Οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου επανέρχονται στο υψηλότερο επίπεδο από τον Νοέμβριο του 2022, μετά τις περικοπές της παραγωγής από τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία.
Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου «θερμαίνει» ξανά τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα οι κεντρικές τράπεζες να οδηγούνται σε νέες αυξήσεις των επιτοκίων, αλλά και να διατηρήσουν ψηλά, για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα αυξανόμενα επιτόκια με τη σειρά τους, κάνουν το χρήμα πιο ακριβό, στέλνοντας αντίθετους ανέμους στα χρηματιστήρια.
Το δολάριο ισχυροποιείται με τη σειρά του, κάνοντας το δημόσιο χρέος δεκάδων χωρών ακόμη πιο δυσβάστακτο, καθώς ο κόσμος είναι κυρίως χρεωμένος σε αμερικανικό νόμισμα.
Όλα συνδέονται με την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας να παρατείνει έως τα τέλη Δεκεμβρίου, τη μείωση της παραγωγής πετρελαίου κατά περίπου ένα εκατομμύριο βαρέλια την ημέρα, που ισχύει από τον Ιούλιο.
Από την πλευρά του, ο αντιπρόεδρος της Ρωσικής κυβέρνησης Αλεξάντερ Νόβακ ανακοίνωσε ότι η Μόσχα θα επεκτείνει επίσης τη μείωση της παραγωγής της κατά 300.000 βαρέλια την ημέρα που εφαρμόζεται από τον Σεπτέμβριο μέχρι το τέλος του έτους.
Η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία είναι δύο από τα πλουσιότερα και πιο σημαντικά «πετρελαϊκά κράτη», πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομία τους χρηματοδοτείται κυρίως από τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Η Σαουδική Αραβία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πετρελαίου στον κόσμο με 7,36 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, ακολουθούμενη από τη Ρωσία με 4,78 εκατομμύρια βαρέλια.
Αυτή η τεράστια εξαγωγική ικανότητα επιτρέπει στη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία να ορίζουν μόνες τους τις παγκόσμιες τιμές πετρελαίου. Μπορούν να μειώσουν την παραγωγή πετρελαίου αρκετά ,ώστε να βλάψουν τις ξένες αγορές ,χωρίς να επηρεάσουν την εγχώρια οικονομία τους.
Στόχος η Δύση
«Ο ξεκάθαρος στόχος για τις αυξήσεις των τιμών του μαύρου χρυσού είναι η Δύση και, ειδικότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά και η Ευρώπη», τονίζουν στη «Ναυτεμπορική», αναλυτές της αγοράς πετρελαίου στο Λονδίνο.
«Η Σαουδική Αραβία δεν αρκείται σε ένα βαρέλι στα 80 δολάρια, που σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι λογικό για την εξισορρόπηση του κρατικού προϋπολογισμού της χώρας. Το Ριάντ στοχεύει τώρα στα 100 δολάρια, λόγω του παγκόσμιου πληθωρισμού και της ανάγκης να χρηματοδοτηθούν τα πανάκριβα έργα του πρίγκιπα διαδόχου Μοχάμεντ μπεν Σαλμάν . Ο ισχυρός άνδρας του Βασιλείου θέλει να εκσυγχρονίσει και να διαφοροποιήσει την οικονομία της χώρας ώστε να εξαρτάται λιγότερο από τα έσοδα από υδρογονάνθρακες, τα οποία εξακολουθούν να αποτελούν το 70% του συνόλου, σήμερα», τονίζουν οι αναλυτές στην «Ν».
«Όσο για τη Μόσχα, η αύξηση των τιμών είναι ακόμη πιο ζωτικής σημασίας για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει την πολεμική της προσπάθεια στην Ουκρανία», σημειώνουν οι αναλυτές και εξηγούν: «Τα έσοδά της Ρωσίας από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο μειώθηκαν κατά 38,1% τους πρώτους οκτώ μήνες του έτους, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2022, σύμφωνα με στοιχεία του ρωσικού υπουργείου Οικονομικών. Μόνο για τον Αύγουστο, τα έσοδα αυτά μειώθηκαν κατά 21% σε σύγκριση με τον Ιούλιο και κατά 4,3% σε διάστημα ενός έτους. Το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών αναμένει τώρα μείωση των εσόδων από υδρογονάνθρακες κατά 23% φέτος σε σύγκριση με το 2022».
Αποτυχία των κυρώσεων
Υπό την ηγεσία του Ριάντ και της Μόσχας, ο ΟΠΕΚ+ που συγκεντρώνει τα 13 μέλη του ΟΠΕΚ και 10 άλλες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες, επιδιώκει να ελέγξει πλέον ακόμη πιο καθοριστικά την κατεύθυνση των τιμών του πετρελαίου, ακόμη και αν αυτό σημαίνει απώλεια μεριδίου αγοράς.
Τον Δεκέμβριο του 2022 η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι χώρες της G7 συμφώνησαν στο ανώτατο όριο των 60 δολαρίων στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου ,για να μειώσουν σημαντικά τα έσοδα της Μόσχας από το μαύρο χρυσό. Αυτό το σχέδιο της Δύσης θα είχε λειτουργήσει αν δεν υπήρχε η Σαουδική παρέμβαση, η οποία αύξησε τις παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου βοηθώντας ουσιαστικά τη Ρωσία.
Η Σαουδική Αραβία ήταν στενός σύμμαχος των ΗΠΑ , αν και η σχέση τους έχει επιδεινωθεί με τα χρόνια. Το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας ευθυγραμμίζεται τώρα με τα ρωσικά και κινεζικά συμφέροντα, δύο από τους πιο ισχυρούς αντιπάλους των Ηνωμένων Πολιτειών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η «οδύσσεια» των Δημοσίων Συμβάσεων - Τι λέει η ΕΥ