Ρωσία: Γιατί δεν φεύγουν οι ξένες επιχειρήσεις

Μεγάλες πολυθνικές παραμένουν στην χώρα και μετά την εισβολή στην Ουκρανία

Μετά την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, εταιρείες από τις μεγάλες οικονομίες της G-7 και την Ευρωπαϊκή Ένωση έσπευσαν να ανακοινώσουν σχέδια για διακοπή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων στη Ρωσία. Ωστόσο, μέχρι το τέλος του έτους, πολύ λίγοι είχαν εκπληρώσει πλήρως αυτή την υπόσχεση, σύμφωνα με έρευνα από το πανεπιστήμιο του Σεντ Γκάλεν της Ελβετίας.

Τόσο το προεδρικό διάταγμα Πούτιν,  σύμφωνα με το οποίο οι ξένοι ιδιοκτήτες από «μη φιλικές» χώρες δεν μπορούν να ολοκληρώσουν συμφωνίες χωρίς την έγκρισή του, αλλά και το μεγάλο κόστος από μια τέτοια έξοδο κρατούν τις επιχειρήσεις στη Ρωσία, είτε λόγω «ομηρείας» είτε λόγω «απροθυμίας».

Η έκθεση που δημοσιεύθηκε νωρίτερα αυτόν τον μήνα τεκμηριώνει συνολικά 2.405 θυγατρικές που ανήκουν σε 1.404 εταιρείες της ΕΕ και της G-7 που δραστηριοποιούνταν στη Ρωσία την εποχή της πρώτης στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία. Μέχρι τον Νοέμβριο του 2022, λιγότερο από το 9% αυτής της ομάδας εταιρειών είχε εκχωρήσει τουλάχιστον μία θυγατρική στη Ρωσία και η ερευνητική ομάδα σημείωσε ότι αυτά τα ποσοστά εκποίησης μόλις άλλαξαν κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2022.

«Οι επιβεβαιωμένες αποχωρήσεις από εταιρείες της ΕΕ και της G7 που είχαν μετοχές στη Ρωσία αντιπροσωπεύουν το 6,5% των συνολικών κερδών προ φόρων όλων των εταιρειών της ΕΕ και της G7 με ενεργές εμπορικές δραστηριότητες στη Ρωσία, 8,6% των ενσώματων παγίων περιουσιακών στοιχείων, 8,6% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων, 10,4% των λειτουργικών εσόδων και 15,3% του συνόλου των εργαζομένων», έγραψαν οι καθηγητές Simon Evenett και Niccolo Pisani.

«Αυτά τα ευρήματα σημαίνουν ότι, κατά μέσο όρο, οι επιχειρήσεις που αποχωρούν έτειναν να έχουν χαμηλότερη κερδοφορία και μεγαλύτερο εργατικό δυναμικό από τις εταιρείες που παραμένουν στη Ρωσία».

Ποιες εταιρείες αποχώρησαν
Επιβεβαιώθηκε ότι περισσότερες αμερικανικές εταιρείες έχουν αποχωρήσει από τη Ρωσία από αυτές που εδρεύουν στην ΕΕ και την Ιαπωνία, σημείωσαν οι Evenett και Pisani, αλλά η έκθεση εξακολουθεί να διαπιστώνει ότι λιγότερο από το 18% των θυγατρικών των ΗΠΑ που δραστηριοποιούνται στη Ρωσία αποεπενδύθηκαν πλήρως μέχρι το τέλος του 2022, σε σύγκριση με το 15% των ιαπωνικών επιχειρήσεων και μόλις το 8,3% των επιχειρήσεων της ΕΕ.

Από τις εταιρείες της ΕΕ και της G-7 που παραμένουν στη Ρωσία, η έρευνα διαπίστωσε ότι το 19,5% ήταν γερμανικές, το 12,4% ήταν αμερικανικής ιδιοκτησίας και το 7% ήταν ιαπωνικές πολυεθνικές.

«Αυτά τα ευρήματα θέτουν υπό αμφισβήτηση την προθυμία των δυτικών εταιρειών να αποσυνδεθούν από τις οικονομίες που οι κυβερνήσεις τους θεωρούν τώρα γεωπολιτικούς ανταγωνιστές», έγραψαν οι Evenett και Pisani.

«Τα ευρήματα της μελέτης αποτελούν έλεγχο της πραγματικότητας της αφήγησης ότι οι ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια και η γεωπολιτική οδηγούν σε μια θεμελιώδη εκτόνωση της παγκοσμιοποίησης».

Θα αυξηθεί η πίεση για έξοδο
Η απροθυμία και οι καθυστερήσεις των ευρωπαίων σε ό,τι αφορά τη ρωσική αποεπένδυση, υπογραμμίστηκε επίσης από τη Barclays.

Οι αναλυτές βασικών καταναλωτικών προϊόντων του βρετανικού δανειστή έγραψαν ότι ενώ οι περισσότερες εταιρείες που καλύπτουν είχαν δεσμευτεί να αποχωρήσουν από τη Ρωσία, εν μέρει ως απάντηση στην πίεση που σχετίζεται με το ESG από ενδιαφερόμενους φορείς και στην απειλή κυρώσεων, λίγες το έχουν καταφέρει ακόμη.

Μάλιστα, υπογραμμίζουν ότι πολλές από αυτές τις εταιρείες είπαν στην Barclays ότι υπήρχαν πολλές προκλήσεις για την πλήρη έξοδο.

«Εκτός από την έλλειψη σαφήνειας σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να αξίζουν, ο κατάλογος των πιθανών αγοραστών είναι μικρός και ο κατάλογος των πιθανών αγοραστών που απαλλάσσονται από κυρώσεις είναι ακόμη μικρότερος», σημείωσαν οι αναλυτές της Barclays.

«Υπήρξαν επίσης αιτιάσεις ότι τα περιουσιακά στοιχεία (συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας) των εταιρειών που εγκαταλείπουν τη Ρωσία θα εθνικοποιηθούν».

Σκληρές αποφάσεις
Η Barclays μάλιστα τονίζει ότι χωρίς να διαφαίνεται τέλος στη σύγκρουση, η αποσύνδεση μεταξύ δεσμεύσεων και αποτελεσμάτων θα πρέπει να επιλυθεί και θα αναγκάσει τις εταιρείες να λάβουν ορισμένες σκληρές αποφάσεις.

«Αν η έξοδος από τη Ρωσία σε οτιδήποτε πλησιάζει σε μια δίκαιη αποτίμηση είναι πολύ δύσκολη (αν όχι εντελώς αδύνατη), τότε η επιλογή που έχουν οι εταιρείες είναι αν θα αποχωρήσουν με άδικη αποτίμηση (ή μάλιστα για τίποτα) ή θα παραμείνουν στη Ρωσία», είπαν οι αναλυτές.

«Λίγοι αναλυτές φαίνεται να πιστεύουν ότι είναι πιθανό ένα βραχυπρόθεσμο τέλος της σύγκρουσης και υποψιαζόμαστε ότι η πίεση για την εκπλήρωση των δεσμεύσεων για έξοδο μπορεί να αυξηθεί όσο περνά ο καιρός».

Πρόσθεσαν ότι οι εταιρείες που έχουν διακόψει τη διαφήμιση και έχουν μειώσει τη γκάμα προϊόντων αλλά εξακολουθούν να παραμένουν στη Ρωσία θα αντιμετωπίζονται ολοένα και περισσότερο από ευρύτερα ενδιαφερόμενα μέρη και αυστηρότερες κυρώσεις.

Συγκεκριμένα, η Barclays ονόμασε τις Henkel, CCH, Carlsberg, JDE Peet’s και PMI ως τις εταιρείες με τη μεγαλύτερη έκθεση πωλήσεων στη Ρωσία στον τομέα των βασικών καταναλωτικών προϊόντων.

Η Henkel έχει επανειλημμένα δηλώσει την πρόθεσή της να αποχωρήσει από τη Ρωσία και είναι διαφανής με την επενδυτική κοινότητα σχετικά με τον πιθανό αντίκτυπο, καθώς περίπου το 5% των πωλήσεων και το 10% των EBIT (κέρδη προ τόκων και φόρων) προέρχονται από τη Ρωσία.

«Η διαγραφή δεν είναι ξεπούλημα»
Μια νέα έκθεση από μια δεξαμενή σκέψης του Ηνωμένου Βασιλείου την περασμένη εβδομάδα τόνισε ότι ορισμένες από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου έχουν ανακοινώσει ότι σχεδιάζουν να υπάρχουν στη χώρα διαγράφοντας περιουσιακά στοιχεία αντί να τα πουλήσουν, κάνοντας έτσι «ανακοινώσεις λογιστικών εγγραφών αντί να προχωρούν σε έξοδο από τη χώρα».

«Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι όταν κάτι διαγράφεται έχει χαθεί. Η διαγραφή σημαίνει απλώς ότι ο ιδιοκτήτης έχει θέσει χαμηλότερη ή μηδενική αξία σε ένα περιουσιακό στοιχείο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Είναι μια αξία χαρτιού που μπορεί να αναθεωρηθεί ανά πάσα στιγμή κατά το καπρίτσιο του ιδιοκτήτη», δήλωσε ο Mark Dixon, σύμβουλος συγχωνεύσεων και εξαγορών με έδρα το Λονδίνο που ίδρυσε το think tank Moral Ratings Agency τον Φεβρουάριο μετά τη ρωσική εισβολή.

«Εάν η εταιρεία σέρνει αρκετά τα τακούνια της και δεν εγκαταλείψει τη Ρωσία, μπορεί να σημειώσει την αξία κάθε φορά που αλλάζει η παγκόσμια κατάσταση».

Σημαντικά brands
Άλλα στοιχεία που κυκλοφόρησαν προ ημερών από την Brand Finance έδειξαν ότι οι δυτικές εταιρείες κυριάρχησαν στη λίστα των κορυφαίων εμπορικών σημάτων στον κόσμο και διαπιστώθηκε ότι αρκετές παγκόσμιες μάρκες ανέστειλαν τις δραστηριότητές τους στη Ρωσία, κυρίως τον Μάρτιο.

Τα κορυφαία brands εξαιρουμένων ορισμένων κινεζικών εταιρειών, δεν δραστηριοποιούνται στη ρωσική αγορά λόγω του πολέμου της στην Ουκρανία από τον περασμένο Φεβρουάριο.
Υπήρχαν 12 αμερικανικές μάρκες μεταξύ των 25 κορυφαίων εμπορικών σημάτων, ακολουθούμενα από την Κίνα με επτά, τη Γερμανία με τρεις, τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και το Ηνωμένο Βασίλειο με μία.

Το κορυφαίο brand στον κόσμο, η Amazon, ανέστειλε τις δραστηριότητές της στη Ρωσία στις 9 Μαρτίου 2022, ανακοινώνοντας ότι δεν θα δέχεται νέους πελάτες στη Ρωσία και τη Λευκορωσία.

Η Apple, καταλαμβάνοντας τη δεύτερη θέση στη λίστα, έχει επίσης αναστείλει όλες τις επίσημες πωλήσεις στη Ρωσία από τις 2 Μαρτίου 2022 και απενεργοποίησε επιλεγμένες εφαρμογές και υπηρεσίες στη χώρα.

Η Google, ως η τρίτη πιο πολύτιμη επωνυμία, ανέστειλε ορισμένες υπηρεσίες στη χώρα τον Μάρτιο του 2022, όπως η αγορά διαφημίσεων και εφαρμογών. Στη συνέχεια, η αρχή επικοινωνίας της Ρωσίας μπλόκαρε τις υπηρεσίες ειδήσεων της Google στη χώρα, κατηγορώντας την υπηρεσία ότι διαδίδει ψευδείς πληροφορίες για τον πόλεμο.

Η τέταρτη πιο πολύτιμη μάρκα Microsoft ανέστειλε τις νέες πωλήσεις στη χώρα στις 4 Μαρτίου 2022, αλλά σύμφωνα με την έρευνα του Πανεπιστημίου Yale, συνεχίζει να επιτρέπει την υπάρχουσα πρόσβαση στη χώρα.

Η πέμπτη μάρκα στη λίστα, η Walmart, δεν έχει ήδη δραστηριότητες στη Ρωσία από το 2022.  Είχε κάποια επενδυτικά σχέδια στο παρελθόν, αλλά έκλεισε το γραφείο της στη Μόσχα το 2010.

Από τη Samsung μέχρι τα Starbucks, τη Mercedes έως τη Disney και τη Shell, άλλες κορυφαίες μάρκες ανακοίνωσαν επίσης αναστολές.

Κινεζικές μάρκες
Οι κορυφαίες κινεζικές μάρκες, από τη λίστα της Brand Finance, σκέφτονται διαφορετικά όταν πρόκειται για τη Ρωσία.

Σύμφωνα με την έρευνα του Yale, η κινεζική τράπεζα ICBC περιόρισε την πρόσβαση της Ρωσίας στις κεφαλαιαγορές.

Η πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης TikTok με έδρα την Κίνα ανέστειλε τις λειτουργίες της στη Ρωσία, ενώ το Wechat δεν εφαρμόζει κανέναν περιορισμό στη Ρωσία.

Η China Construction Bank και η Agricultural Bank of China επέτρεψαν στις ρωσικές εταιρείες να ανοίξουν λογαριασμούς στην τράπεζα. Οι δραστηριότητες της State Grid Corporation of China και του Kweichow Moutai Group συνεχίζονται ως συνήθως.

Σε ομηρεία οι τράπεζες
Σχεδόν έναν χρόνο μετά την εισβολή στην Ουκρανία , μόνο λίγες δυτικές τράπεζες έχουν καταφέρει να εγκαταλείψουν τη Ρωσία, αν και με μεγάλο κόστος, ενώ άλλες έχουν επιλέξει ή έχουν αναγκαστεί να διατηρήσουν τις επιχειρήσεις τους στη χώρα.

Για την πλειοψηφία που προσπαθούσε να πουλήσει τα ρωσικά περιουσιακά της στοιχεία, οι ελπίδες για μια ταχεία έξοδο εξανεμίστηκαν όταν ο Πούτιν πέρασε έναν νόμο σύμφωνα με τον οποίο οι ξένοι ιδιοκτήτες από «μη φιλικές» χώρες δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν συμφωνίες χωρίς την έγκρισή του.

Ο κατάλογος των εμπλεκόμενων εταιρειών περιλαμβάνει 45 τράπεζες με θυγατρικές στη Ρωσία.

Σύμβουλοι που εργάζονται σε αντίστοιχες συμφωνίες αναμένουν ότι η παρέμβαση του Ρώσου προέδρου θα αποτρέψει ορισμένες πωλήσεις που ήδη συζητούνται, ενώ θα αλλάξει ριζικά τους όρους άλλων.

Προβλέπουν ότι οι ήδη συμφωνημένες τιμές πώλησης θα μειωθούν έως και στο μισό καθώς το Κρεμλίνο ασκεί μεγαλύτερη επιρροή στις συμφωνίες.

Και υπογραμμίζουν ότι οι επίδοξοι αγοραστές έχουν πλέον κερδίσει την προεδρική έγκριση και προσπαθούν να κλέψουν τις πωλήσεις από ανταγωνιστές που δεν έχουν την εύνοια του Κρεμλίνου.

Οι «φίλοι» του Κρεμλίνου
«Υπάρχουν μερικοί πολύ ισχυροί Ρώσοι με στενούς δεσμούς με το Κρεμλίνο που προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους για να αρπάξουν αυτές τις εταιρείες από τους ξένους που φεύγουν», είπε ένα άτομο που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις, ένα από τα πολλά που μίλησαν στους Financial Times υπό τον όρο της ανωνυμίας λόγω της ευαίσθητης φύσης των συνομιλιών με τη ρωσική κυβέρνηση.

«Εργαζόμαστε σε [αυτούς τους τύπους συμφωνιών] κάθε μέρα, αλλά γίνεται όλο και πιο δύσκολο συνεχώς», δήλωσε η Laura Brank, συνεργάτης στη δικηγορική εταιρεία Dechert, η οποία συμβουλεύει τις δυτικές τράπεζες να πουλήσουν τις ρωσικές θυγατρικές τους.

«Η κατάσταση είναι πολύ ρευστή και οι κανόνες δεν είναι πραγματικά ξεκάθαροι».

Το δίλημμα
Όπως υπογραμμίζουν οι FT, μέσα σε λίγες μέρες από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι δυτικές τράπεζες που είχαν ξοδέψει δεκαετίες χτίζοντας αργά τα ρωσικά υποκαταστήματά τους αντιμετώπισαν μια σκληρή επιλογή για το αν θα πουλήσουν την επιχείρηση γρήγορα και θα υποστούν μια βαριά ζημία ή θα προχωρήσουν σε σταδιακή εκκαθάριση.

Οι κυρώσεις της Δύσης και οι αντεπικυρώσεις της Μόσχας κατέστησαν σχεδόν αδύνατη την επιχειρηματική δραστηριότητα για ξένες τράπεζες.

ΠΗΓΗ: ΟΤ
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: ΔΝΤ: Η παγκόσμια ανάπτυξη θα είναι υψηλότερη το 2023

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ