Η αδυσώπητη και απαισιόδοξη κοινωνική επιστήμη των οικονομικών

H κακή συγκυρία στην Κύπρο ήταν ότι κράτος και τραπεζικό σύστημα βρέθηκαν προ της κατάρρευσης και δεν μπορούσε να υπάρξει αλληλοστήριξη.

Του Κυριάκου Ε. Γεωργίου*

Η επιστήμη των οικονομικών χαρακτηρίζεται και ως η απαισιόδοξη επιστήμη (dismal science) γιατί επικεντρώνεται σε απαισιόδοξα σενάρια (τι θα συμβεί στη χειρότερη περίπτωση) και σε δύσκολες και επώδυνες επιλογές μεταξύ διαφόρων επιλογών οι οποίες έχουν κόστος και όφελος, ρίσκο και κίνδυνο και φυσικά κόστος ευκαιρίας. Σε μια τέτοια δύσκολη θέση βρέθηκε η Κύπρος τον Μάρτιο του 2013, όταν έπρεπε να ληφθούν δύσκολες και επώδυνες αποφάσεις άμεσα. Αυτή η κακή εξέλιξη θα έπρεπε να αποφευχθεί με κάθε κόστος. Στο άρθρο αυτό, σε συνέχεια από το προηγούμενο, γίνεται αναφορά στη «διάσωση» του κράτους και του τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο με κύρια αναφορά στην απομείωση καταθέσεων, μετοχών και αξιογράφων, στην αναδιάρθρωση συστημικών τραπεζών και στην πώληση των εργασιών των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα. 

Η μη βιώσιμη πορεία της κυπριακής οικονομίας ήταν δεδομένη και πολλοί οικονομολόγοι και οργανισμοί, εθνικοί και διεθνείς, επεσήμαναν το αδιέξοδο και ζητούσαν διορθωτικά μέτρα και ολικό ανασχεδιασμό του οικονομικού μοντέλου και της λειτουργίας του κράτους με την ευρύτερη έννοια. Αυτό που συνέβη με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ήταν να επιταχυνθεί η αρνητική πορεία της οικονομίας και να επέλθει το αδιέξοδο πιο σύντομα. 

Η κακή συγκυρία στην περίπτωση της Κύπρου ήταν ότι τόσο το κράτος όσο και το τραπεζικό σύστημα βρέθηκαν προ της κατάρρευσης και έτσι δεν μπορούσε να υπάρξει αλληλοστήριξη. Αυτό που δεν είναι ευρύτερα γνωστό είναι ότι οι τράπεζες κατείχαν δευτεροβάθμιο κεφάλαιο από ομόλογα του Δημοσίου, τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την ανακεφαλαιοποίηση, όμως επειδή αυτά κατέληξαν στην κατηγορία σκουπίδια, δεν είχαν πλέον αξία. 

Με δεδομένη την προσφυγή της Κύπρου στον Μηχανισμό Στήριξης της Ε.Ε. το καλοκαίρι του 2012, θα έπρεπε η πολιτεία να αποκτήσει ιδιοκτησία του Μνημονίου Συναντίληψης με τους διεθνείς δανειστές (όπως έκανε για παράδειγμα η Ιρλανδία), να εκτιμήσει ορθολογικά, αντικειμενικά και με διαφάνεια τις οικονομικές ανάγκες, να σχεδιάσει τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές που θα έπρεπε να γίνουν και τέλος να διαπραγματευτεί σκληρά και με εντιμότητα τους όρους δανεισμού. Όσον αφορά το τραπεζικό σύστημα, θα έπρεπε να διεξαχθεί μια ολοκληρωμένη άσκηση δέουσας επιμέλειας (due diligence), διαδικασία η οποία ακολουθείται σε κάθε περίπτωση εξαγοράς ή συγχώνευσης, αντί για την προβληματική άσκηση της PIMCO. Δυστυχώς, η τότε κυβέρνηση αντιστάθηκε στην επιβολή της συμφωνίας που είχε προταθεί και η επόμενη αποδέχτηκε και εν μέρει υλοποίησε τις υποχρεώσεις που είχαν κόστος αλλά δεν υλοποίησε τις θεσμικές αλλαγές οι οποίες θα έφερναν την αλλαγή υποδείγματος και το μεγάλο όφελος για την Κύπρο. 

Στην αναδιάρθρωση του τραπεζικού συστήματος θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι η Λαϊκή Τράπεζα επί της ουσίας δεν ήταν δρώσα οικονομική μονάδα, ανήκε στο κράτος και ως τέτοια θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί, χωρίς να απορροφηθεί από την Τράπεζα Κύπρου. Βεβαίως, η παραδοχή αυτή θα είχε επιπτώσεις για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, οι οποίες ευθύνονται για την αλόγιστη παραχώρηση έκτακτης χρηματοδότησης (Emergency Liquidity Assistance) της τάξης των €9,2 δισ. Τo ποσό αυτό μαζί με όλα τα άλλα προβλήματα της Τράπεζας φορτώθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου. 

Η Λαϊκή Τράπεζα θα μπορούσε να παραμείνει ως η κακή τράπεζα, χωρίς άλλες εργασίες και κεφάλαιο, που θα διαχειριζόταν το δανειακό πορτφόλιο της Τράπεζας, θα αποπλήρωνε τον ELA, τους καταθέτες, τους κατόχους αξιογράφων και θα απέδιδε στο κράτος το κόστος για τη δημιουργία και λειτουργία της. Επτά χρόνια μετά την καταστροφή, ό,τι απέμεινε από τη Λαϊκή Τράπεζα συνεχίζει να ευρίσκεται υπό διαχείριση και η αξία που θα πρέπει να αποδοθεί στους πιστωτές/καταθέτες έχει ουσιαστικά εξανεμισθεί. 

Από την πλευρά της, η Τράπεζα Κύπρου είχε ζητήσει κεφαλαιακή ενίσχυση το καλοκαίρι του 2012 αλλά ήταν δρώσα οικονομική μονάδα μέχρι τον Μάρτιο του 2013, την πώληση των εργασιών των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα και την απορρόφηση της Λαϊκής Τράπεζας. Ως τέτοια, θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερο σεβασμό. Οι κανονισμοί διάσωσης των τραπεζών που υιοθετήθηκαν αργότερα αφορούν τράπεζες που δεν είναι δρώσες οικονομικές μονάδες και ως εκ τούτου οι μέτοχοι και κάτοχοι μετατρέψιμων αξιογράφων και ομολόγων αλλά και οι καταθέτες άνω των €100.000 καλούνται να διασώσουν την τράπεζα. Μια αναδιαρθρωμένη Τράπεζα Κύπρου χωρίς το βάρος της Λαϊκής Τράπεζας θα χρειαζόταν λιγότερα κεφάλαια και θα μπορούσε να ανακάμψει πιο γρήγορα. 

Μια πιο δίκαιη μεταχείριση των μετόχων της νέας Τράπεζας Κύπρου θα ήταν να παραμείνουν οι μετοχές με την αξία της Τράπεζας τον Μάρτιο του 2013 και να προστεθεί το νέο απαιτούμενο κεφάλαιο, σε μια δίκαιη και προνομιακή τιμή, το οποίο θα ικανοποιούσε τις εποπτεύουσες Κεντρικές Τράπεζες της Ε.Ε. και της Κύπρου. 

Στην περίπτωση των κατόχων αξιογράφων, θα μπορούσαν να ληφθούν μια σειρά από μέτρα που έχουν ήδη αξιοποιήσει χώρες όπως η Αυστρία και η Ιταλία, με την προστασία των μικροκαταθετών, Ταμείων Προνοίας ή και ανθρώπων που δεν είχαν την ικανότητα να εκτιμήσουν τους κινδύνους που συνεπαγόταν η αγορά μετατρέψιμων ομολόγων και αξιογράφων. 

Μια δεύτερη λύση θα ήταν να δοθεί η επιλογή μεταξύ αφενός της μετατροπής των αξιογράφων σε μετοχές υπό προνομιακό καθεστώς και αφετέρου της προσωρινής απομείωσης της αξίας τους και της μη πληρωμής τόκων μέχρι να είναι σε θέση η τράπεζα να επαναφέρει την αξία τους και να αρχίσει να πληρώνει τόκους. Για την τράπεζα και οι δύο ενέργειες έχουν το ίδιο αποτέλεσμα στον ισολογισμό, γιατί αυξάνουν το κεφάλαιο στην πρώτη περίπτωση και μειώνουν αντίστοιχα προσωρινά τις υποχρεώσεις στη δεύτερη. Για τους επενδυτές όμως έχει διαφορά και θα έπρεπε να έχουν επιλογή. 

Οι κακοί χειρισμοί βεβαίως δεν έληξαν το 2013, αλλά συνεχίστηκαν, με αποκορύφωμα την κατάρρευση του Συνεργατισμού και την εξαγορά του από την Ελληνική Τράπεζα, γεγονός που βοήθησε την τελευταία σε σχέση με την Τράπεζα Κύπρου. Οι ευθύνες για την κατάρρευση είναι ασήκωτες και αφορούν όλους τους εμπλεκόμενους – στελέχη, διευθυντές, μέλη επιτροπών και διοικητικών συμβουλίων και βεβαίως του τότε Υπουργού Οικονομικών μη εξαιρουμένου. Όπως σημειώνει το σχετικό πόρισμα, η δική του ευθύνη είναι ασήκωτη και ουδέποτε την έχει αναλάβει.

*Ο Κυριακός Ε. Γεωργίου είναι Εργάτης Γνώσης

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ