυξης ακινήτων. Εν μέρει αυτό ήταν φυσιολογικό, εφόσον είναι δύο από τους παραδοσιακούς τομείς της κυπριακής οικονομίας που θεωρούνται αιμοδότες του ΑΕΠ της χώρας.

Έλλειψη αξιολόγησης κινδύνων

Αυτό που είναι προβληματικό είναι η έλλειψη αξιολόγησης των κινδύνων σε περίπτωση που η οικονομία και ειδικότερα ο συγκεκριμένος τομέας περνούσαν μια περίοδο ύφεσης. Σημειώνεται ότι, κατά τις περιόδους που η οικονομία βρίσκεται σε πορεία ύφεσης, οι λύσεις για την αντιμετώπιση των ΜΕΔ είναι περιορισμένες. Και αν το πρόβλημα δεν λύνεται σε σημαντικό βαθμό κατά την περίοδο της ανάπτυξης, τότε αυτό θα είναι πιο έντονο όταν αρχίσει η διόρθωση.

Σε ένα περιβάλλον ανάπτυξης, θα ήταν αναμενόμενο τα εισοδήματα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων να αυξάνονται και μαζί η δυνατότητα αποπληρωμής των δανειακών τους υποχρεώσεων. Αυτό όμως δεν είναι τόσο ευδιάκριτο στην περίπτωση της Κύπρου, λόγω της υψηλής μόχλευσης του ιδιωτικού τομέα σε βαθμό που αρκετά δάνεια είναι μη βιώσιμα εν τη γενέσει τους.

Οι αναδιαρθρώσεις και το ζητούμενο

Οι αναδιαρθρώσεις δανείων αποτελούν λύση στο πρόβλημα των ΜΕΔ αλλά σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα και όχι για όλα τα δάνεια. Έχει αποδειχθεί ότι για κάποια δάνεια, όσο και να μειωθεί το επιτόκιο και να επεκταθεί η περίοδος αποπληρωμής, ο δανειολήπτης με βάση τα εισοδήματά του δεν θα μπορέσει ποτέ να τα εξυπηρετήσει. Σε τέτοιες περιπτώσεις η κατάληξη θα είναι η πώληση των υποθηκών ή η ανάκτησή τους από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα.

Επιπλέον, οι εποπτικές Αρχές ψάχνουν πιο άμεσες λύσεις για εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών. Η δημιουργία αποθεματικού επισφαλειών διευρύνει τις δυνατότητες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως για παράδειγμα να αποδεχθούν πωλήσεις δανείων με σημαντική έκπτωση, χωρίς αυτό να επηρεάζει τα κεφάλαιά τους. Την ίδια στιγμή, η αποσυμφόρηση των λογαριασμών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων από τα ΜΕΔ, θα τους δώσει τη δυνατότητα να ενισχύσουν την προσπάθεια ανάπτυξης της οικονομίας με την παραχώρηση νέων δανείων. Όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα λύθηκε. Απλώς μετατοπίστηκε κάπου αλλού, σε έναν οργανισμό που αγόρασε τα δάνεια και έκανε τους σχεδιασμούς του εντός ενός πλαισίου εκποιήσεων, που τώρα αλλάζει και τους επηρεάζει αρνητικά.

Το ζητούμενο στα πιο πάνω είναι κατά πόσον υπάρχει η δυνατότητα να υπάρξει κάποια ισορροπία: από τη μια οι κακοπληρωτές να πειστούν να καταβάλλουν τη δόση τους και από την άλλη να διασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή, με σεβασμό στους καταθέτες και μακριά από αποφάσεις που ενδεχομένως να θέσουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Και αυτό είτε τα δάνεια παραμείνουν στους ισολογισμούς των τραπεζών είτε μεταφερθούν σε οργανισμούς εκτός αυτών.

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ