Του Κυριάκου Ε. Γεωργίου*
Αι Ειδοί του Ιουλίου και Αυγούστου
Οι μήνες Ιούλιος και Αύγουστος έχουν ένα ειδικό βάρος και φορτώνουν τις ψυχές και τη συλλογική μας συνείδηση με τραγικές μνήμες και τύψεις. Μνήμες για τα κακά που έχουν συμβεί στην Κύπρο τους μήνες αυτούς:
• 15 Ιουλίου – 16 Αυγούστου 1974 η τραγωδία της Κύπρου με το πραξικόπημα και την εισβολή,
• 10 Ιουλίου 2002 πτώση του ελικοπτέρου το οποίο μετέφερε τον αρχηγό της Εθνικής Φρουράς αντιστράτηγο Ε. Φλωράκη, τον διοικητή Αεροπορίας ταξίαρχο Β. Δεμέναγα και τρεις άλλους αξιωματικούς
• 11 Ιουλίου 2011 τραγωδία στο Μαρί με 13 νεκρούς,
• 08 Αυγούστου 1964 επίθεση στο περιπολικό Φαέθων της Εθνικής Φρουράς από τουρκικά αεροπλάνα και τον θάνατο 7 μελών του πληρώματος και τραυματισμό άλλων μεταξύ αυτών και του κυβερνήτη. .
• 08 – 09 Αυγούστου 1964 η τουρκική αεροπορία επιτέθηκε σε πολλούς στόχους στην Τηλλυρία με βόμβες Ναπάλμ, οι οποίες προκάλεσαν πολλά θύματα μεταξύ των αμάχων και μελών της Εθνικής Φρουράς.
• 16 Αυγούστου 2005 η πτώση του μοιραίου αεροπλάνου της Ήλιος στο Γραμματικό Αττικής, η οποία στοίχισε τη ζωή σε 121 ανθρώπους.
Τύψεις γιατί μετά από 64 έτη από την Ανεξαρτησία της Κύπρου και 50 έτη από την τραγωδία του 1974, η Κύπρος παραμένει διχασμένη και όμηρος της Τουρκίας. Οι πόθοι και οι αγώνες των Ελλήνων της Κύπρου όχι μόνο δεν έχουν εκπληρωθεί αλλά έχουν ίσως για πάντα χαθεί. Η δεκαετία του 1960 κύλησε με τη βεβαιότητα ότι μια μέρα οι Τούρκοι θα έρθουν, όμως εμείς ζούσαμε μια εποχή ανωριμότητας, επιπολαιότητας και αθωότητας. Παίζαμε τους αδελφοφάγους κλέφτες και αστυνόμους με πραγματικά όπλα και βόμβες που στρέφονταν εναντίον των αδελφών μας χωρίς να αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον γύρω μας, τους κινδύνους που καραδοκούσαν και το εθνικό συμφέρον. Το ξέραμε «πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος κι οι Μήδοι επιτέλους θα διαβούνε» αλλά δεν κάναμε το δέοντα. Και κάπως έτσι ήρθε η καταστροφή του 1974.
Οι Τούρκοι από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και την επαναεμπλοκή τους στο Κυπριακό έθεσαν ως στόχο τη διαίρεση του νησιού στις γραμμές που έχει διαμορφωθεί το καλοκαίρι του 1974. Στην ελληνική πλευρά δεν υπήρξε ποτέ Εθνική πολιτική για την Κύπρο. Βεβαίως η στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα το 1967 – 74 φέρει ασήκωτες ευθύνες για την τραγωδία της Κύπρου αλλά οι υπόλοιπες πολιτικές ηγεσίες στην Κύπρο και στην Ελλάδα έχουν επίσης ευθύνες που δεν μπορούν να Αποσεισθούν. Η καταστροφή της Κύπρου έφερε τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα αλλά η Κύπρος εξακολουθεί να περιμένει τη λύτρωση.
Οι Κύπριοι είμαστε κατ’ βάση νοικοκύρηδες που φροντίζουμε τα του οίκου και της οικογένειάς μας. Σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις, στην εισβολή το καλοκαίρι του 1974, τη χρηματιστηριακή κρίση του 1999 – 2000 και την οικονομική κρίση του 2012 – 2015 σηκώσαμε τα μανίκια και χωρίς διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις και εξεγέρσεις δουλέψαμε για να στήσουμε την οικονομία και τη χώρα στα πόδια της. Δόξα σοι ο Θεός τα καταφέραμε και τις τρεις φορές. Αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, η Πατρίδα παραμένει διχοτομημένη, η Τουρκία κατέχει το βόρειο μέρος της Κύπρου και κρατεί όμηρο το νότιο μέρος.
Κυπριακή Οικονομία 1960-1980
H οικονομία της Κύπρου, από την Ανεξαρτησία μέχρι σήμερα, ακολούθησε σταθερή ανοδική πορεία, με μόνες εξαιρέσεις την περίοδο της τουρκικής εισβολής 1974-75 και την περίοδο της Οικονομικής Κρίσης το 2012-2015, όπου είχε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης πάνω από τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης των αναπτυσσοόμενων και αναπτυγμένων χωρών. Ο τερματισμός της βρετανικής κατοχής έδωσε μεγάλη ώθηση στην οικονομία του τόπου, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται πλέον με γρηγορότερους ρυθμούς και με προγραμματισμό που είχε ως βάση τα πραγματικά συμφέροντα του κυπριακού λαού και όχι τις προτεραιότητες και τα συμφέροντα της αποικιοκρατικής δύναμης.
Οι επιδράσεις της αγγλικής αποικιοκρατίας στην κυπριακή οικονομία στα ογδόντα δύο χρόνια διακυβέρνησης ήταν σίγουρα πιο θετικές από τις τουρκικές επιδράσεις κατά τους προηγούμενους τρεις αιώνες. Παρά ταύτα, γεγονός είναι ότι οι προσπάθειες των Βρετανών αποικιοκρατών καθοδηγούνταν όχι από τα συμφέροντα και δεν ανταποκρίνονταν στα οράματα των Κυπρίων, αλλά από εκείνα των Άγγλων και ως εκ τούτου, δεν υπηρετούσαν μακροπρόθεσμα και ουσιαστικά την οικονομία. Είναι, συνεπώς, γεγονός αναντίλεκτο ότι η σταθερή, υγιής και αειφόρα οικονομική ανάπτυξη επιτεύχθηκε μετά την Ανεξαρτησία της Κύπρου.
Η «νεαρή» κυπριακή οικονομία αναπτύσσεται
Η κυπριακή οικονομία το 1960 είχε τα χαρακτηριστικά μιας παραδοσιακής, υπό ανάπτυξη οικονομίας, που στηριζόταν από πλευράς παραγωγής, απασχόλησης και εξαγωγών στη γεωργία και τα μεταλλεία, με περιορισμένη, όμως, υποστήριξη από τις δημόσιες επενδύσεις. Με την πάροδο του χρόνου και με τη βοήθεια επιτυχημένων στρατηγικών αναπτυξιακών σχεδίων και επενδύσεων, τόσο σε έργα υποδομής όσο και κυρίως, στον ανθρώπινο παράγοντα, η οικονομία μετεξελίχθηκε αρχικά και μεταβατικά από τον Πρωτογενή τομέα στον Δευτερογενή τομέα με έμφαση στην εξαγωγική Μεταποιητική Βιομηχανία έντασης εργασίας στην Ένδυση και Υπόδηση και άλλες συναφείς δραστηριότητες μια σύγχρονη οικονομία υπηρεσιών με παράλληλες διαδικασίες ουσιαστικών, ανελικτικών κοινωνικών μεταβολών.
Από τη δεκαετία του 1950 και με εντονότερους ρυθμούς το 1960 άρχισε να παρατηρείται μια συνεχής αύξηση της εσωτερικής μετανάστευσης από τις αγροτικές περιοχές στις αστικές, ιδιαίτερα προς τη Λευκωσία, Λεμεσό και Αμμόχωστο. Αυτό εξυπηρετούσε την προσπάθεια εξέλιξης της οικονομίας από τον Πρωτογενή στον Δευτερογενή τομέα. Ο Πίνακας Κατανομή Πληθυσμού Ανά Επαρχία 1960 – 1982, Έτη Απογραφής δίνει μια συνολική εικόνα της περιόδου με τη σταθερή αύξηση του πληθυσμού η οποία υπολογίζεται στο 1,7% και την αισθητή μείωση το 1976 με την απώλεια της τάξης των 133χιλ κατοίκων. Η μεγάλη μετακίνηση των προσφύγων γίνεται προς την αστική Λεμεσό και τη Λάρνακα, κυρίως την αγροτική.
Επίσης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μετακίνηση κατοίκων από την ορεινή Κύπρο στα αστικά και περιαστικά κέντρα της υπαίθρου οδήγησε στην αστυφιλία με έντονα, οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα τα οποία έχουν αναλυθεί στο παρελθόν.
Ο Πίνακας Κύριοι Οικονομικοί Δείκτες για την Κύπρο, 1960-1980 παρουσιάζει μια διαχρονική ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας στα πρώτα 20 έτη. H οικονομία της Κύπρου, από την Ανεξαρτησία μέχρι σήμερα, ακολούθησε σταθερή ανοδική πορεία, με μόνη εξαίρεση την περίοδο της τουρκικής εισβολής 1974-75, όπου είχε ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης πάνω από τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης των αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων χωρών. Ο τερματισμός της βρετανικής κατοχής έδωσε μεγάλη ώθηση στην οικονομία του τόπου, η οποία άρχισε να αναπτύσσεται πλέον με γρηγορότερους ρυθμούς και με προγραμματισμό που είχε ως βάση την ανάπτυξη της οικονομίας και την ευμάρεια των Κυπρίων.
Οι σημαντικότερες αυξήσεις στο ρυθμό μεγέθυνσης της κυπριακής οικονομίας σημειώθηκαν κατά την περίοδο 1960-73, όταν το ΑΕΠ παρουσίασε μέσο ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης πέραν του 7,0%. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα έτη, οι επενδύσεις αποτέλεσαν τον κυριότερο μοχλό ανάπτυξης κατά την εν λόγω περίοδο. Αξιοσημείωτη ήταν η σημαντική διεύρυνση του εξωτερικού εμπορίου λόγω της μεγάλης αύξησης στις εξαγωγές μεταποιητικών και γεωργικών προϊόντων. Ταυτόχρονα, η ιδιωτική κατανάλωση παρουσίασε σημαντική άνοδο λόγω της ουσιαστικής διεύρυνσης του πραγματικού εισοδήματος.
Η οικονομική πολιτική της περιόδου 1960-73 στόχευε στη συγκράτηση των καταναλωτικών και μη παραγωγικών δαπανών του κράτους, με έμφαση στις κρατικές επενδύσεις σε κοινωφελή και άλλα δημόσια έργα υποδομής. Κυριότερος στόχος ήταν η δημιουργία θεμελιακής υποδομής για τη διασφάλιση ψηλού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Προς τούτο ασκήθηκε πειθαρχημένη δημοσιονομική πολιτική, παρά το γεγονός ότι οι κοινωνικές και άλλες ανάγκες ήταν μεγαλύτερες από τις σημερινές.
Η θετική ανάπτυξη της οικονομίας στα πρώτα έτη της Ανεξαρτησίας ανατρέπεται το 1963–64 με την Τουρκοανταρσία. Η έκρυθμη κατάσταση και η απόσυρση των Τουρκοκυπρίων από το κράτος και ο εγκλεισμός σε θύλακες οδήγησε σε μείωση του ΑΕΠ κατά 9,5%, σε αρνητικό πληθωρισμό -0,4% και αύξηση του ελλείματος στο 3,8% του ΑΕΠ.
Η οικονομική στροφή που επέβαλαν τα «όπλα»
Η διετία 1974-75 σημαδεύτηκε από τις καταστροφικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής και την απώλεια του πιο σημαντικού μέρους των διαθέσιμων παραγωγικών πόρων της οικονομίας. Κατά τη διετία αυτή, το ΑΕΠ παρουσίασε σημαντική μείωση (-16,9% το 1974 και -19% το 1975 σταθερές τιμές αγοράς 2005). Η πολιτική αστάθεια, η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια που επικράτησαν είχαν αρνητικές συνέπειες στην ιδιωτική επενδυτική δραστηριότητα, ενώ η μεγάλη απώλεια της παραγωγικής δυναμικότητας σε βασικούς τομείς της Οικονομίας οδήγησε σε δραστική μείωση των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Αντίθετα, η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκε σημαντικά κατά την εν λόγω περίοδο. Τούτο ήταν απαραίτητο για την αντιμετώπιση των αναγκών του 1/3 του πληθυσμού που προσφυγοποιήθηκε και την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Κατά την περίοδο της εισβολής, οι εισαγωγές αυξήθηκαν περισσότερο από ό,τι οι εξαγωγές, με αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Αγώνας για την επαναδραστηριοποίηση
Μετά την τραγική, από κάθε άποψη, αυτή περίοδο, η οικονομία επαναδραστηριοποιήθηκε με πολύ ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης, με αποτέλεσμα το 1978 η παραγωγή να επανέλθει στα προ της εισβολής επίπεδα, ενώ σημαντική συνεισφορά στην άνοδο παρουσίασε η εξωτερική ζήτηση, που αποδίδεται και στο γεγονός ότι οι Συνδικαλιστικές Οργανώσεις αποδέχτηκαν σημαντική περικοπή μισθών και ωφελημάτων αμέσως μετά την εισβολή. Αυτό οδήγησε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των κυπριακών προϊόντων στις διεθνείς αγορές και επέτρεψε την αξιοποίηση των ευκαιριών που δημιουργήθηκαν από την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών γειτονικών αραβικών χωρών, λόγω των τότε αυξήσεων στην τιμή του πετρελαίου.
Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ενώ η περίοδος 1960-1973 χαρακτηριζόταν από ψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης και ανάπτυξης με μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης λίγο περισσότερο από 7%. Παράλληλα παρατηρήθηκε χαμηλός, σταθερός πληθωρισμός χαμηλότερος της μονάδας και επίσης χαμηλή ανεργία τριβής χαμηλότερη του 2% για τα περισσότερα έτη. Ο πληθωρισμός αρχίζει να ανεβαίνει μετά το 1973 και την πρώτη πετρελαϊκή κρίση και ξεφεύγει με τη δεύτερη στο τέλος της δεκαετίας. Βεβαίως την περίοδο 1973 – 1975 υπάρχει δραματική αύξηση του πληθωρισμού στο 7,8% το 1973, στο 16,2% το 1974 για να υποχωρήσει στο 4,8% το 1975. Με βάση στοιχεία της εποχής και διαφορετική μεθοδολογία η ανεργία το πρώτο εξάμηνο του 1974 ήταν στο 1,5% για να εκτοξευθεί στο 30% στο δεύτερο εξάμηνο και να μειωθεί στο πολύ ψηλό για την Κύπρο 17% το 1975.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι μετά την εισβολή υπήρξε μαζική μετανάστευση Κυπρίων οικογενειακώς σε χώρες με ισχυρές κυπριακές παροικίες στην Ελλάδα, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία, Καναδά και ΗΠΑ. Επίσης πολλοί αναζήτησαν εργασία σε αραβικές χώρες και κάποιοι μετά από ενέργειες του κράτους και των συντεχνιών σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης όπως τη Βουλγαρία και τη Τσεχοσλοβακία.
Η ανάπτυξη της οικονομίας μετά το 1974 στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη Μεταποιητική Βιομηχανία έντασης εργασίας στην Ένδυση και Υπόδηση και άλλες συναφείς δραστηριότητες. Σε αυτό συνέτεινε η ψηλή ανεργία και η ύπαρξη ανενεργού ανθρώπινου δυναμικού στις αστικές και περιαστικές περιοχές με τη δημιουργία των προσφυγικών συνοικισμών. Παρατηρείται επίσης για πρώτη φορά η μαζική εισαγωγή στην αγορά εργασίας ανενεργών γυναικών οι οποίες αναγκάστηκαν να εργαστούν για να βοηθήσουν τις οικογένειές τους.
Ο κύριος άξονας της οικονομικής ανάπτυξης, μετά την εισβολή και το βασικό θεμέλιο, στο οποίο αυτή εδράστηκε, ήταν η θέληση, η αποφασιστικότητα, η επινοητικότητα και κυρίως ο πατριωτισμός των Κυπρίων, οι οποίοι παρέμειναν στη γη των πατέρων τους και έδωσαν για μια ακόμη φορά τη μάχη της επιβίωσης και της σωτηρίας.
Όπως ήταν αναμενόμενο οι προϋπολογισμοί του κράτους μετά το 1974 συνέχισαν ελλειμματικοί 6 -8 % ετήσια μέχρι το τέλος της περιόδου και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παρουσιάζεται αυξημένο από το 12,3% το 1974 στο 32,5% το 1980. Είναι σημαντικό να τονισθεί ότι η συνετή δημοσιονομική οικονομική πολιτική της περιόδου πριν το 1974 εγκαταλείφθηκε οριστικά και τα επόμενα έτη δημιουργούνται μεγάλα ελλείματα, αυξάνεται το δημόσιο χρέος όπως επίσης και ψηλός πληθωρισμός.
Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης εξακολούθησε και μετά τη δεκαετία του ’80 να αυξάνεται ικανοποιητικά σε σύγκριση με τα διεθνή δεδομένα. Σε αντίθεση, όμως, με την προ της εισβολής περίοδο, η ανάπτυξη του ΑΕΠ βασίσθηκε περισσότερο στη δημόσια κατανάλωση παρά στις ιδιωτικές επενδύσεις. Οι αρνητικές επιπτώσεις αυτής της εξέλιξης αντιμετωπίζονταν αρχικά από τη μεγάλη ανάπτυξη του Τουριστικού τομέα που σημειώθηκε τη δεκαετία του 1980
*Εργάτη Γνώσης
Διαβάστε επίσης: 1964-1974: Το πρελούδιο της κρίσης