Κίνα: Ο κόκκινος δράκος των άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI)

Πώς οι άμεσες εξωτερικές επενδύσεις επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική Αφρική, Δρόμος του Μεταξιού και Ταϊβάν

Της Πωλίνας Άνιφτου*

Η εξωτερική πολιτική στο πολυπρίσμα της συνύπαρξης των ιδιωτικών και δημόσιων  συμφερόντων έχει εντάξει στο διπλωματικό πεδίο τη διακρατική ανάπτυξη σχέσεων σε πολιτιστικό, οικονομικό και εκπαιδευτικό επίπεδο. Έτσι τα κράτη πλέον δεν παραμένουν στα ξύλινα όρια των πρεσβειών τους και των σχέσεων που επιβάλλουν τα πρωτόκολλα. Οι δημόσιες εταιρείες εισέρχονται σε κοινοπραξίες με άλλες δημόσιες/ ιδιωτικές εταιρείες σε ξένες χώρες. Ιδιωτικές εταιρείες χρηματοδοτούνται από δημόσιες τράπεζες, ταμεία και μετοχικά σχήματα στην εκτέλεση έργων προς όφελος κρατικών και διπλωματικών στρατηγικών.

Πολλάκις έχει αναφερθεί η σημασία της οικονομικής συμβολής στη διατήρηση διπλωματικών σχέσεων, στον επηρεασμό πολιτικών αποφάσεων και στη διατάραξη του διεθνούς στάτους. Η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ το 2017 ως πρωτεύουσας του Ισραήλ από τις ΗΠΑ οδήγησε τις 7 χώρες (Γουατεμάλα, Ονδούρα, Νήσοι Μάρσαλ, Τόγκο, Μικρονησία Ναούρου και Παλάου), οι οποίες επενδυτικά και μακροοικονομικά ελέγχονται από τις ΗΠΑ, να ψηφίζουν υπέρ της πρότασης των ΗΠΑ στον ΟΗΕ και να μεταφέρουν τις πρεσβείες τους από το Τελ- Αβίβ στην Ιερουσαλήμ, εν μέσω διεθνούς κατακραυγής. Η δε υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης (1994) μεταξύ Ιορδανίας και Ισραήλ έφερε δημοσιονομική ισορροπία στην Ιορδανία και επέδειξε πόσο η οικονομική εξάρτηση ματαιώνει ιδεολογικές και εθνικές πρακτικές δεκαετιών. Οι ΗΠΑ ξεκίνησαν μια σειρά διευθετήσεων ελάφρυνσης και αναδιάρθρωσης του εξωτερικού χρέους της Ιορδανίας, συνολικής αξίας άνω των 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Αυτές οι ρυθμίσεις ήταν εξαιρετικά σημαντικές για την αποκατάσταση της οικονομικής αξιοπιστίας της Ιορδανίας μετά από μια σοβαρή οικονομική κρίση το 1989-1990 και τον πόλεμο του Κόλπου το 1990-1991.

Στην δε Κίνα το πολιτειακό σύστημα ελέγχεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα της χώρας που είχε ως πρόκριμα αφενός την ενσωμάτωση του Χονγκ Κονγκ και της Ταϊβάν στη «μητέρα Κίνα» και αφετέρου τη δημιουργία μιας ζώνης ζωτικής ασφάλειας με επενδύσεις σε τρίτες χώρες. Ενώ στη γεωπολιτική ο «Ζωτικός Χώρος» συσχετίζεται με τη γεωγραφική ασφάλεια, για την Κίνα ο Ζωτικός Χώρος έχει διαστάσεις οικονομικών και πολιτιστικών προσεγγίσεων και τη δημιουργία διπλωματικής εγγύτητας για την εξάρτηση τρίτων χωρών από την κινέζικη τεχνογνωσία, τις επενδύσεις, τα προϊόντα και την τεχνολογία με απώτερο σκοπό τη στρατηγική (στρατιωτική και πολιτική) παρουσία σε τρίτες χώρες.

Η εξωτερική πολιτική των δανείων και η «τακτική της εξάρτησης»

Η κινέζικη επενδυτική κινητικότητα στην Αφρική άρχισε από το 2000, μετά την επαναφορά του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα το 1997, έπειτα από 150 χρόνια βρετανικής κυριαρχίας (1842- 1997). Η Κίνα με την ένταξη του Χονγκ Κονγκ στην επικράτειά της και μέχρι την πλήρη επανάκτηση των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών δεσμεύσεων αναγκάστηκε να κινηθεί προς τη Δύση για να αντιληφθεί πώς κινείται το φιλελεύθερο σύστημα. Επίσης, χρησιμοποιώντας το Χονγκ Κονγκ και δημιουργώντας Ελεύθερες Οικονομικές Ζώνες στη χώρα ως φορολογικούς και τραπεζικούς παραδείσους (π.χ νησί Μακάου) επιδίωξε να δεχθεί νέες επενδύσεις, αλλά και κινέζικες εταιρείες εγγεγραμμένες σε αυτούς τους παραδείσους να είναι πιο ευέλικτες στη διεθνή αγορά.

«Αυτή τη στιγμή, το 90% των κινεζικών εταιρειών που επενδύουν στην Αφρική είναι ιδιωτικές εταιρείες», αναφέρει το London School of Economics’ China-Africa Initiative. Οι ιδιωτικές εταιρείες έχουν διαφορετικά επενδυτικά χαρακτηριστικά από τις κρατικές εταιρείες. Αντί να επενδύσουν μόνο στην ενέργεια, τις μεταφορές και τις υποδομές, θα επενδύσουν σε τομείς που είναι κατάλληλοι για μια μεσαία τάξη της Αφρικής, όπως η γεωργία, η επεξεργασία τροφίμων, η ψυχαγωγία και τα ιδιωτικά δάνεια σε τράπεζες. Ως εκ τούτου, η κινέζικη εμπλοκή στην Αφρική δεν αφορά τομείς μόνο προς κέρδος αλλά έχει και δομικά χαρακτηριστικά προς συνεργασία με πολιτικές κινήσεις και εργατικές πρωτοβουλίες μέσω και της τακτικής και ιδεολογίας του ΚΚ της χώρας. Άλλωστε στην Αφρική η Αιθιοπία αποτελούσε μακράν μια από τις χώρες με τα σπουδαιότερα αριστερά κινήματα στον κόσμο και η ανέχεια έφερε πολλές χώρες να προσεγγίσουν την Κίνα για τη λήψη δανείων.

Έτσι από το 2001 ως το 2018, η Κίνα δάνεισε περίπου 126 δισεκατομμύρια δολάρια σε αφρικανικές χώρες. Από το 2001 ως το 2018, η Κίνα επένδυσε 41 δισεκατομμύρια δολάρια σε FDI. Οι χώρες που δεσμεύτηκαν με κινέζικα δάνεια στην Αφρική αντιπροσωπεύουν το 68% του συνόλου των κινέζικων επενδύσεων και δανείων και περιλαμβάνουν χώρες όπως η Αγκόλα, η Αιθιοπία, η Ζάμπια και το Καμερούν. H Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) και η Νότια Αφρική – αντιπροσώπευαν το 63% του συνολικού κινεζικού αποθέματος επενδύσεων στην Αφρική. Μεταξύ 2001 και 2012, οι ΗΠΑ επένδυσαν 56,3 δισεκατομμύρια δολάρια στην Αφρική, αλλά ξόδεψαν επίσης 9 τρισεκατομμύρια δολάρια για τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, όπως στην περίπτωση της Μπόκο Χαράμ στη Νιγηρία και των ισλαμικών οργανώσεων σε Κένυα και Σομαλία.

Κατά τη διάρκεια τής πιο πάνω περιόδου η επενδυτική επιρροή των ΗΠΑ μειώθηκε περίπου κατά 8% στην Αφρικανική ήπειρο, επίσης πρώην αποικιοκρατικές δυνάμεις στην Αφρική όπως η Γαλλία και η Πορτογαλία έδωσαν μεγάλη μάχη για την παραμονή τους απέναντι στην Κίνα. Ήδη στη Ναμίμπια και στην Αγκόλα εταιρείες από το Ισραήλ και την Τουρκία άρχισαν να επενδύουν στον κατασκευαστικό τομέα και εμπορικά επιμελητήρια αποφάσισαν να μπουν στη μάχη για να καθιερωθούν οι εταιρείες τους στην Αφρική. Στις ΗΠΑ οι ισχυρισμοί σχετικά με τα κίνητρα στα οποία βασίζεται η εμπλοκή της Κίνας στην Αφρική έχουν προκαλέσει διαμάχη με τίτλους σε διεθνή πρακτορεία όπως «Η Κίνα στην Αφρική: Επένδυση ή Εκμετάλλευση;» ή «Η Κλίντον προειδοποιεί ενάντια στη ‘’νέα αποικιοκρατία’’ στην Αφρική». Ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Μπόλτον χαρακτήρισε τις κινεζικές επενδύσεις και τη δανειοδότηση στην Αφρική ως ληστρικές: «η στρατηγική χρήση του χρέους για να κρατήσει τα κράτη στην Αφρική δέσμια στις επιθυμίες και τις απαιτήσεις του Πεκίνου».

Το «Forum on China Africa Cooperation» (FOCAC) ανακοίνωσε το 2018 το όραμα της Κίνας και των αφρικανικών χωρών για το 2035. Το πλάνο αφορούσε επενδύσεις 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το 2023. Ως εκ τούτου, οι κινέζικες επενδύσεις στην Αφρική επιδιώκεται ως το 2035 να αγγίξουν τα 90 δισεκατομμύρια δολάρια, με ρυθμό ανάπτυξης 10% που θα σήμαινε γενικά αποθέματα (stocks) 181 δισεκατομμυρίων δολαρίων έως το 2035, γεγονός που θα καθιστούσε την Κίνα ως τον μεγαλύτερο επενδυτή της Αφρικής.

Το 2020 η Αμερικάνικη Επιτροπή «U.S.-China Economic and Security Review Commission» προειδοποίησε ότι η Κίνα προωθεί τις χώρες στις οποίες επενδύει το σύστημα της «μονοκομματικής, αυταρχικής διακυβέρνησης» εκπαιδεύοντας πολιτικά κόμματα στην Αφρική, πουλώντας προηγμένη τεχνολογία ψηφιακής επιτήρησης και επηρεάζοντας τα μέσα ενημέρωσης. Το «Center for American Progress» συνδέει τις κινεζικές τεχνολογικές πρωτοβουλίες στη Ζιμπάμπουε με την ψήφιση της νομοθεσίας το 2019 από τη χώρα για τα αδικήματα στον κυβερνοχώρο και την ασφάλεια που περιορίζει την ελευθερία του διαδικτύου, συμπεριλαμβανομένης της στόχευσης υπηκόων της Ζιμπάμπουε στο εξωτερικό που «μάχονται εναντίον της χώρας και του πολιτεύματος». Μιλώντας τον Νοέμβριο του 2019 για την υποστήριξη ανάλογης νομοθεσίας, η Πρώτη Κυρία της Νιγηρίας Aisha Buhari δήλωσε: «Εάν η Κίνα μπορεί να ελέγξει πάνω από 1,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δεν βλέπω κανένα λόγο για τον οποίο η Νιγηρία δεν μπορεί να επιχειρήσει να ελέγξει 180 εκατομμύρια κατοίκους».

Από την άλλη η Κίνα, αντικρούοντας τα όσα αναφέρονται κυρίως από τις ΗΠΑ, έχει μεταφέρει ιατρικές ομάδες και έχει δώσει ιατρική και φαρμακευτική βοήθεια σε χώρες της Αφρικής όπως το Λέσοθο σε μόνιμη βάση. Επίσης, έργα όπως η κατασκευή ειδικών οικονομικών ζωνών που λειτουργούν από την Κίνα, δρόμοι με διόδια και γέφυρες που αντιπροσωπεύουν το 35% των συνολικών επενδύσεων του 2020 δεν σταμάτησαν κατά τη διάρκεια του Covid, αποδεικνύοντας τον επαγγελματισμό των κινέζικων εταιρειών. Επίσης, το 1/3 του ηλεκτρικού δικτύου και της ενεργειακής υποδομής της Αφρικής χρηματοδοτείται και κατασκευάζεται από κρατικές κινέζικες εταιρείες από το 2010, κατά τη διάρκεια του Covid προχώρησε με γοργούς ρυθμούς για να παρασχεθεί βοήθεια σε νοσοκομεία και ιατρικές εγκαταστάσεις στις διάφορες χώρες.

Η ανώτερη εξωτερική πολιτική έχει απαιτήσεις από τον εαυτό της

Η εξωτερική πολιτική της Κίνας βασίζεται κυρίως στη θεωρία του realist constructivism, όπου δηλαδή η εξωτερική πολιτική για την επίτευξη των ρεαλιστικών στόχων της κινείται χρησιμοποιώντας αρχές και αξίες της ιστορίας, της κοινωνικής ψυχολογίας και της θρησκείας για την εφαρμογή της. Η εξωτερική πολιτική της Κίνας είναι εν πολλώ βασισμένη στις αρχές του Κομφούκιου και των έργων του όπως τα «Ανάλεκτα» που εκδόθηκαν και έγιναν φιλοσοφικές διακυβερνητικές διατάξεις κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Χαν (206 π.Χ. – 220 μ.Χ,).

Οι αρχές της κινέζικης ιστορικής πολιτικής πιστεύετε ότι περιείχαν τις βασικές αρχές που απαιτούνται για την καθοδήγηση του ηγέτη και του λαού για μια ηθική ζωή και διακυβέρνηση. Τα έργα του Κομφούκιου προσφέρουν μια έγκυρη καταγραφή μιας παλαιότερης περιόδου της κινεζικής ιστορίας που είχε φτάσει στο απόγειό της με την αναφορά σε μια «πεφωτισμένη διακυβέρνηση». Η  ιδανική μορφή διακυβέρνησης, που περιγράφεται σε βιβλία του Κομφούκιου θεωρείται από πολλούς μελετητές ως «Η Βίβλος της Κίνας και το Σύνταγμά της Χώρας» που οι παλαιότερες φιλοσοφίες παροτρύνουν τον λαό και το κράτος να κοιτάξουν στο μέλλον και να δημιουργήσουν «νέους δρόμους».

Ο νέος δρόμος για την Κίνα αποτέλεσε και ο «Δρόμος του Μεταξιού» φιλοσοφικά, πολιτικά και οικονομικά όπου η Κίνα θέλησε να δεσμεύσει Δύση και Ανατολή με την επέκταση του πολιτισμού και της οικονομικής της επιρροής. Ο Δρόμος του Μεταξιού έχει τρεις κατευθύνσεις για την Κίνα:

1)
Μεταφορά προϊόντων από την Κίνα μέσω του Καζακστάν και της Ουκρανίας στη Δύση. Ήδη οι κινέζικες εταιρείες το καλοκαίρι του 2021 υπέγραψαν συμφωνίες αξίας 3 δισεκατομμυρίων με την Ουκρανία, ώστε να κατασκευαστούν δρόμοι και να συντηρηθούν σιδηρόδρομοι για τη μεταφορά κινέζικων προϊόντων στην Ε.Ε. Το 2021, η China Railway Express έστειλε 15.000 εμπορευματικά τρένα με εμπορευματοκιβώτια μέσω του Καζακστάν, αύξηση 22% σε σύγκριση με το 2020, επίσης η χώρα επένδυσε 19,2 δισεκατομμύρια δολάρια στο Καζακστάν μεταξύ 2005-20, σύμφωνα με την κινεζική πρεσβεία στο Καζακστάν. Περίπου 56 έργα που υποστηρίζονται από την Κίνα, αξίας σχεδόν 24,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων αναμένεται να ολοκληρωθούν έως το 2023, ενώ ο πόλεμος στην Ουκρανία ανέβαλε επενδύσεις άνω των 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε Ουκρανία και Καζακστάν.

2)
Μεταφορά προϊόντων από την Κίνα μέσω της Ρωσίας στη Φινλανδία ώστε τα Φινλανδικά λιμάνια και αεροδρόμια να καταστούν σταθμοί φύλαξης και μεταφοράς εμπορευμάτων και εμπορευματοκιβωτίων. Το 2019 μια σιδηροδρομική σήραγγα που θα συνδέει το Ελσίνκι με την πρωτεύουσα της Εσθονίας Ταλίν είχε λάβει προσωρινή χρηματοδότηση 17 δισεκατομμυρίων δολαρίων από την κινεζική Touchstone Capital Partners, την τελευταία επένδυση υποδομής στο σχέδιο του Δρόμου του Μεταξιού του Πεκίνου. Το 2016 η κινεζική National Silicon Industry Group εξαγόρασε τη φινλανδική εταιρεία παραγωγής πυριτίου Okmetic για περίπου 150 εκατομμύρια ευρώ. Η JOT Automation, μια εταιρεία που επικεντρώνεται στον αυτοματισμό και τις δοκιμές παραγωγής, αγοράστηκε από την κινεζική Wuxi Lead Intelligent Equipment για 74 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η κινεζική HNA Tourism Group αγόραζε την Carlson Hotels και η συμφωνία συμπεριλαμβάνει και την πολυεθνική αλυσίδα Radisson Hotel, η οποία δραστηριοποιείται στη Φινλανδία. Η κινεζική Kaidi, η οποία ειδικεύεται σε φιλικές προς το περιβάλλον εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας, σχεδιάζει το εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας βιοκαυσίμων Kemi, το οποίο επί του παρόντος εξετάζεται ως έργο αξίας 1 δισεκατομμυρίου ευρώ. Η αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ της Φινλανδίας τον Μάιο του 2022 έφερε την προσωρινή παύση των επενδύσεων της Κίνας στα λιμάνια της νότιας Φινλανδίας και σε αεροδρόμια στο αρκτικό μέρος της χώρας, πράγμα που λόγω και του πολέμου στην Ουκρανία αυτές οι δύο δίοδοι του Δρόμου του Μεταξιού αναχαιτίστηκαν.

3)

Η Τρίτη δίοδος του Δρόμου του Μεταξιού ήταν το Ιράν. Το 2021 η Κίνα και το Ιράν υπέγραψαν τη συμφωνία του αιώνα για συνεργασία σε εμπορική βάση, ασφάλεια και τεχνολογία αξίας 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η συμφωνία θα δέσμευε τις αγορές της Κεντρικής Ασίας και των δύο χωρών για εξαγωγές μέσω του λιμανιού της Βηρυτού και θα συνέδεε τη Σανγκάη μέσω του Τατζικιστάν και του Αφγανιστάν με το Ιράν και τη Μεσόγειο. Η ανατίναξη του λιμανιού τον Αύγουστο του 2020 και η υπογραφή των Συμφωνιών του Αβραάμ τον ίδιο μήνα στην Ουάσινγκτον αναχαίτισε πολύ νωρίς και αυτή την προοπτική.

Ο Δρόμος του Μεταξιού για την Κίνα προς τη Δύση περνούσε μέσα από την Ευρασία, ο πόλεμος στην Ουκρανία, η έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού, η ανυπαρξία προόδου στις συνομιλίες της Βιέννης για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν φέρνει πια την Κίνα αντιμέτωπη με την ηθική διάσταση του ζητήματος της «μίας Κίνας» και της εξόδου της στον Ειρηνικό Ωκεανό. Ο Κινέζος ηγέτης Xi τον Ιούλιο του 2022, στην επέτειο για τα 100 χρόνια από την ίδρυση του ΚΚ, ανέφερε πως το ΚΚ «πρέπει να κερδίσει την καρδιά και το μυαλό» των κατοίκων του Χονγκ Κονγκ και της Ταϊβάν σε μια περίοδο όπου στο εσωτερικό, η Κίνα παλεύει με την επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, μια βαθύτερη εγχώρια κρίση στεγαστικών δανείων και μια πολιτική Covid Zero που την έχει αναγκάσει να κλείσει τα σύνορά της.

Η επίσκεψη Pelosi αρχικά στην Ταϊβάν τον Αύγουστο του 2022 και μετέπειτα ο κατακλυσμός της μικρής χώρας τον ίδιο μήνα από Αμερικανούς εμπειρογνώμονες φανέρωσε και το μέγεθος της αγωνίας των ΗΠΑ για τυχόν επέμβαση της Κίνας στην Ταϊβάν. Τα γεγονότα του αποκλεισμού της Κίνας το 1996 από τη διακυβέρνηση Κλίντον όταν η Κίνα απειλούσε με εισβολή, εν έτει 2022, θα επέφερε τρομακτικές απώλειες στις αμερικανικές επενδύσεις και παρουσία στην περιοχή.

Οι αρχές της Ταϊβάν προκειμένου να διασφαλίσουν την ασφάλεια της χώρας επιδιώκουν να δεσμεύσουν μια κινέζικη εισβολή με προσβολή ξένων επενδύσεων, έτσι στο Χρηματιστήριο της Ταϊπέι, οι ξένες επενδύσεις αντιπροσωπεύουν περίπου το 45% της κεφαλαιοποίησης της Taiwan Stock Exchange (TWSE) από το 2020. Η Ταϊβάν επιτρέπει τη δημιουργία υπεράκτιων τραπεζικών μονάδων, χρεογράφων και ασφαλιστικών μονάδων για να προσελκύσει ευρύτερο επενδυτικό κοινό για παγκόσμια πολιτική στήριξη ένεκα του γεγονότος ότι δεν αναγνωρίζεται επίσημα ως χώρα στον ΟΗΕ, καίτοι συμμετέχει σε πάνω από 40 παγκόσμιους και περιφερειακούς οργανισμούς. Στο τέλος του 2020, 948 εταιρείες ήταν εισηγμένες στο TWSE, με συνολικό όγκο συναλλαγών στην αγορά 157,4 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στην Ταϊπέι συναντάται τακτικά με φορείς της Ταϊβάν, όπως το Εθνικό Συμβούλιο Ανάπτυξης (NDC) για να προωθήσει τις σχέσεις των δύο χωρών σε μια εποχή που η Κίνα επιδιώκει να εντάξει την Ταϊβάν στον κόλπο της επικράτειάς της  ώστε απρόσκοπτα να έχει έξοδο στη θαλάσσια περιοχή από την Οκινάουα της Ιαπωνίας ως το Βιετνάμ, που πια το τελευταίο γίνεται κέντρο προσέλκυσης αμερικανικών επενδύσεων.  Το διμερές εμπόριο ΗΠΑ- Ταϊβάν στήριξε περισσότερες από 200.000 θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ από το 2019, ενώ η Ταϊβάν είναι ο 12ος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ στον τομέα των αγαθών και το εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών το 2021 ανήλθε συνολικά στα 114 δισεκατομμύρια δολάρια, σημειώνοντας αύξηση 80% σε σχέση με το 2012.

Το εμπόριο υπηρεσιών, εν τω μεταξύ, ανήλθε συνολικά σε 19,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2021 - μια σημαντική ανάκαμψη από την ύφεση στα 15,2 δισεκατομμύρια δολάρια κατά τους μήνες αιχμής της πανδημίας του 2020. Η Ταϊβάν είναι ένας κρίσιμος προμηθευτής για τις παγκόσμιες αλυσίδες τεχνολογικών προϊόντων των ΗΠΑ και οι διμερείς οικονομικοί δεσμοί με την Ταϊβάν χαρακτηρίζονται από αυξανόμενο εμπόριο και επενδύσεις σε βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας.

Ως εκ τούτου, μπορεί για την Κίνα η Ταϊβάν να αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι της κινέζικης ιστορίας και μιας γεωπολιτικής αξίας τμήμα στην κινέζικη θάλασσα, όμως οι ΗΠΑ μετά την επίσκεψη Pelosi στην Ταϊβάν και την έναρξη συζητήσεων για τη σύναψη νέας εμπορικής συμφωνίας εν μέσω απειλών από την Κίνα αποδεικνύουν πως η Ταϊβάν που μέσω των νησιών Κιμμέν απέχει μόνο 10 χλμ από τις ακτές της Κίνας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ασφάλεια των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας αλλά και της AUKUS. Η επίσκεψη της νέας Αμερικανής πρέσβειρας Caroline Kennedy στην Αυστραλία, στα Νησιά Σολομώντα, τον Αύγουστο του 2022, ώστε να αποκατασταθούν οι σχέσεις των νησιών με τις ΗΠΑ μετά την εμπλοκή της Κίνας και τον εκτοπισμό των επενδύσεων της Ταϊβάν, που αποτελούσε σύμμαχο για τα νησιά τα τελευταία 15 χρόνια και μόλις τον Δεκέμβριο του 2021 ενέκρινε ένα δάνειο ύψους 25 εκατομμυρίων δολαρίων στα Νησιά Σολομώντα από την Export Import Bank (EXIM) της Ταϊβάν, μας φέρνουν μπροστά σε παγκόσμιες ανακατατάξεις για τη δύναμη των θαλασσών και των χωρών- συμμαχιών που ελέγχουν τα θαλάσσια περάσματα του Ινδο-Ειρηνικού.

*Αναλύτριας Εξωτερικής Πολιτικής και Επενδύσεων

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ