Κυριάκος Γεωργίου: Quo Vadis Oeconomia?

Με την αλλαγή του έτους είθισται να γίνεται ένας απολογισμός του απερχόμενου και μια εκτίμηση για το επερχόμενο. 

Του Κυριάκου E. Γεωργίου*

Οι μόνες σταθερές των καιρών είναι η αβεβαιότητα και η αλλαγή  και με αυτές θα πρέπει να πορευτούμε.  Η απαισιόδοξη επιστήμη των οικονομικών για ακόμη μια φορά αποτελεί ταυτόχρονα μια πυξίδα και ένα εργαλείο ανάλυσης των δεδομένων και αναζήτησης των δεδομένων. Παρά τις νότες αισιοδοξίας από διάφορες πλευρές θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και λίγο συντηρητικοί ως προς τις προβλέψεις  και έτσι να είμαστε λίγο πιο ασφαλείς.  Η παγκόσμια οικονομία είναι πιθανό να οδεύει σε μια νέα ύφεση και συνολικά σε μια εποχή δυσκολιών οντολογικής φύσεως. 

Οι λόγοι της αβεβαιότητας έχουν να κάνουν με την πανδημία που ενώ έχει υποχωρήσει δεν φαίνεται να έχει εξαλειφθεί και μάλλον θα μας ταλαιπωρεί για κάποιο ακόμη διάστημα. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν προβλέπεται να λήξει σύντομα και αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις την παγκόσμια οικονομία και ιδιαίτερα την ευρωπαϊκή.  Σε αυτά θα πρέπει να συνυπολογισθούν  και κάποιες δομικές αδυναμίες της οικονομίας στο τοπικό και διεθνές επίπεδο. Φαίνεται να βρισκόμαστε για ακόμη μια φορά μπροστά σε μια νέα δομική αναδιάταξη της παγκόσμιας οικονομίας, η οποία δεν επηρεάζει μόνο τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας αλλά και τον τριτογενή.

Η Προβληματική του Υψηλού Πληθωρισμού 

Σε μακροοικονομικό επίπεδο ο υψηλός πληθωρισμός,  της τάξης του 10%, δεν φαίνεται να είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο που σύντομα θα αναστραφεί. Αυτή ήταν η αντίδραση όταν πρωτοξεκίνησε η ανοδική τάση του πληθωρισμού, τότε που πολλοί υποστήριξαν ότι ήταν απλώς το προσωρινό αποτέλεσμα του τρόπου επανεκκίνησης των οικονομιών που δημιούργησε μια απότομη αύξηση της ζήτησης, η προσφορά δεν μπορούσε άμεσα να ανταποκριθεί και το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση των τιμών.

Τώρα αποδεικνύεται ότι υπάρχει μια πιο δομική διάσταση στον πληθωρισμό, που κυρίως έχει να κάνει με την προσφορά, τα προβλήματα στην οργάνωση των εφοδιαστικών αλυσίδων και το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις προσπαθούν να διατηρήσουν υψηλά περιθώρια λειτουργικών κερδών ή και να καλύψουν ζημίες των προηγούμενων ετών, μέσα από συνεχείς αυξήσεις των τιμών. Σε αυτή τη λογική η προσπάθεια συγκράτησης του πληθωρισμού με τις συνεχείς αυξήσεις των επιτοκίων ίσως να μην είναι η σοφότερη πολιτική. 

Δυστυχώς ο πληθωρισμός δημιουργεί πλήθος προβλημάτων και  υπονομεύει την κοινωνική συνοχή, καθώς λειτουργεί και ως μηχανισμός αναδιανομής εισοδήματος σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων.  Δεν είναι τυχαίο ότι, ιδίως στην Ευρώπη,  ήδη η «κρίση του κόστους ζωής»  ιδιαίτερα όσον αφορά το υψηλό κόστος ενέργειας αποτελεί σημαντική παράμετρο κοινωνικής δυσαρέσκειας και συχνά πολιτικής κρίσης. Οι εργαζόμενοι σε διάφορες χώρες και επαγγελματικούς χώρους έχουν αρχίσει να αντιδρούν δυναμικά ζητώντας την αποκατάσταση του χαμένου εισοδήματός τους και του επιπέδου ζωής τους. Τις τελευταίες δεκαετίας η κατανομή του εθνικού εισοδήματος ευνοεί τις πλουσιότερες τάξεις εις βάρος των εργαζομένων.   

Είναι γενικά παραδεκτό ότι ο υψηλός πληθωρισμός έχει δυσμενείς παρενέργειες στην ομαλή λειτουργία της οικονομίας και επομένως αναγκάζει τις κυβερνήσεις και τις  κεντρικές τράπεζες να προχωρήσουν σε μια αντιπληθωριστική πολιτική και αυτό κατεξοχήν σημαίνει, μια πολιτική υψηλότερων επιτοκίων και μείωση της ρευστότητας ώστε να περιορισθεί η ζήτηση και να μειωθεί ο πληθωρισμός.

Μείωση Δαπανών, Επενδύσεων  και Δανείων

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι χώρες, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά περιορίζουν τα έξοδα, τις επενδύσεις και τα δάνεια ώστε να υπάρξει μείωση της ζήτησης και  υποχώρηση των τιμών. Μικρή σημασία έχει ότι η τρέχουσα αύξηση του πληθωρισμού δεν προέρχεται από τη ζήτηση, όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω. Για τις κεντρικές τράπεζες είναι πρακτικά αδύνατο να αποφύγουν μια πολιτική δραστικής αύξησης των επιτοκίων μεταξύ 50 και 75 Μονάδες βάσης ή  0,50 – 0,75% σε σύντομα,  τακτά χρονικά διαστήματα. Ως αποτέλεσμα τα υψηλά επιτόκια οδηγούν στην επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας, προσελκύουν  κεφάλαια από την περιφέρεια προς το αναπτυγμένο κέντρο (σε ασφαλέστερες επενδύσεις) και αυξάνουν το κόστος εξυπηρέτησης του  χρέους σε όλα τα επίπεδα.

Η απληστία, η άγνοια και ο ελλιπής θεσμικός έλεγχος έχουν συνδράμει ώστε τις τελευταίες δεκαετίες να δημιουργηθούν, σε διάφορες αγορές φαινόμενα που εξελίχθηκαν σε «φούσκες». Το είδαμε με διάφορες παραλλαγές χρηματιστηριακών φουσκών στις αρχές του αιώνα ( dot.com bubble και την καταστροφή του κυπριακού και του ελληνικού χρηματιστηρίου),  τις αγορές τιτλοποιημένου ιδιωτικού χρέους που οδήγησε στην κατάρρευση της Lehman Brothers και ακολούθως την παγκόσμια κρίση του 2008 – 2015, με τις αγορές ενέργειας και πολύ πρόσφατα με τις αγορές κρυπτονομισμάτων. Ένα τελευταίο παράδειγμα αφορά τις αγορές ομολόγων, με πιο χαρακτηριστική πρόσφατη περίπτωση τα όσα έγιναν στη Μεγάλη Βρετανία που οδήγησαν και στην κατάρρευση της κυβέρνησης της Liz Truss μέσα σε 45 μέρες από την ανάληψη της εξουσίας.

Το πρόβλημα με τα ομόλογα είναι σημαντικό, γιατί ενώ παραδοσιακά αποτελούσαν το σίγουρο θεμέλιο ενός καλού χαρτοφυλακίου, πλέον αντιμετωπίζονται περισσότερο ως βάση για την ανάπτυξη   ιδιαίτερα επιθετικών πρακτικών  στις αγορές, οι οποίες εμπεριέχουν  τον κίνδυνο να  οδηγήσουν σε σοβαρή κρίση ρευστότητας με αντίκτυπο στο σύνολο της οικονομίας. Βεβαίως αν δεν μπορείς να εμπιστευθείς τα ομόλογα τι θα εμπιστευθείς ως σταθερή και ασφαλή επένδυση;

Παραγωγικότητα και Εργασία

Η παραγωγικότητα  είναι μια πολύ σημαντική,  αν και μάλλον παραγνωρισμένη παράμετρος,   η οποία καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξη της οικονομίας. Από τη δεκαετία του 1970 άρχισε ένας διάλογος για το παράδοξο της παραγωγικότητας. Τότε είχε να κάνει με τη συνεισφορά της πληροφορικής στην παραγωγικότητα και την ανάπτυξη της οικονομίας (η οποία αποδείχτηκε σημαντικά θετική ιδιαίτερα όταν συνδυασθεί με αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας των οργανισμών).  Η τρέχουσα εκδοχή του «παράδοξου της παραγωγικότητας»,  αφορά ότι στον αναπτυγμένο κόσμο οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας είναι μικρότεροι σε σχέση με προηγούμενες ιστορικές περιόδους παρά την εξέλιξη της τεχνολογίας.

Αυτό έχει να κάνει με διάφορες παραμέτρους, όπως την αυξημένη βαρύτητα των υπηρεσιών, όπου η εργασία και ο ανθρώπινος νους δεν μπορούν τόσο εύκολα να αντικατασταθούν από μηχανικές λειτουργίες και την τεχνολογία. Επίσης αρκετές ψηφιακές τεχνολογικές εξελίξεις δεν σημαίνουν απαραίτητα  την παραγωγή μεγαλύτερου  όγκου αγαθών με μικρότερη εργασία. Ακόμη υπάρχει η εγγενής αδυναμία μέτρησης  της παραγωγικότητας στις υπηρεσίες ιδιαίτερα σε σχέση και με την ποιότητα.

Σε κάποιο βαθμό η μειωμένη παραγωγικότητα περιορίζει και τις αυξήσεις στα εισοδήματα των εργαζομένων και έτσι διογκώνεται η διαφορά μεταξύ του πλούτου των εργαζομένων και των εργοδοτών.

Το γεγονός όμως παραμένει ότι μια οικονομία χωρίς τομές στην παραγωγικότητα είναι μια οικονομία χωρίς μεγάλες δυνατότητες διεύρυνσης της κερδοφορίας με όρους παραγωγής. Έχοντας αυτό υπόψη συχνά οι επιχειρήσεις αυξάνουν τα συνολικά τους κέρδη μέσα από χρηματιστηριακές επενδύσεις που υπόσχονται υψηλές αποδόσεις αλλά εμπεριέχουν αυξημένο κίνδυνο από «απότομες» διορθώσεις. Αυτή η δραστηριότητα εμπεριέχει  τον κίνδυνο μιας νέας στασιμότητας που θα επιτείνει το φαινόμενο που καταγράφηκε μετά την κρίση του 2008 όταν η ανάκαμψη ήταν γενικά αναιμική.

Συναφής με το παράδοξο της παραγωγικότητας  είναι και ένα άλλο παράδοξο αυτό της εργασίας. Μετά την πανδημία παρατηρείται το φαινόμενο της μειωμένης ανεργίας στην οικονομία αλλά και  η διαθεσιμότητα κενών θέσεων εργασίας σε τομείς που έχουν πληγεί από την πανδημία όπως η ξενοδοχειακή και επισιτιστική βιομηχανία. Με την επιστροφή σε κανονικούς ρυθμούς της οικονομίας πολλοί εργαζόμενοι στους τομείς αυτούς επέλεξαν να απέχουν από την αγορά εργασίας ή να παραμείνουν σε τομείς όπως το εμπόριο και οι υπηρεσίες οι οποίες αποδείχτηκαν πιο ανθεκτικοί. Έτσι παρατηρούνται σε παγκόσμιο επίπεδο κενές θέσεις εργασίας.

Παράλληλα πολλές εταιρείες στους τομείς των υπηρεσιών, των τραπεζικών υπηρεσιών, της πληροφορικής και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης έχουν ανακοινώσει μαζικές απολύσεις προσωπικού ενίοτε μέχρι και 20% των εργαζομένων σε μια προσπάθεια να μειώσουν το κόστος του προσωπικού ως αποτέλεσμα του μειωμένου κύκλου εργασιών ( κύρια από διαφημίσεις)  και της αναμενόμενης, επερχόμενης ύφεσης. Σε αρκετές περιπτώσεις οι μειώσεις αφορούν σε αλλαγές στο επιχειρηματικό μοντέλο όπως την περίπτωση του τραπεζικού τομέα με την έμφαση στην ψηφιακή τραπεζική, άλλες όμως αφορούν την παραδοχή ότι το υφιστάμενο επιχειρηματικό μοντέλο έχει κλείσει τον κύκλο του όπως στην περίπτωση της Meta (Facebook) η οποία απολύει 10.000 ανθρώπους ή 13% του προσωπικού. Άλλες πολύ γνωστές εταιρείες αφορούν την Amazon,  Microsoft, Twitter, H&M, Tesla, GP Morgan, Gap και τη Novartis . H τάση αυτή μπορεί και να είναι μη αναστρέψιμη μια και πολλές εταιρείες φαίνεται να επαναξιολογούν τις στρατηγικές τους.                     

Γεωπολιτικές Διαστάσεις

Σε όλες αυτές τις αντιθέσεις έρχονται να προστεθούν και νέες γεωπολιτικές διαστάσεις. Ανεξαρτήτως της έκβασης της σύγκρουσης στην Ουκρανία, είναι σαφές ότι οι κυρώσεις  εναντίον της  Ρωσίας  θα διατηρηθούν και θα συνεχίσουν να επηρεάζουν την παγκόσμια οικονομία σε τρεις τουλάχιστον τομείς, αυτούς της ενέργειας των λιπασμάτων και των τροφίμων (δημητριακά, σπορέλαια, ζωοτροφές και κατ’ επέκταση παραγωγή γάλακτος και άλλα ζωικά προϊόντα). Το ίδιο ισχύει και για την προσπάθεια των ΗΠΑ να περιορίσουν την πρόσβαση της Κίνας σε υψηλή τεχνολογία και τη μείωση της δύναμής της στην παγκόσμια αγορά.

Και αυτές είναι αλλαγές που επηρεάζουν τις δυναμικές της παγκόσμιας οικονομίας, ακόμη και με τη μορφή «παρενεργειών» όπως το υψηλότερο κόστος ενέργειας. Πάνω από όλα ανοίγουν το ενδεχόμενο εκτεταμένων αναδιατάξεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες που μπορεί και να σημαίνουν και μεγαλύτερό κόστος ή λιγότερες «ευκολίες» για ορισμένες από τις δυτικές πολυεθνικές.  Μια τάση που παρατηρείται έντονα είναι η επιστροφή των βιομηχανικών μονάδων στην Ευρώπη και ΗΠΑ σε μια προσπάθεια να μειώσουν την εξάρτηση και αντιγραφή προϊόντων από την Κίνα αλλά τη μείωση του κόστους και χρόνου αποστολής. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στους τομείς της τεχνολογίας. 

Αυτό εξηγεί επίσης και την προσεκτική στάση ή και ταλάντευση ιδίως των ΗΠΑ ως προς τον βαθμό στον οποίο θα κλιμακώσουν ιδίως σε σχέση με την αντιπαράθεση με την Κίνα. Οι ΗΠΑ φαίνεται ότι έχουν πάρει αποφάσεις ως προς τη θέση τους στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και θέλουν να παραμείνουν η μόνη υπερδύναμη συνεπικουρούμενη από ένα μικρό αριθμό πιστών συμμάχων όπως η Ε.Ε., η Ιαπωνία, η Αυστραλία και ο Καναδάς και η Νότιος Κορέα μεταξύ άλλων.

Σε αυτό τον σχεδιασμό δεν φαίνεται να  υπάρχει χώρος για τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν  αλλά και μέχρι πρότινος  συμμάχους όπως την Τουρκία και τη Σαουδική Αραβία χώρες οι οποίες φαίνεται να προωθούν μια πιο ανεξάρτητη και καιροσκοπική πολιτική.  

Υπάρχει όμως αυξημένος χώρος για την Ελλάδα και την Κύπρο ως «προκεχωρημένα φυλάκια»    της Δύσεως στην περιοχή, κατά το πρότυπο του Ισραήλ και ίσως της Αιγύπτου. Η σταθερότητα, η σοβαρότητα και η μετριοπάθεια που επιδεικνύουν οι δύο χώρες τους επιτρέπουν ένα αυξημένο ρόλο και μεγαλύτερη ασφάλεια έναντι της γείτονος, η οποία έχει χάσει κάθε μέτρο και μπούσουλα. Αυτό είναι εμφανές σε σχέση με τις ΗΠΑ και τη συνεργασία με τις δύο χώρες με το λιμάνι στην Αλεξανδρούπολη και την αναβάθμιση της σχέσης με την Κύπρο και την υποβάθμιση της Τουρκίας σε θέματα εξοπλισμών και συνεργασίας. 

 H Πρόκληση της Κλιματικής Αλλαγής / Κρίσης

Πρόσφατα στα  πλαίσια μιας συνάντησης με Ευρωπαίους συναδέλφους για την ετοιμασία μαθημάτων για την κλιματική αλλαγή που την αποκαλώ πλέον κρίση, μου έκαναν παρατήρηση ότι δεν χρησιμοποιώ ακαδημαϊκά ορθό όρο. Η αλήθεια όμως είναι ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας κρίσης παγκόσμιου μεγέθους που ξεπερνά κατά πολύ την τρέχουσα οικονομική κρίση ή την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Δυστυχώς, δεν είναι βέβαιο εάν θα μπορέσουμε να συγκρατήσουμε ή και να αναχαιτίσουμε την κλιματική αλλαγή. Το πιο πιθανό είναι να αποτύχουμε ως προς τους στόχους οι οποίοι έχουν τεθεί.

Το σίγουρο είναι ότι η κλιματική αλλαγή ούτως ή άλλως δημιουργεί  μεγάλο κόστος και μεγάλες προοπτικές για ανάπτυξη σε νέους τομείς. Το κόστος συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων  το κόστος της «Πράσινης Μετάβασης»  και  το  κόστος  που θα κληθούν χώρες (αλλά και ασφαλιστικές εταιρείες) να καταβάλουν για τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή. Σε αυτό προστίθεται και το εάν θα υπάρξει πίεση για περιορισμό δραστηριοτήτων που παίζουν ρόλο στην παγκόσμια οικονομία, από τα αεροπορικά ταξίδια και τον τουρισμό  έως την ανατροφή αγελάδων και  την κατανάλωση κόκκινου κρέατος. Αυτό σημαίνει ότι παρότι σημαντικές πλευρές της «Πράσινης Μετάβασης» είναι  αφετηρίες για μια «Πράσινη Ανάπτυξη» (μεγάλες επενδύσεις, νέες τεχνολογίες, αναβάθμιση κλάδων όπως οι ΑΠΕ), εντούτοις είναι πιθανό η κλιματική αλλαγή να λειτουργήσει και ως «περιοριστικός» παράγοντας στην παγκόσμια οικονομία σε ορισμένους παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας.

Αβέβαιο Μέλλον

Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα πολύ πιο αντιφατικό, αβέβαιο και δυναμικό περιβάλλον σε βάθος χρόνου σε σχέση με τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Σε αυτό μπορεί να προστεθεί και μια άλλη σημαντική παράμετρος που είναι η ίδια η «ωρίμανση» της κινεζικής οικονομίας. Ήδη η δεύτερη οικονομία του πλανήτη δεν συνεισφέρει με τους ίδιους υψηλούς  ρυθμούς ανάπτυξης  προηγούμενων δεκαετιών που την έκαναν να είναι «ατμομηχανή» της παγκόσμιας οικονομίας. Επίσης, η Ινδία έχει ξεπεράσει την Κίνα σε πληθυσμό και επιζητεί ένα μεγαλύτερο ρόλο στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και οι ΗΠΑ έχουν επιστρέψει δυναμικά. 

 Η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει σημαντικές οντολογικές προκλήσεις, γεωπολιτικά συμφέροντα και βαθύτερες αντιφάσεις και δυναμικές. Πράγμα που σημαίνει ότι ακόμη και εάν υπάρξουν συγκυριακές, προσωρινές  βελτιώσεις  τις οποίες  θα προσπαθήσουν να αξιοποιήσουν κράτη και επιχειρήσεις στο βάθος του χρόνου θα πρέπει να επιλυθούν σημαντικά προβλήματα και να απαντηθούν δύσκολα ερωτήματα . Η εστίαση στην επομένη περίοδο θα πρέπει να είναι  στην αλλαγή υποδείγματος, στη δημιουργική καταστροφή και στη διαχείριση της αλλαγής. 

Διαβάστε επίσης: Αβεβαιότητα για την αγορά και τις κυρώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο

*Εργάτη Γνώσης

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ