Αργή η ανάκαμψη της κερδοφορίας των τραπεζών της Eυρωζώνης

Η κερδοφορία των τραπεζών αναμένεται να επιστρέψει σε επίπεδα προ-πανδημίας μεταξύ του 2022-23, αλλά θα συνεχίσει να είναι χαμηλότερη από το κόστος των ιδίων κεφαλαίων τους

Ηανάκαμψη της κερδοφορίας των τραπεζών της Ζώνης του ευρώ αναμένεται να είναι αργή, μετά την πτώση που σημειώθηκε το 2020 λόγω της πανδημίας. Η κερδοφορία των τραπεζών αναμένεται να επιστρέψει σε επίπεδα προ-πανδημίας μεταξύ του 2022-23, αλλά θα συνεχίσει να είναι χαμηλότερη από το κόστος των ιδίων κεφαλαίων τους. Οι πιέσεις στα έσοδα των τραπεζών από τα χαμηλότερα επιτόκια συνεχίζονται, με τις τράπεζες της Ευρωζώνης να εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από την αύξηση στις καινούργιες χορηγήσεις. Η κανονικοποίηση των προβλέψεων για πιστωτικές ζημιές είναι o κύριος μοχλός της βελτίωσης στην κερδοφορία βραχυπρόθεσμα, όμως κίνδυνοι ελλοχεύουν σε περίπτωση που οι συσσωρευμένες προβλέψεις των τραπεζών για την πανδημία αποδειχθούν ανεπαρκείς.

Η κερδοφορία των τραπεζών της Ζώνης του ευρώ βυθίστηκε το 2020 λόγω των προβλέψεων για πιστωτικές ζημιές δανείων και λόγω χαμηλότερων εσόδων, εξαιτίας της πανδημίας. Η απόδοση ιδίων ενσώματων κεφαλαίων (RοΤE) των σημαντικών ιδρυμάτων της Ζώνης του ευρώ μειώθηκε από 5,3% στο τέλος του 2019 σε 1,3% το τέταρτο τρίμηνο του 2020. Το RoTE που δημοσίευσαν οι τράπεζες για το 2020 ήταν θετικό, με εξαίρεση την Κύπρο, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, όπου οι απώλειές τους οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στις προβλέψεις για πιστωτικές ζημιές δανείων και άλλων μη-χρηματοοικονομικών προϊόντων.

Η ανάκαμψη της κερδοφορίας των τραπεζών της Ζώνης του ευρώ αναμένεται να είναι αργή. Μοντέλα τα οποία βασίζονται στις προσδοκίες της αγοράς προβλέπουν ένα RοΤE της τάξεως του 3% στο τέλος του 2021 και 6% το 2022 (βάσει της έκθεσης οικονομικής σταθερότητας της ΕΚΤ). Αυτές οι προβλέψεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την πορεία της συνολικής οικονομικής ανάκαμψης και από τον ρυθμό επιστροφής στην κανονικότητα. Παρόλο που το αναμενόμενο από την αγορά χρονικό διάστημα επιστροφής των επιτοκίων σε θετικό έδαφος (το καταθετικό επιτόκιο της ΕΚΤ βρίσκεται στο -0,50%) έχει μειωθεί πρόσφατα από το 2030 στο 2026, αυτό συνεπάγεται ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά για μια σημαντική περίοδο, ασκώντας περαιτέρω πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών.

Οι πιέσεις στα έσοδα παραμένουν

Oι τράπεζες της νότιας Ευρώπης είναι εκτεθειμένες σε διακυμάνσεις στο βραχυπρόθεσμο μέρος της καμπύλης απόδοσης (yield curve). Συνεπώς, χωρίς αύξηση του καταθετικού επιτοκίου της ΕΚΤ, το οποίο θα είναι απόρροια μιας βιώσιμης αυξητικής τάσης του πληθωρισμού, οι τράπεζες της νότιας Ευρώπης στηρίζονται σε αυξημένες παραχωρήσεις δανείων για να διατηρήσουν τα καθαρά τους έσοδα από τόκους τουλάχιστον σταθερά. Οι τράπεζες της βόρειας Ευρώπης, δε, αντιμετωπίζουν πιέσεις κυρίως στα λεγόμενα «χαρτοφυλάκια αντιγραφής» (replication portfolios), τα οποία διατηρούν και ανανεώνουν μηχανικά για να εξισορροπήσουν τον επιτοκιακό τους κίνδυνο. Καθώς τα κρατικά ομόλογα που διατηρούν οι τράπεζες σε αυτά τα χαρτοφυλάκια είναι τουλάχιστον 5ετoύς διάρκειας, σημαίνει πως η ανανέωσή τους γίνεται σε χαμηλότερα επιτόκια επηρεάζοντας αρνητικά τα καθαρά τους έσοδα από τόκους.

Συνεπώς, οι τράπεζες της Ζώνης του ευρώ στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην παραχώρηση μεγαλύτερου όγκου δανείων για να εξισορροπήσουν τις αρνητικές επιπτώσεις από τα χαμηλότερα επιτόκια. Αυτό όμως δημιουργεί μεγαλύτερες ανταγωνιστικές πιέσεις, οι οποίες επηρεάζουν αρνητικά τα προσφερόμενα από τις τράπεζες επιτόκια. Αρκετές τράπεζες αναφέρουν πως οι πλείστες εταιρείες οι οποίες έλαβαν χορηγήσεις μέσω των προγραμμάτων κρατικών εγγυήσεων δεν ξόδεψαν παρά ένα μέρος της συνολικής χορήγησης και διατηρούν το υπόλοιπο ως κατάθεση. Έτσι με αρκετή διαθέσιμη ρευστότητα, μειώνεται η ανάγκη αρκετών εταιρειών για χρηματοδότηση μέσω των τραπεζών. Με την ανάκαμψη των καταναλωτικών δανείων να εξαρτάται σχεδόν εξολοκλήρου από την επιστροφή των χωρών στην κανονικότητα (χωρίς απαγορεύσεις κυκλοφορίας), οι πλείστες τράπεζες έχουν στρέψει την προσοχή τους στα οικιστικά δάνεια. Όμως, οι κεντρικές τράπεζες σε μερικές χώρες της βόρειας Ευρώπης έχουν ήδη ξεκινήσει να προειδοποιούν τις τράπεζες πως πρέπει να εφαρμόσουν αυστηρότερα πιστωτικά πρότυπα για τις παραχωρήσεις νέων οικιστικών δανείων, ούτως ώστε να μη δημιουργηθούν ανισορροπίες στην οικονομική σταθερότητα των χωρών. Συνεπώς, οι προοπτικές για σημαντική αύξηση στην παραχώρηση νέων χορηγήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν είναι ευοίωνες.

Περιορισμένα περιθώρια βελτίωσης της κερδοφορίας

Οι αυξημένες προβλέψεις για πιστωτικές ζημιές δανείων ήταν η κύρια αιτία για τη χαμηλότερη κερδοφορία των τραπεζών της Ευρωζώνης το 2020. Εξ ου και η ετησιοποιημένη χρέωση πιστωτικών ζημιών δανείων (cost of risk) το 2020 ήταν 2x-3x υψηλότερη από το συνηθισμένο για τις τράπεζες. Η αγορά προβλέπει πως οι πιστωτικές ζημιές δανείων για τις τράπεζες θα κανονικοποιηθούν μεταξύ του 2022 και 2023. Συνεπώς, δεν φαίνεται να υπάρχουν μεγάλα περιθώρια βελτίωσης στην αναμενόμενη κερδοφορία των τραπεζών της Ευρωζώνης από περαιτέρω μείωση των προβλέψεων για ζημιές δανείων. Σε αντίθεση, υπάρχει ο κίνδυνος οι συσσωρευμένες προβλέψεις των τραπεζών να μην αποδειχθούν επαρκείς, επιβαρύνοντας τη μελλοντική τους κερδοφορία. Οι πραγματοποιηθείσες ζημιές δανείων όμως είναι οι ίδιες, ανεξαρτήτως των λογιστικών χειρισμών. Συνεπώς, εφόσον δεν έχουμε ακόμη δει σημαντικές εισροές μη-εξυπηρετούμενων δανείων από την πανδημία στην Ευρωζώνη, λόγω της εξαιρετικά χαλαρής πρόσφατης δημοσιονομικής και χρηματοοικονομικής πολιτικής της Ευρωζώνης, δεν υπάρχει πλήρης ορατότητα εάν οι προβλέψεις για τις ζημιές δανείων των τραπεζών είναι επαρκείς.

Οι τράπεζες δεν κερδίζουν το κόστος των ιδίων κεφαλαίων τους

Το κόστος των ιδίων κεφαλαίων (cost of equity; CoE) για τις τράπεζες ισοδυναμεί με την αποζημίωση που απαιτούν οι συμμετέχοντες στην αγορά (δηλαδή οι μέτοχοι) για την επένδυση και την κατοχή των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών. Παρά τη σημασία του, το CoE είναι μη παρατηρήσιμο και, ως εκ τούτου, πρέπει να εκτιμηθεί. Σε έκθεσή της η ΕΚΤ εκτίμησε το CoE για τις τράπεζες της Ζώνης του ευρώ χρησιμοποιώντας διάφορα οικονομετρικά μοντέλα.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, από τη Μεγάλη Χρηματοοικονομική Κρίση της περιόδου 2007-08, η αποζημίωση που απαιτούσαν οι επενδυτές για τον κίνδυνο που αναλαμβάνουν όταν χρηματοδοτούν τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών, ήταν σταθερά υψηλότερη από την απόδοση των ιδίων ενσώματων κεφαλαίων (RoTE) που παράγουν οι τράπεζες. Η ΕΚΤ εκτιμά πως το CoE των τραπεζών της Ευρωζώνης κυμαίνεται μεταξύ 10-12%, ένα επίπεδο αρκετά υψηλότερο από τo RoTE του 6% που η αγορά εκτιμά πως θα παραγάγουν οι τράπεζες της Ζώνης του ευρώ το 2022, βάσει της επιστροφής στην κανονική προ-πανδημίας λειτουργία τους. Συνεπώς, δεν φαίνεται πως οι τράπεζες της Ζώνης του ευρώ θα καταφέρουν να επιτύχουν κέρδη που να καλύπτουν το κόστος των ιδίων κεφαλαίων τους στο εγγύς μέλλον.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Οι εργαζόμενοι της Deloitte θα μπορούν να εργάζονται από σπίτι "για πάντα"

*Του Μιχάλη Χριστοδούλου

ΠΗΓΗ: Σημερινή 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ