Α. Ασσιώτης: Τα αρνητικά επιτόκια… ήρθαν για να μείνουν

Σε περιόδους οικονομικής ύφεσης ή αναιμικής ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, αλλά και σε άλλες οικονομίες, η άσκηση νομισματικής πολιτικής σε συνδυασμό με τη δημοσιονομική πολιτική αποτελούν τα κύρια εργαλεία που έχουν στη διάθεσή τους τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και η κάθε κυβέρνηση, αντίστοιχα, για να τονώσουν την ανάπτυξη.

Του Δρ. Ανδρέα Ασσιώτη, 
Επικεφαλής Οικονομολόγος, Ελληνική Τράπεζα

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι οικονομίες χρειάζονται και τις δύο πολιτικές να ασκούνται παράλληλα και συνδυαστικά για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων και την αποφυγή στρεβλώσεων. 

Μετά την ύφεση της Ευρωζώνης, ως επακόλουθο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 και της μετέπειτα παρατεταμένης αναιμικής ανάπτυξης που παρατηρήθηκε, εφόσον η κατανάλωση παρέμεινε υποτονική και ο δανεισμός σε χαμηλά επίπεδα, ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) όσον αφορά τη σταθερότητα της οικονομίας ενισχύθηκε. Ο πρωταρχικός στόχος της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, να παραμένουν δηλαδή σταθερές οι τιμές στο καλάθι της νοικοκυράς. Αυτή είναι η καλύτερη συμβολή που μπορεί να έχει η άσκηση νομισματικής πολιτικής στην οικονομική ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.

Το 2012, ο Μάριο Ντράγκι, λαμβάνοντας υπόψη τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν στην ευρωπαϊκή οικονομία, εξήγγειλε ότι θα κάνει οτιδήποτε χρειαστεί (το περίφημο «whatever it takes») για να στηρίξει την Ευρωζώνη, εννοώντας και τη στροφή προς τα αρνητικά επιτόκια. Το 2012, το βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ ορίστηκε στο 0%, ενώ τον Ιούνιο του 2014 μειώθηκε για πρώτη φορά σε αρνητική επικράτεια, στο -0,10%. Στη συνέχεια, διαδοχικές μειώσεις το οδήγησαν στο -0,4% τον Μάρτιο του 2016, ενώ πολύ πρόσφατα, τον Σεπτέμβριο του 2019, μειώθηκε περαιτέρω στο -0,5%. Είναι εμφανές ότι τα αρνητικά επιτόκια δεν αποτελούν νέο γεγονός για τις ευρωπαϊκές εμπορικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων και των κυπριακών, αλλά κάτι που βιώνουν εδώ και μια πενταετία.

Στόχος της πολιτικής των αρνητικών επιτοκίων ήταν –και παραμένει– η αποθάρρυνση των τραπεζών να καταθέτουν τα πλεονασματικά τους αποθέματα στην ΕΚΤ και, αντ’ αυτού, η ώθηση για διοχέτευση αυτής της ρευστότητας σε δάνεια προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις για αναθέρμανση της οικονομίας. Μέσω αυτής της διαδικασίας, θα αυξανόταν η ρευστότητα στην αγορά, με αποτέλεσμα τη μείωση των επιτοκίων, ενθαρρύνοντας με αυτό τον τρόπο τα νοικοκυριά σε κατανάλωση και τις εταιρείες σε επενδύσεις, δίνοντας έτσι ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα και τον πληθωρισμό.

Αυτό φυσικά αφορά ολόκληρο τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε χώρας. Για παράδειγμα, στην κυπριακή οικονομία, δεν υπάρχει θέμα έλλειψης ρευστότητας από την πλευρά του συστήματος για διοχέτευσή της στην πραγματική οικονομία, αλλά μάλλον έλλειψη τόσων ποιοτικών ευκαιριών (δεδομένου και του υπερδανεισμένου ιδιωτικού τομέα και των υψηλών επιπέδων μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων) έτσι ώστε να καλυφθεί αυτή η διαθέσιμη ρευστότητα.

Πέραν των αρνητικών επιτοκίων, λίγο αργότερα, το 2015 και εφόσον η ευρωπαϊκή οικονομία δεν ανέκαμψε, η ΕΚΤ προχώρησε στην εφαρμογή νέας πολιτικής, της λεγόμενης «ποσοτικής χαλάρωσης». Ξεκίνησε δηλαδή τη μαζική αγορά ομολόγων, κυρίως από τις τράπεζες, με αποτέλεσμα τη διοχέτευση περαιτέρω ρευστότητας στην αγορά.

Όπως διαφάνηκε, η συνεχής μονοδιάστατη επεκτατική νομισματική πολιτική, εφόσον δεν συνοδεύτηκε από παράλληλες δημοσιονομικές πολιτικές, δημιούργησε στρεβλώσεις. 

Μέχρι σήμερα, η ΕΚΤ συνεχίζει να επιβάλλει αρνητικά επιτόκια στις τράπεζες που επιλέγουν να φυλάνε τη ρευστότητά τους αντί να τη διαθέτουν μέσω δανεισμού στην πραγματική οικονομία. Βασικά, τράπεζες με υπερβάλλουσα ρευστότητα, που στην ουσία δεν μπορούν να την διοχετεύσουν στην πραγματική οικονομία λόγω έλλειψης τόσων ευκαιριών, αντιμετωπίζουν επιπλέον κόστη, γεγονός που επηρεάζει την κερδοφορία τους, αφού πρέπει να πληρώνουν για να «παρκάρουν» τις καταθέσεις τους. 

Σήμερα, το βασικότερο πρόβλημα των παρατεταμένων αρνητικών επιτοκίων που αφορά τις τράπεζες, είναι ότι εδώ και πέντε χρόνια δεν έχουν μετακυλίσει το κόστος αυτό στους πελάτες τους, αλλά συνεχίζουν να το απορροφούν οι ίδιες. Αυτό οδηγεί σε συμπίεση του περιθωρίου κέρδους των εμπορικών τραπεζών ποικιλοτρόπως, με αρνητικές συνέπειες για την ευρύτερη οικονομία.

Όσο οι τράπεζες προστατεύουν τους καταθέτες από το κόστος των αρνητικών επιτοκίων, βασικά προσφέρουν τα προϊόντα τους σε τιμές κάτω του κόστους, μεγαλώνοντας έτσι τις προκλήσεις που ήδη αντιμετωπίζουν. Ένα σημαντικό μέρος της λύσης του προβλήματος αυτού εναπόκειται στο να αντιληφθεί ο κόσμος ότι για να διατηρεί τις καταθέσεις του στην τράπεζα θα πρέπει να πληρώνει. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, «μα θα πληρώνω για να μου φυλάει η τράπεζα τα λεφτά μου;», αλλά δυστυχώς η «φύλαξη» των καταθέσεων έχει κόστος για τις τράπεζες και η τρέχουσα νομισματική πολιτική της ΕΚΤ αυξάνει αυτό το κόστος. 

Έως τώρα, κάποιες τράπεζες έχουν καταφέρει να περιορίσουν τις συνέπειες των αρνητικών επιτοκίων στην κερδοφορία τους, είτε μέσω αύξησης του δανεισμού (με σχετικά χαμηλά επιτόκια, όπως αναφέρεται και πιο πάνω) είτε μέσω αύξησης άλλων ασφαλών επενδύσεων με χαμηλές αλλά αποδεκτές αποδόσεις που σιγά-σιγά γίνονται δυσεύρετες ή και μέσω μείωσης των λειτουργικών δαπανών τους, που όμως, ως επί το πλείστον, αφορούν δαπάνες ανελαστικού χαρακτήρα. Οι τράπεζες αυτές έχουν προσπαθήσει για χρόνια τώρα να μην επιβαρύνουν τους καταθέτες. 

Τα αρνητικά καταθετικά επιτόκια όμως έχουν ήδη εφαρμοστεί εδώ και χρόνια στην Ευρώπη. Είναι γεγονός ότι κάποιες ευρωπαϊκές τράπεζες, κυρίως στις σκανδιναβικές χώρες αλλά και στη Γερμανία και την Ελβετία, εδώ και χρόνια επιβάλλουν χρεώσεις στους επιχειρηματικούς τους πελάτες, ενώ πολύ πρόσφατα έχουν ήδη αρχίσει τις χρεώσεις και σε μικρότερα ποσά, ακόμη και στον ιδιωτικό τομέα.

Είναι ευρέως αποδεκτό ότι οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία, δεδομένων των ανησυχιών και της αβεβαιότητας που επικρατεί, τείνουν να παγιώσουν τα αρνητικά επιτόκια και επομένως θεωρείται δεδομένο ότι θα πρέπει όλοι μας να τα αντιμετωπίσουμε.

Όπως προαναφέρθηκε, η οικονομία χρειάζεται και τη νομισματική αλλά και τη δημοσιονομική πολιτική να ασκούνται παράλληλα και συνδυαστικά για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων και την αποφυγή στρεβλώσεων. Το σίγουρο κέρδος της υπάρχουσας νομισματικής πολιτικής είναι η μεγάλη πτώση του κόστους δανεισμού των κυβερνήσεων λόγω των μαζικών αγορών ομολόγων από την ΕΚΤ. Γίνεται έτσι ευκολότερο προς τις κυβερνήσεις να αναλάβουν δημοσιονομικές πρωτοβουλίες και να αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις σε έργα υποδομών, ενισχύοντας έτσι την οικονομική δραστηριότητα.

Πηγή: Έντυπο περιοδικό ​Economy Today

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ