Καθαρά κέρδη €189 εκατομμυρίων παρουσίασε για το πρώτο μισό του έτους η Ελληνική Τράπεζα, αυξημένα κατά 18% σε ετήσια βάση, κάτι που οφείλεται στην αύξηση κατά σχεδόν 30% των επιτοκιακών εσόδων, λόγω της ανόδου των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Τράπεζας για την εξαμηνία που έληξε στις 30 Ιουνίου, η Τράπεζα (λόγω και μη καταβολής μερίσματος), παρουσίασε σημαντική αύξηση κεφαλαίων με τον προσαρμοσμένο δείκτη κοινών μετοχών κατηγορίας 1 (CET1) στο 29% και τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας στο 32%. Παράλληλα ο δείκτης των κόκκινων δανείων διαμορφώθηκε στο 2,4% (εξαιρουμένων των δανείων που καλύπτονται από το ΠΠΣ), ενώ η ρευστότητα διαμορφώθηκε στα €5,3 δισ., με τον Δείκτη Κάλυψης Ρευστότητας στο 517%.
Στις 18 Σεπτεμβρίου, η Τράπεζα εισέρχεται σε νέα εποχή αφού, κατά την Ετήσια Γενική Συνέλευση, θα διοριστεί το νέο Διοικητικό Συμβούλιο, που προτείνει ο μεγαλομέτοχος πλέον με 55,9% του μετοχικού κεφαλαίου, η ελληνική Eurobank, ενώ Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής αναμένεται να αναλάβει ο Μιχάλης Λούης, η οποίος έχει προταθεί ως εκτελεστικός σύμβουλος.
Σε δήλωσή του για τα οικονομικά αποτελέσματα, ο μεταβατικός Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής της τράπεζας Αντώνης Ρούβας, τόνισε πως «η απόφαση της Eurobank, ενός από τους μεγαλύτερους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς στην Ελλάδα, να επενδύσει στην Ελληνική Τράπεζα, αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης στο επιχειρηματικό μοντέλο, στο δίκτυο (franchise) μας και κατ΄επέκταση στην οικονομία της χώρας μας».
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τα καθαρά έσοδα από τόκους για την 1η εξαμηνία του 2024 ανήλθαν σε €304,4 εκατ., αυξημένα κατά 29% σε σύγκριση με €235,4 εκατ. για την 1η εξαμηνία του 2023.
Η αύξηση οφείλεται κυρίως στην αύξηση στα έσοδα από τόκους από καταθέσεις σε Κεντρικές Τράπεζες (€5,3 δισ.) και χρεόγραφα, μετά τις συνεχιζόμενες αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ κατά τη διάρκεια του 2023, άλλα και λόγω της αύξησης των βασικών επιτοκίων δανεισμού.
Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (σε ετησιοποιημένη βάση) για την 1η εξαμηνία του 2024 ανήλθε σε 3,28%, σε σύγκριση με 2,41% για την 1η εξαμηνία του 2023, θετικά επηρεασμένο από την αύξηση στα καθαρά έσοδα από τόκους.
Εξάλλου, μείωση 1% παρουσίασαν τα συνολικά μη επιτοκιακά έσοδα κατά την πρώτη εξαμηνία του 2024, τα οποία διαμορφώθηκαν στα €57,4 εκατ. σε σύγκριση με €58 εκατ., μείωση που οφείλεται κυρίως στα μειωμένα καθαρά έσοδα δικαιωμάτων και προμηθειών (€34,4 εκατ.).
Ο δείκτης απόδοσης ιδίων ενσώματων κεφαλαίων (ROTE) διαμορφώθηκε στο 24%, με την καθαρή λογιστική αξία ανά μετοχή να ανέρχεται σε €3,99 στο τέλος Ιουνίου του 2024 από €3,54 στο τέλος Δεκεμβρίου του 2023.
Έξοδα +15%
Με βάση τα αποτελέσματα, τα συνολικά έξοδα για την 1η εξαμηνία του 2024 ανήλθαν σε €145,2 εκατ., αυξημένα κατά 15% σε σύγκριση με €126,1 εκατ. για την 1η εξαμηνία του 2023, κυρίως λόγω της αύξησης στα διοικητικά και άλλα έξοδα και στα έξοδα προσωπικού. Σε τριμηνιαία βάση τα συνολικά έξοδα αυξήθηκαν κατά 4%.
Τα έξοδα προσωπικού (2.256 άτομα) για την 1η εξαμηνία του 2024 ανήλθαν σε €65,4 εκατ. και σε σύγκριση με €60,7 εκατ. την 1η εξαμηνία του 2023, σημείωσαν αύξηση 8% και αντιπροσώπευαν το 45% των συνολικών εξόδων του Ομίλου (1η εξαμηνία 2023: 48%), λόγω μισθολογικών αυξήσεων και ΑΤΑ.
Τα διοικητικά και άλλα έξοδα για την 1η εξαμηνία του 2024 ανήλθαν σε €69,6 εκατ. και αυξήθηκαν κατά 29% σε σύγκριση με €54,0 εκατ. για την 1η εξαμηνία του 2023.
O δείκτης εξόδων προς έσοδα για την 1η εξαμηνία του 2024 ανήλθε στο 40,1% σε σύγκριση με 43,0% για την 1η εξαμηνία του 2023.
Καταθέσεις
Οι καταθέσεις πελατών ανήλθαν σε €15,0 δισ. στις 30 Ιουνίου 2024 (31 Μαρτίου 2024: €14,9 δισ. και 31 Δεκεμβρίου 2023: €15,3 δισ.) και παρέμειναν σταθερές από την 1η τριμηνία του 2024, ενώ μειώθηκαν κατά 2% από τις 31 Δεκεμβρίου 2023. Το μερίδιο αγοράς καταθέσεων της Τράπεζας στις 30 Ιουνίου 2024 διαμορφώθηκε σε 28,2%, σε σύγκριση με 28,7% στις 31 Μαρτίου 2024 και 29,4% στις 31 Δεκεμβρίου 2023.
Ο δείκτης καθαρών δανείων προς καταθέσεις στις 30 Ιουνίου 2024 ήταν στο 39,8%, σε σύγκριση με 40,3% στις 31 Μαρτίου 2024 και 39,4% στις 31 Δεκεμβρίου 2023.
Παράλληλα, στο τέλος Ιουνίου, η Τράπεζα μηδένισε τη χρηματοδότησή της από Κεντρικές Τράπεζες, αφού προχώρησε στην αποπληρωμή του δανεισμού μέσω των στοχευμένων πράξεων μακροχρόνιας χρηματοδότησης της ΕΚΤ (TLTRO III) ύψους €2,4 δισ.
Μειωμένος νέος δανεισμός
Τα μεικτά δάνεια του Ομίλου στις 30 Ιουνίου 2024 ανήλθαν σε €6.0 δισ., σε σύγκριση με €6.16 δισ στις 31 Μαρτίου 2024 και €6.17 δισ στο τέλος Δεκεμβρίου του 2023, καθώς οι αποπληρωμές αντιστάθμισαν τον νέο δανεισμό, όπως αναφέρεται.
Το μερίδιο αγοράς δανείων της Τράπεζας στις 30 Ιουνίου 2024 ήταν 25,1% από 25,8% στο τέλος Δεκεμβρίου 2023.
Το σύνολο του νέου δανεισμού κατά την 1η εξαμηνία του 2024 ανήλθε σε €472 εκατ., σημειώνοντας μείωση 27% σε ετήσια βάση, σε σύγκριση με νέο δανεισμό ύψους €647 εκατ. για την 1η εξαμηνία του 2023.
Τα «κόκκινα δάνεια» ανήλθαν στα €411 εκατ. στις 30 Ιουνίου 2024, σε σύγκριση με €450 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2024 και με €464 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2023, μειωμένα κατά 11% από το τέλος του έτους και κατά 9% από την 2η τριμηνία του 2024. Εξαιρουμένων των ΜΕΔ που καλύπτονται από το Πρόγραμμα Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων, τα ΜΕΔ ανήλθαν σε €100 εκατ.
Ο δείκτης MEΔ στις 30 Ιουνίου 2024 για τον Όμιλο ήταν 6,7% (31 Μαρτίου 2024: 7,3% και 31 Δεκεμβρίου 2023: 7,5%). Ο δείκτης εξαιρουμένων των ΜΕΔ που καλύπτονται από τo ΠΠΠΣ διαμορφώθηκε στο 2,4% (31 Δεκεμβρίου 2023: 2,6%).
Εκτόξευση εποπτικών κεφαλαίων
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τα προσαρμοσμένα εποπτικά κεφάλαια του Ομίλου ανήλθαν σε σχεδόν €1,9 δισ. στο τέλος Ιουνίου 2024 από €1,7 δισ. στο τέλος Δεκεμβρίου. Λόγω της μη καταβολής μερίσματος, η κερδοφορία της Τράπεζας θεωρείται ως παρακρατηθείσα και προστίθεται στην οργανική δημιουργία κεφαλαίου.
Πηγή: ΚΥΠΕ
Διαβάστε επίσης: Χρειάζεται εγρήγορση και προσαρμογή στα νέα δεδομένα