Αυξάνονται οι πωλήσεις παιδικών βιβλίων στην Κύπρο - Το πιο εμπορικό παραμύθι όλων των εποχών

Τα παιδικά βιβλία καταγράφουν τις περισσότερες πωλήσεις από όλα τα είδη βιβλίου στα βιβλιοπωλεία, οι οποίες αυξάνονται ιδιαίτερα την περίοδο των Χριστουγέννων.

Της Χάρις Βωβού

Η περίοδος των χριστουγεννιάτικων εορτών που μόλις διανύσαμε είναι μακράν η καλύτερη περίοδος για τις πωλήσεις των έντυπων βιβλίων. Οι αγορές κορυφώνονται τις εορταστικές ημέρες με αποδέκτη του δώρου τα παιδιά. Μπορεί στην Κύπρο η πλειοψηφία του κόσμου να μη διαβάζει βιβλία, ωστόσο, όπως εξηγούν οι επαγγελματίες του χώρου, φροντίζει να αγοράσει βιβλία για τα παιδιά της οικογένειας.

Όπως αναφέρει στο Economy Today ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιβλιοπωλών Κύπρου Άκης Χρίστου, «δεν είναι μεγάλος ο αριθμός των Κύπριων που διαβάζουν βιβλία, αλλά εκείνος που αγοράζει, αγοράζει φανατικά», εξηγώντας ότι ναι μεν έχουν αυξηθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα οι πωλήσεις των βιβλίων, αλλά «έχουμε αρκετά περιθώρια βελτίωσης». Όπως προσθέτει ο μέσος Έλληνας διαβάζει περισσότερο από τον μέσο Κύπριο, αιτιολογώντας την απάντησή του συγκρίνοντας τον αριθμό των εκδοτικών οίκων σε Ελλάδα και Κύπρο, με την αναλογία του πληθυσμού των δύο χωρών. 

Ερωτηθείς για το προφίλ των Κύπριων βιβλιοφάγων λέει ότι περισσότερο πρόκειται για κυρίες ηλικίας 25 με 60 ετών, οι οποίες προτιμούν τη λογοτεχνία, με τους άνδρες να επιλέγουν συχνότερα βιβλία με επαγγελματικό, ποιητικό ή πολιτικό περιεχόμενο. Και αν αναρωτιέστε ποιο είναι το παραμύθι με τις περισσότερες πωλήσεις διαχρονικά, αυτό είναι «ο Χάρυ Πότερ με διαφορά», απαντά ο κ. Χρίστου.

«Οι άνθρωποι έχουν κληρονομήσει το διάβασμα από το σπίτι, από τους γονείς τους ή από κάποιον φιλικό κύκλο, μια μικροκοινότητα», εξηγεί στο Economy Today ο δημοσιογράφος και συνιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου «Το Έρμα» Χρίστος Πέτρου. Όπως αναφέρει πολλοί από τους αγοραστές που μπαίνουν στο βιβλιοπωλείο του είναι σε νεαρή ηλικία, ενώ πέρα από το παιδικό βιβλίο, αρκετές πωλήσεις καταγράφονται στα κυπρολογικά βιβλία, δηλαδή αυτά που αναφέρονται στη νεότερη ιστορία της Κύπρου, καθώς και στα πολιτικά και λογοτεχνικά βιβλία, με τις περισσότερες πωλήσεις να γίνονται τις ημέρες των χριστουγεννιάτικων εορτών.

Αναγκαία η πολιτική στήριξης του βιβλίου

Ωστόσο και οι δύο βιβλιοπώλες συμφωνούν ότι είναι αναγκαία η στήριξη του κράτους για την ενίσχυση της βιομηχανίας του βιβλίου, την οποία έχουν εισηγηθεί και στόχο έχει την προώθηση του βιβλίου, των εκδοτών και των συγγραφέων στο ευρύτερο κοινό. Ο κ. Χρίστου τονίζει ότι δεν υπάρχει ουσιαστική προσπάθεια πώλησης των κυπριακών εκδόσεων στην Ελλάδα, ενώ υπάρχουν άριστες κυπριακές εκδόσεις. «Η σχέση δεν είναι αμφίδρομη και αυτό είναι άδικο», τονίζει. Από την πλευρά του ο κ. Πέτρου σημειώνει ότι θα μπορούσε να υπάρχει «μια συνεννόηση των αρμόδιων υπηρεσιών ώστε να μειωθεί το κόστος μεταφοράς του βιβλίου, καθώς τον μεγαλύτερο όγκο μας τον εισάγουμε από την Ελλάδα, ενώ έχουν αυξηθεί τα μεταφορικά έξοδα αλλά και το κόστος της έκδοσης».

Επιπλέον προτείνει «να δημιουργηθεί μεγαλύτερη έμφαση στη διδασκαλία της λογοτεχνίας στα σχολεία», αφού όπως λέει «το κυπριακό κοινό δεν είναι ιδιαίτερα φιλαναγνωστικό. «Δεν έχουμε στην κουλτούρα μας τόσο διαδεδομένο το διάβασμα. Επίσης, δεν υπάρχει προώθηση της κουλτούρας του βιβλίου όχι μόνο ως εμπορικό προϊόν ούτε σε επιχειρηματικό ούτε σε κυβερνητικό επίπεδο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει πολιτική βιβλίου για να προωθηθεί το βιβλίο, με αποτέλεσμα να το επιλέγουν είτε όσοι το ερωτεύτηκαν είτε όσων είναι μέρος της δουλειάς τους». 

Παρόλα αυτά, όπως εξηγεί «η πανδημία βοήθησε πάρα πολύ το βιβλίο. Περνούσε κλυδωνισμούς εδώ και δεκαετίες, λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, ωστόσο τα δυο χρόνια της πανδημίας ο κόσμος βρήκε χρόνο για να διαβάσει και σημειώθηκε σημαντική άνοδος περίπου 30% στις πωλήσεις των βιβλίων, συγκριτικά με τα χρόνια πριν την πανδημία». Σήμερα όμως «η αγορά του βιβλίου περνά μια νέα κρίση», λόγω των αυξημένων πληθωριστικών τάσεων παγκοσμίως, οι οποίες αύξησαν και τις τιμές των βιβλίων αλλά έστρεψαν την προτεραιότητα των καταναλωτών στην εξασφάλιση των βασικών αγαθών.

«Το παιδικό βιβλίο απέδειξε τη σταθερή αξία του»

Το Economy Today επικοινώνησε με την ιδιοκτήτρια του εκδοτικού οίκου παιδικού βιβλίου «Τελεία» Άντρια Μπαλαούρα για να μας μεταφέρει τον παλμό της αγοράς. Όπως αναφέρει το παιδικό βιβλίο ευτυχώς κατάφερε και απέδειξε τη σταθερή αξία του μέχρι και σήμερα. «Αν και η αγορά του βιβλίου τα τελευταία χρόνια έχει μια πτωτική πορεία, το παιδικό βιβλίο καταφέρνει και κερδίζει κάθε μάχη, είτε αυτή είναι οικονομική κρίση είτε πανδημία. Η αύξηση στις πωλήσεις των παιδικών βιβλίων φανερώνει την αγάπη του κόσμου και την προσπάθειά του, ώστε να μη χαθεί αυτή η μαγεία που προσφέρει ένα βιβλίο στα παιδιά. Πλέον η γκάμα των παιδικών παραμυθιών είναι τεράστια, οι προτάσεις είναι πιο ελκυστικές και σίγουρα το κάθε παιδί κάθε ηλικίας θα βρει κάτι να του κερδίσει το ενδιαφέρον. Πιστεύω ότι οι γονείς δεν θα πουν ποτέ όχι σε ένα παιδί που θέλει να χαθεί στις σελίδες ενός παραμυθιού. Αν δυσκολεύονται οικονομικά, θα στερηθούν οι ίδιοι από κάτι άλλο και θα προσφέρουν στο παιδί τους το βιβλίο που επιθυμεί. Όσον αφορά στους εκδότες παιδικού βιβλίου στην Κύπρο είναι σταθεροί και είναι θετικό το γεγονός ότι οι νέες εκδόσεις, σε σχέση με το τι γινόταν λίγα χρόνια πριν, είναι πολύ προσεγμένες σε ό,τι αφορά στο κείμενο, στην εικονογράφηση και γενικά στην παρουσίαση του βιβλίου και σίγουρα δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τους ξένους εκδοτικούς». Όπως σημειώνει οι κυπριακές εκδόσεις που εκδίδουν παιδικά βιβλία κυμαίνονται περίπου στις δέκα, με μερικές από αυτές να είναι οι Εκδόσεις Τελεία, Πάργα, Ηλίας Επιφανίου, Κώστας Επιφανίου, Εν τύποις, Sofita, Πήλιο και εκδόσεις Naylia.

Σχετικά με το τι γίνεται εκτός συνόρων, η κα. Μπαλαούρα μάς ενημερώνει ότι οι Η.Π.Α κατέχουν την πρώτη θέση σε πωλήσεις, ωστόσο αυτό είναι λίγο παραπλανητικό μιας και απευθύνονται στην παγκόσμια αγορά. Οι μεγαλύτεροι βιβλιοφάγοι, λοιπόν, είναι οι Ινδοί και στην Ευρώπη οι Νορβηγοί, οι Φινλανδοί, οι Σουηδοί, οι Τσέχοι και οι Εσθονοί, ενώ στην τελευταία θέση βρίσκεται η Αφρική όπου υπολογίζεται ότι ένας άνθρωπος στους τρεις δεν γνωρίζει να διαβάζει.

«Το ρίσκο που παίρνει κάθε φορά ένας εκδότης είναι τεράστιο»

Επιστρέφοντας στα δικά μας, όπως εξηγεί το γεγονός ότι το κράτος δεν έχει κάποιους επίσημους φορείς για προώθηση του βιβλίου σίγουρα δεν βοηθά στη στήριξη και στην άνοδο της αγοράς του. «Η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι Κύπριοι εκδότες, είναι η μείωση παραγωγής νέων τίτλων λόγω της μη ύπαρξης χορηγιών. Δυστυχώς η αγορά της Κύπρου, λόγω του μεγέθους μας ως νησί, είναι περιορισμένη. Ένα βιβλίο στην Κύπρο δεν θα πουλήσει τα χιλιάδες αντίτυπα όπως γίνεται στο εξωτερικό. Αποτέλεσμα αυτού αφενός είναι το περιορισμένο κεφάλαιο που μπορεί να διαθέσει ένας εκδότης για την παραγωγή του και αφετέρου ο περιορισμός στα κείμενα που θα προχωρήσει προς έκδοση. Το ρίσκο που παίρνει κάθε φορά ένας εκδότης με την επιλογή και έκδοση ενός κειμένου είναι τεράστια και εδώ είναι που καλείται το κράτος να συνεισφέρει και να βοηθήσει».

Όπως εξηγεί περίπου τρία στα δέκα βιβλία που εκδίδονται δεν πουλάνε στην αγορά. «Η πραγματική πρόκληση είναι τα βιβλία που πουλάνε να καταφέρουν να καλύψουν τα έξοδα όλης της παραγωγής και να βγάλουν και κάποια έξτρα έσοδα, έτσι ώστε να θεωρείται ο εκδότης βιώσιμος. Βλέπουμε λοιπόν, ότι για να ενισχυθεί η αγορά του βιβλίου, πρέπει να θέσει το κράτος κάποιες αρχές στήριξης προς τους εκδότες, επαναφέροντας χορηγίες που θα δώσουν μια τεράστια βοήθεια στη διαδικασία παραγωγής ενός βιβλίου. Δυστυχώς αυτό που λαμβάνει ο κλάδος μας, είναι ότι το βιβλίο αποτελεί μια από τις τελευταίες προτεραιότητες του κράτους για τον πολιτισμό, χωρίς να προσυπολογίζουν ότι αποτελεί τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών του».

«Ο Σύνδεσμος Εκδοτών Κύπρου βρίσκεται στα σκαριά»

Ερωτηθείσα για το τι πρέπει να γίνει για να τονωθεί η αγορά του βιβλίου απαντά ότι είναι αρκετοί οι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν θετικά τη δυναμική του βιβλίου στην αγορά. «Αρχικά, όπως ήδη προανέφερα είναι η υποστήριξη του κράτους. Η ανάσα «βοηθείας» του κράτους με διάφορες χορηγίες και μέτρα στήριξης προς τους εκδότες αλλά και τις δράσεις προς το βιβλίο, είναι το άλφα και το ωμέγα για την ενδυνάμωση της αγοράς μας. Η προσπάθεια δημιουργίας συνδέσμου εκδοτών Κύπρου βρίσκεται ήδη στα σκαριά. Ο σύνδεσμος θα αποτελέσει τη φωνή όλων μας και θα προσπαθήσει να επαναφέρει αλλά και να ενισχύσει τα μέτρα στήριξης από το κράτος. Με χαρά είδαμε τις δηλώσεις του υφυπουργού πολιτισμού στα πλαίσια της κρατικής έκθεσης βιβλίου στη Λεμεσό, ότι σκοπεύουν να στηρίξουν τους εκδότες αλλά και το ότι είναι ανοικτοί προς συζήτηση και διάλογο. Άρα αισιοδοξούμε ότι με τη δημιουργία του συνδέσμου και την υποστήριξη του υφυπουργού θα ξεκινήσουν διάλογοι με θετικά αποτελέσματα».

Προσθέτει ότι μια ακόμη μεγάλη δυσκολία που κλονίζει σήμερα την αγορά, είναι η τεράστια αύξηση της τιμής του χαρτιού και κατ΄ επέκταση του βιβλίου. «Οι συνεχείς αυξήσεις των τιμών του βιβλίου σίγουρα περιορίζουν τις πωλήσεις και η πολιτεία πρέπει να στηρίξει τον κλάδο. Ένα μέτρο που θα βοηθήσει σίγουρα, είναι η αποφορολόγηση του βιβλίου όπως εφαρμόζεται ήδη στη Μεγάλη Βρετανία. Αντιθέτως στην Κύπρο ξεκίνησαν τα τελευταία χρόνια να επιβάλλονται ακόμα και τέλη ανακύκλωσης του βιβλίου, χωρίς κάποια κατηγοριοποίηση. Θα έπρεπε τα συγκεκριμένα τέλη να επιβαρύνουν μόνο βιβλία επιμορφωτικού σκοπού, εφημερίδες και περιοδικά, τα οποία όντως θα ανακυκλωθούν τέλος της χρονιάς ή όταν τα διαβάσουμε».

Δωροκουπόνια από την κυβέρνηση για αγορά βιβλίων

Επίσης, όπως υπογραμμίζει, κάτι πολύ σπουδαίο που γίνεται στην Ιταλία και στην Ελλάδα είναι η παροχή δωροκουπονιών από την κυβέρνηση για αγορά βιβλίων. «Όποιο και να είναι αυτό το ποσό, έστω και ένα βιβλίο να αγοραστεί, η κίνηση μετρά πάρα πολύ. Έτσι ουσιαστικά μπορεί να αποκτήσουν βιβλία, παιδιά που δεν έχουν τη δυνατότητα ή την ευκαιρία να φυλλομετρήσουν ένα παραμύθι! Τα σχολεία που θεωρούνται τα σπίτια των γραμμάτων, πρέπει να αφιερώσουν κάποια ώρα σταθερή και όχι περιστασιακή, μέσα στην εβδομάδα, για φιλαναγνωσία. Εκεί τα παιδιά θα μπορούν να διαβάζουν βιβλία της ελεύθερης επιλογής των εκπαιδευτικών, να προάγουν τη φαντασία και τη δημιουργικότητά τους. Το λογοτεχνικό βιβλίο μπορεί να αποτελέσει ένα σπουδαίο εργαλείο για τους δασκάλους και τους μαθητές. Αν δουλέψουμε όλοι μας και δημιουργήσουμε την ανάγκη των παιδιών να διαβάζουν, το κέρδος στην κοινωνία του αύριο θα είναι τεράστιο. Πρέπει να διατεθούν μεγαλύτερα κονδύλια από το κράτος για εκσυγχρονισμό και εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών κάνοντας το βιβλίο προσβάσιμο από όλους».

Επιπλέον αναφέρει ότι τα φεστιβάλ βιβλίου που πραγματοποιούνται πλέον σε αρκετές πόλεις προωθούν τον κόσμο του βιβλίου και είναι ένας τρόπος, παιδιά και μεγάλοι να έρθουν σε επαφή με πολλά βιβλιοπωλεία, εκδότες διαφόρων κατηγοριών, συγγραφείς κλ.π.. «Η συμμετοχή των εκδοτών και βιβλιοπωλείων όμως, θα έπρεπε να ήταν δωρεάν μέσα από κρατικές χορηγίες και όχι με ιδίαν συμμετοχή. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούν να λαμβάνουν μέρος όλοι οι εμπλεκόμενοι του κλάδου. Είναι πολλά τα πράγματα που μπορούν να γίνουν από την πολιτεία και όλους μας, για να βοηθήσουν το βιβλίο, φτάνει να υπάρχει θέληση και ενδιαφέρον συλλογικά από όλους τους φορείς».

Τα είδη του παιδικού βιβλίου

Όπως σημειώνει σύμφωνα με τον μελετητή της παιδικής λογοτεχνίας John Spink «κάθε βιβλίο που διαβάζει ένα παιδί είναι παιδικό βιβλίο». Το παιδικό βιβλίο μπορεί να χωριστεί σε πολλές κατηγορίες, εξηγώντας ότι οι βασικές είναι τα εικονοβιβλία, τα παραμύθια, η παιδική λογοτεχνία, η νεανική λογοτεχνία και τα βιβλία γνώσεων. «Τα εικονοβιβλία και τα παραμύθια, τα οποία δεν ξεπερνούν τις 500 λέξεις, απευθύνονται κυρίως σε παιδιά νηπιαγωγείου. Το κείμενο και η εικόνα έχουν ισάξια βαρύτητα. Σ’ αυτή την ηλικία τα παιδιά μπορούν να ερμηνεύσουν πιο εύκολα την εικόνα από το κείμενο και εννοείται ότι μια όμορφη εικονογράφηση προσελκύει άμεσα την προσοχή τους. Η παιδική και νεανική λογοτεχνία έχουν ως βάση το κείμενο, χωρίς καθόλου ή με ελάχιστη εικονογράφηση. Τα βιβλία γνώσεων αφορούν θεματικά βιβλία που παρέχουν πληροφορίες για ένα ή/και περισσότερα θέματα. Συνήθως είναι εγκυκλοπαιδικά, επιστημονικά και ανάλογα με την ηλικία που στοχεύουν, περιέχουν και τις αντίστοιχες πληροφορίες».

«Οι νηπιακές ηλικίες να κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος»

Κληθείσα να απαντήσει αναφέρει ότι οι ηλικίες που διαβάζουν ή τους διαβάζουν περισσότερα βιβλία είναι από ενός μέχρι και 12 χρόνων, με τις νηπιακές ηλικίες να κερδίζουν όλο και περισσότερο έδαφος. «Αυτό συμβαίνει δυστυχώς γιατί τα μεγαλύτερα παιδιά έχουν βεβαρυμμένο πρόγραμμα με τις απαιτήσεις του σχολείου και των φροντιστηρίων. Εκτός του ότι δεν έχουν πλέον καθόλου ελεύθερο χρόνο, δημιουργείται και ένα σύννεφο άρνησης προς το βιβλίο και το διάβασμα, λόγω του λάθος συστήματός μας».

Όπως εξηγεί, οι περισσότεροι γονείς αντιλαμβάνονται ότι η επαφή με το βιβλίο βοηθά τόσο στη γλωσσική -νοητική όσο και στην ψυχολογική ανάπτυξη των παιδιών, με αποτέλεσμα να έχουμε όλο και περισσότερους μικρούς «βιβλιοφάγους». «Μαθαίνουν τα παιδιά από μικρά να ακούνε παραμύθια, να ερμηνεύουν πιο εύκολα ενα κείμενο και να μπαίνουν στους φανταστικούς κόσμους των βιβλίων. Αναζητούν και τα ίδια τα παιδιά όλο και περισσότερες ιστορίες, όλο και περισσότερες εικόνες, γεμίζοντας έτσι τα ράφια τους με πριγκίπισσες, δράκους και μάγισσες. Η καλλιέργεια της παιδικής φιλαναγνωσίας ξεκινά από το σπίτι και ευτυχώς οι περισσότεροι γονείς κάνουν την αρχή από νηπιακή ηλικία και καλλιεργούν μικρούς αναγνώστες». Μάλιστα διευκρινίζει ότι τα παιδιά του Δημοτικού επιλέγουν ιστορίες μυστηρίου και χιούμορ, ενώ τα παιδιά του Νηπιαγωγείου παραμύθια που κυριαρχεί η εικονογράφηση, το σύντομο κείμενο και το ευτυχισμένο τέλος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ