Προς τη βιώσιμη ανάπτυξη

Η επόμενη μέρα της κρίσης του κορωνοϊού αποτελεί μια νέα ευκαιρία για τη διαμόρφωση και λειτουργία ενός νέου και βιώσιμου συστήματος παραγωγής.

Του Γιώργου Κάρουλλα*

Η Βιώσιμη Ανάπτυξη αποτελεί έννοια-κλειδί στον 21ο αιώνα και μία μεγάλη πρόκληση για όλη την ανθρωπότητα. Γι’ αυτό και εξελίσσεται διεθνώς σε μία σημαντική προτεραιότητα κυβερνήσεων, οργανισμών, επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών γενικότερα. Όλοι οφείλουμε να  αντιληφθούμε την πολυπλοκότητα και αλληλεξάρτηση των ζητημάτων που τίθενται, να συμβάλουμε στην αναζήτηση των σωστών λύσεων και να δεσμευτούμε σε συγκεκριμένες ενέργειες τόσο ατομικές όσο και συλλογικές. Οδηγός μας πρέπει να είναι «Το Κοινό μας Μέλλον», γνωστή ως “Brundtland Report” από το 1987, στην οποία η βιώσιμη ανάπτυξη ορίζεται ως: η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες της παρούσας γενιάς χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιούν τις δικές τους ανάγκες. Παράλληλα  με την όποια περιβαλλοντική διάσταση του ορισμού αυτού η οικοδόμηση ενός βιώσιμου οικονομικού μέλλοντος στον τόπο μας πρέπει να αφορά την  «ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες» δημιουργώντας παράλληλα τη βάση για συνεχή υλοποίηση του οράματος. 

Η πολιτική αυτή, όταν λαμβάνεται υπόψη τότε και μόνο θα μπορούμε να αντιστεκόμαστε με περισσότερη  ανθεκτικότητα και επιτυχία στην όποια πρόκληση ή ανατροπή όπως την πανδημία του κορωνοϊού που όλοι βιώνουμε τις επιπτώσεις της.  Η πρωτόγνωρη κατάσταση που βιώνουμε την περίοδο αυτή έχει αρχίσει να καταγράφει νέα δεδομένα σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Σε αντίθεση με τους ψηλούς και ζηλευτούς οικονομικούς δείκτες που καταγράφαμε μέχρι πολύ πρόσφατα αυτό το οποίο βιώνουμε σήμερα είναι μια άνευ προηγουμένου ύφεση. Παραγωγικοί τομείς οι οποίοι ασφυκτιούσαν από παραγωγικότητα και παραγωγή σήμερα παρουσιάζουν πτωτική τάση με όλες τις αρνητικές επακόλουθες συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία.  Αυτό που δικαιολογημένα λοιπόν βιώνουμε καθημερινά είναι η αγωνία τόσο των επιχειρηματιών όσο και των εργαζομένων για την «επόμενη μέρα». Και η προσπάθεια είναι κοινή για όλη την κοινωνία, όσο πιο σύντομα περάσουμε τη δύσκολη αυτή περίοδο με όλες τις συνέπειες από την αυστηρή τήρηση των περιοριστικών μέτρων των κανονισμών τόσο πιο αποτελεσματικά θα εξοικονομήσουμε πόρους και θα μπορέσουμε πιο δραστικά να ξεκινήσουμε την πορεία προς την οικονομική ομαλότητα μέσα στη νέα κανονικότητα.

Στα πλαίσια αυτά οφείλουμε να εργαστούμε συλλογικά και να συμβάλουμε όλοι με δημιουργικές εισηγήσεις για τη διαμόρφωση και την υλοποίηση ενός βραχυπρόθεσμου, μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού για τη δημιουργία προοπτικών βιώσιμης πλέον ανάπτυξης. Το κράτος ορθώς έχει διαμορφώσει και υλοποιεί σχέδια ανταπόκρισης για τους εργαζομένους και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και σίγουρα θα καλύψει το εισοδηματικό κενό που δημιουργείται τόσο στα νοικοκυριά όσο και στις επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, με όλα τα δεδομένα κατά νου, όσον αφορά τις αεροπορικές συνδέσεις και το παγκόσμιο οικονομικό βάρος που προκαλεί η αντιμετώπιση του αόρατου εχθρού, οφείλουμε να δημιουργήσουμε ομάδες εργασίας, τόσο στα Υπουργεία, όσο και στη Βουλή, αλλά και με τους οργανωμένους επιχειρηματίες, για την ανταπόκρισή μας στην πρόκληση της «επόμενης μέρας» σε όλους τους τομείς της οικονομικής και παραγωγικής αλυσίδας.  Με την εποπτεία και τον συντονισμό  της διυπουργικής επιτροπής που ήδη επεξεργάζεται συγκροτημένα τον σχεδιασμό για την επόμενη μέρα οι αποφάσεις και οι εφαρμογές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους εταίρους της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας του τόπου.

Αν λάβουμε υπόψη ότι  ο τουριστικός τομέας θα καταγράψει χαμηλές επιδόσεις κατά το 2020, αυτό πρέπει να μας προβληματίσει αφού μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας εξαρτάται από τον τουρισμό. Η ουσία της προσπάθειας για την «επόμενη μέρα» πρέπει να είναι ένας άμεσα υλοποιήσιμος σχεδιασμός που θα απορροφήσει τη θέληση για δημιουργία και επιχειρηματικότητα μέσα και από την εισροή νέων κεφαλαίων στη βάση στόχευσης. Τα πιο πάνω επιχειρήματα είναι γνωστά και σίγουρα με   τη συντόμευση του χρόνου της δοκιμασίας μας στη μάχη κατά του κορωνοϊού θα έχουμε ακόμα ένα θετικό να χρησιμοποιήσουμε ως όπλο στη φαρέτρα μας. 

Η εκστρατεία που πρέπει να αναληφθεί αρχικά δεν μπορεί να είναι άλλη από την προσέλκυση επενδυτών από το εξωτερικό. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι να επαναφέρουμε τις προοπτικές ανάπτυξης μέσα από την αναγνώριση των δυνατοτήτων μας και για το άμεσο μέλλον που η όποια ενέργεια πρέπει να δράσει ως γεννήτρια κεφαλαίων.  Είναι επομένως αναγκαίο να δοθούν νέες ευκαιρίες για επενδύσεις. Αυτό μπορεί κατά τη γνώμη μου, ως Συντονιστής του ΔΗΣΥ στην Επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής,  να γίνει με μια σειρά από δράσεις, παράλληλα με τα όποια μέρα και κίνητρα για συνολική ώθηση σε όλους τους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας. Είναι επίσης σημαντικό η κυβέρνηση μαζί με τη Βουλή να προχωρήσουμε άμεσα προς την εξέταση και ψήφιση του επενδυτικού νόμου, του νομοσχεδίου που εναρμονίζει την Κύπρο στον τομέα των αθλημάτων σκοποβολής καθώς και να προωθήσει διεθνώς το πρόγραμμα για την ανάπτυξη της οπτικοαουστική βιομηχανία  έτσι που να ανοίξει ο δρόμος για νέες μεγάλες επενδύσεις με ό,τι θετικό αυτό συνεπάγεται. 

Στόχος της προσπάθειας αυτής πρέπει να είναι πλέον οι βιώσιμες επενδύσεις. Οι συνεχείς προκλήσεις που δέχεται η κυπριακή οικονομία τα τελευταία χρόνια και πιο ειδικά τα διάφορα στάδια από τα οποία διέρχεται,  ανάπτυξη, ύφεση, κρίση, σταθεροποίηση και εν τέλει στην οριακή ανάπτυξη, σήμερα υποβάλλουν αναντίλεκτα προς την κατεύθυνση της θεμελίωσης και θωράκιση της βιώσιμης προοπτικής της. Είναι σε όλους μας κοινός ο τόπος για τη δημιουργία των βασικών και αναγκαίων προϋποθέσεων για τη διάνοιξη των οριζόντων για τη συνέχεια στην ανάπτυξη και την αντίσταση σε όποια πρόκληση με τις λιγότερες απώλειες. Οι πυλώνες στους οποίους στηρίχθηκε ήταν οι παραδοσιακοί, δηλαδή τουρισμός και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Μια αποδεκτή προοπτική στο μέλλον είναι η αδήριτη ανάγκη για αξιοποίηση των ενεργειακών μας κοιτασμάτων που αναμένεται να δώσουν πολλά οφέλη στην οικονομία της Κύπρου. Ταυτόχρονα όμως οφείλουμε να στοχεύσουμε και σε άλλες ενέργειες και πτυχές οι οποίες, αν δοθεί η απαραίτητη ώθηση, μπορούν να ενισχύσουν περαιτέρω την ανάπτυξη της οικονομίας και να προσδώσουν επιπλέον δυναμική μακριά από πολύπλοκες γεωπολιτικές αναταράξεις αλλά με κύριο κίνητρο τη βιώσιμη ανάπτυξη τόσο της Κύπρου όσο και του κάθε κολοσσού ή επενδυτή που θα αξιοποιήσει τη γεωγραφική μας θέση και τα οφέλη για δημιουργία.

Για τον σκοπό απαιτείται η συνεργασία εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας για τον καθορισμό χρονοδιαγραμμάτων ολοκλήρωσης της νομοθετικής προσπάθειας για τη θέσπιση και εφαρμογή του επενδυτικού νόμου έτσι που να αρχίσουμε να έλκουμε νέες βιώσιμες επενδύσεις, αυτό που είχε ανάγκη ο τόπος από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Με τον τρόπο αυτό ενισχύουμε τη δυνατότητα απεξάρτησης από τον τουρισμό, χωρίς φυσικά να υποβαθμίζουμε τη σημασία του, και ουσιαστικά από αυτό που βιώνουμε σήμερα: βάζοντας όλα τα αυγά μας στον τουρισμό αυξάνουμε την επικινδυνότητα λόγω του ότι είμαστε εκτεθειμένοι σε ασύμμετρους παράγοντες. Το μάθημα είναι ότι πρέπει πλέον να αναζητήσουμε και να υλοποιήσουμε τις προοπτικές για βιώσιμη επιχειρηματικότητα και νέες βιώσιμες θέσεις εργασίας.   Με τη σύντμηση του χρόνου εξέτασης των σχετικών αιτήσεων, χωρίς φυσικά εκπτώσεις στο όποιο ζήτημα,  όπως προνοεί το σχετικό νομοσχέδιο σίγουρα μπορούμε να ξεπεράσουμε χρόνια προβλήματα που κωλυσιεργούσαν την ανάπτυξη και σε σύντομο χρονικό διάστημα να καταστήσουμε την Κύπρο περιφερειακό επενδυτικό κόμβο.     

Αξίζει να αναφέρουμε ότι την περίοδο αυτή το κράτος βελτίωσε τις διαδικασίες του. Τις μέρες αυτές έκτισε ηλεκτρονικά συστήματα και εφαρμογές που σίγουρα υπό κανονικές συνθήκες θα μας έπαιρναν καιρό… κάτι όντως έχει αλλάξει και είναι από τα θετικά της πανδημίας. Ένα μάθημα θα έλεγα για τη συνέχεια. Η αλλαγή αυτή λοιπόν πρέπει να συνεχιστεί και να ενδυναμωθεί για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής μας. Συνέχεια αυτής της εκσυγχρονιστικής προσπάθειας πρέπει αναντίλεκτα να είναι και ο επενδυτικός νόμος για τον οποίο γίνεται εδώ ο λόγος. Ο νόμος προνοεί τη δημιουργία μίας Ενιαίας Αρχής Αδειοδότησης για στρατηγικές επενδύσεις. Τα πλεονεκτήματα της νομοθεσίας είναι η αντιμετώπιση των καθυστερήσεων, η θέσπιση γρήγορων διαδικασιών, η αντιμετώπιση της διαφθοράς, η αναβάθμιση της κατάταξης της χώρας σε δείκτες ανταγωνιστικότητας και η μείωση της γραφειοκρατίας.

Οι κύριες αλλαγές που προωθούνται αφορούν την εισαγωγή ενός νομοθετικού πλαισίου για την ταχεία αδειοδότηση στρατηγικών επενδύσεων. Θα δημιουργηθεί, δηλαδή, μια αδειοδοτική αρχή που θα ονομάζεται Διεύθυνση Διαχείρισης Στρατηγικών Επενδύσεων. Επίσης, καθορίζεται ο ένας (1) χρόνος ως το μέγιστο για έκδοση αδειών συμπεριλαμβανομένης και της εξέτασης της παρέκκλισης και με την έκδοση γνωμοδότησης για περιβαλλοντικούς όρους να γίνεται εντός τριών μηνών. 

Παράλληλα το όποιο χρονοδιάγραμμα θέσπισης νόμων για τη διάνοιξη των οριζόντων βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να εμπλουτιστεί και με ένα ακόμη νομοσχέδιο που εκκρεμεί. Πρόκειται για το νομοσχέδιο που εναρμονίζει την Κύπρο στον τομέα των αθλημάτων σκοποβολής, σε σχέση με τον εξαντλητικά περιοριστικό νόμο που βασίστηκε στα αποικιοκρατικά δεδομένα, που ισχύει μέχρι τώρα, με μόνη μορφή σκοπευτηρίων αυτή που γνωρίζουμε για κυνηγετική σκοποβολή. Ο εν λόγω νόμος που αναμένεται από καιρό ιδιαίτερα από ξένους επενδυτές και σκοπευτικές ομοσπονδίες και μεγάλους συλλόγους του εξωτερικού, που λειτουργούν υπερσύγχρονα κέντρα, σε κεντρική και βόρεια Ευρώπη, όπως και στη Ρωσία θα  ανοίξει τον δρόμο για προπονήσεις και άσκηση, αλλά και διεθνείς αγώνες σχεδόν όλο τον χρόνο λόγω καιρικών συνθηκών, σε συνδυασμό με δυνατότητες διαμονής και τουρισμού. Γερμανία, Αυστρία, Ρωσία, Φινλανδία, είναι χώρες που παρακολουθούν από κοντά την εξέλιξη του νομοσχεδίου, αφού ενδιαφέρονται τόσο για επενδύσεις σε σκοπευτήρια, όσο και για σημαντική συμμετοχή σκοπευτών από τις χώρες τους.

Μια ιδέα επίσης που άρχισε σιγά σιγά να «παράγει» είναι η μέχρι πρότινος ανύπαρκτη για την Κύπρο, οπτικοακουστική βιομηχανία. Πρόκειται για μια βιομηχανία των 108 δις δολαρίων, εκ των οποίων 23 δις δολάρια στην Ευρώπη, με ετήσια αύξηση 11%. Η Κύπρος αυτή την στιγμή δεν έχει μερίδιο από αυτές τις δαπάνες, όμως με το σχέδιο που ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο το 2017, η οπτικοακουστική βιομηχανία μπορεί να αποτελέσει ένα επιπρόσθετο τομέα ανάπτυξης για την κυπριακή οικονομία με θετικές προεκτάσεις και σε άλλους τομείς, αφού οι εμπειρίες σε άλλες χώρες έχουν καταδείξει την άμεση και έμμεση ενασχόληση περί των δύο χιλιάδων διαφορετικών επαγγελμάτων και ειδικοτήτων. Η Κύπρος, ας μην ξεχνούμε, λόγω της φυσικής ομορφιάς της αποτελεί ένα φυσικό στούντιο και προσφέρεται για γυρίσματα ταινιών.
Το σχέδιο έχει ως στόχο την προσέλκυση παραγωγών. Αφορά επενδύσεις οπτικοακουστικού προϊόντος, όπως κινηματογραφικά έργα, εντός της Κυπριακής Δημοκρατίας με την παροχή συνδυασμού χορηγιών και φορολογικών κινήτρων. Δικαιούχοι είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις που εγγράφονται ειδικά για το σκοπό αυτό στη Δημοκρατία ή σε άλλο κράτος-μέλος της ΕΕ, νοουμένου ότι διεξάγουν εργασίες στην Κύπρο και περιορίζονται σε μια παραγωγή. Απαραίτητη και βασική προϋπόθεση είναι η παραγωγή να γίνει στην Κύπρο, έτσι ώστε οι σχετικές δαπάνες να τύχουν της χορηγίας μέχρι του ποσοστού που καθορίζεται από το Υπουργείο Οικονομικών. 

Σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, μπορούν να δημιουργηθούν κατάλληλες συνθήκες που θα ικανοποιήσουν τους συντελεστές παραγωγών έτσι που να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν την Κύπρο στο μέλλον. Επίσης, θα λειτουργήσουν και ως διαφημιστές, ώστε να ακολουθήσουν και άλλοι και γιατί όχι να προχωρήσουν σε επενδύσεις υποδομής στην Κύπρο για την έναρξη μιας ολοκληρωμένης ολιστικής οπτικοακουστικής βιομηχανίας, η οποία θα περιλαμβάνει στούντιο, εξοπλισμούς αλλά θα αποτελεί και λόγο στήριξης νέων θεσμών όπως το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου, τη Διεθνή Σχολή Οπτικοακουστικής, το Ινστιτούτο Οπτικοακουστικών Μέσων, τον Φορέα Πιστοποίησης Επαγγελμάτων του τομέα, τον Φορέα Διανομής Οπτικοακουστικών Μέσων, κ.ά.

Σίγουρα αν οι προσπάθειες αυτές αποδώσουν, τότε η Κύπρος μπορεί πραγματικά να «μπει» στον χάρτη της οπτικοακουστικής βιομηχανίας, με πολλαπλά οφέλη στην οικονομία. Αξίζει να σημειωθεί ότι μελέτες δείχνουν ότι η οπτικοακουστική βιομηχανία έχει πολλαπλάσιο επίδρασης στην οικονομία κατά επτά (7) φορές περίπου των χρημάτων που δαπανώνται στην παραγωγή. Αναμένεται ότι οι χορηγίες προς τους παραγωγούς θα καλύπτονται από τις εισπράξεις έμμεσων και άμεσων φόρων που προκύπτουν από τις επενδύσεις των παραγωγών και την προσλαμβάνουσα υπεραξία που δημιουργείται στην οικονομία.

Ουσιαστικά η εκκίνηση του σχεδίου αυτού έγινε το 2018 σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Κύπρο τον Οκτώβριο για παρουσίαση του σχεδίου αυτού. Στο συνέδριο παρευρέθηκαν αντιπρόσωποι μεγάλων στούντιο καθώς και ανεξάρτητοι παραγωγοί, με εκδήλωση ενδιαφέροντος για παραγωγή ταινιών προϋπολογισμού δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ.

Είναι τώρα, η χρονική συγκυρία τέτοια που με την ψήφιση των νόμων αυτών να δοθεί το μήνυμα της  επενδυτικής στρατηγικής. Οι θυσίες που κάνουμε την περίοδο αυτή για το ύψιστο αγαθό της υγείας μας κοστίζουν σε όλους τους τομείς και οφείλουμε να αποζημιώσουμε την αντοχή μας αυτή με τη θέληση και την πράξη για βιώσιμη ανάπτυξη. Ακριβώς, με τις νέες ανάγκες που δημιουργούνται πρέπει να είναι προτεραιότητα για το κράτος η διεθνής εκστρατεία για την προσέλκυση τέτοιων επενδυτών, όχι μόνο με τις νομοθετικές αυτές εξελίξεις αλλά και με κίνητρα που τα αρμόδια Υπουργεία θα μπορούσαν να εφαρμόσουν ως πολιτικές. 

Οι αναπτυξιακοί αυτοί νόμοι και η τόνωση της οπτικοαουστικής βιομηχανίας που αλλάζουν τα δεδομένα στον χώρο των επενδύσεων και της οικονομίας γενικότερα, μπορεί να είναι εμβληματικά έργα και δράσεις  για οποιαδήποτε κυβέρνηση και Βουλή. Οι νόμοι αυτοί θα εισαγάγουν αποτελεσματικό θεσμοθετημένο μηχανισμό με διαφορετικές ταχείες διαδικασίες για την αδειοδότηση στρατηγικών επενδύσεων και θεραπεύουν αδυναμίες οι οποίες λειτουργούν αποτρεπτικά για την προσέλκυση επενδύσεων. Στόχος πρέπει να είναι να μπει τέλος στην άσκοπη ταλαιπωρία επενδυτών και εργαζομένων, που μόλις ξεμπερδέψουν με ένα εμπόδιο εμφανίζονται μπροστά τους άλλα πέντε, γεγονός που οδηγεί στην απώλεια της εμπιστοσύνης τους απέναντι στο Κράτος. Σήμερα, πολλές επενδύσεις στρατηγικής σημασίας παραμένουν στα «χαρτιά» καθώς καθυστερεί σημαντικά η αδειοδότησή τους, είτε από πλευράς αδειών λειτουργίας, είτε περιβαλλοντικής αδειοδότησης είτε πολεοδομικής νομοθεσίας. Αυτό που αλλάζει είναι η απόδοση μεγαλύτερης ευελιξίας στις επενδύσεις που θεωρούνται στρατηγικές για να μπορέσουν να αδειοδοτηθούν γρήγορα. Έτσι, μπορούν να ενθαρρύνονται οι επενδύσεις στη χώρα μας, που αποτελούν και την προϋπόθεση για νέες θέσεις εργασίας.

Την κρίσιμη αυτή ώρα, αυτό που έχει σημασία δεν είναι τίποτε άλλο από τη συνεργασία όλων μας για να εκμεταλλευτούμε όσο το δυνατό περισσότερο τις προκλήσεις που μας προσφέρονται για να κτίσουμε ένα βιώσιμο παραγωγικό μέλλον για την κοινωνία μας μέσα από συγκεκριμένες προοπτικές ανάπτυξης. Η επόμενη μέρα της κρίσης του κορωνοϊού αποτελεί μια νέα ευκαιρία για τη διαμόρφωση και λειτουργία ενός νέου και βιώσιμου συστήματος παραγωγής. Στην προσπάθεια αυτή πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οφείλουμε να κληρονομήσουμε στις επερχόμενες γενεές ένα βιώσιμο μέλλον, γιατί η Κύπρος δεν πρέπει μόνο να συνεχίσει να εκσυγχρονίζεται αλλά και να ενδυναμώνεται βιώσιμα αναπτυξιακά έτσι ώστε τα παιδιά μας να κληρονομήσουν οικονομική αξιοπιστία και σταθερότητα σε έναν περιφερειακό επενδυτικό και αναπτυξιακό κόμβο, την Κύπρο.  

* Ο Γιώργος Κάρουλλας είναι Βουλευτής ΔΗΣΥ,
Μέλος Επιτροπής Εσωτερικών,
 και Συντονιστής Επιτροπής Εσωτερικών ΔΗΣΥ

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ