ΚΕ: Σκόπιμη και προσβλητική η αναφορά σε «Ταμείο της συζύγου του Προέδρου»

Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Κωνσταντίνος Λετυμπιώτης είπε πως η αναφορά του Νόμου του Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας έγινε κατόπιν σύστασης της Νομικής Υπηρεσίας

Κατόπιν σύστασης της Νομικής Υπηρεσίας περί ενδεχόμενων αντισυνταγματικών διατάξεων, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ως ο θεματοφύλακας του Συντάγματος, ανέφερε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο τον τροποποιητικό Νόμο του Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης, αναφέρει σε γραπτή δήλωση ο  Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Κωνσταντίνος Λετυμπιώτης, προσθέτοντας ότι «το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο θα αποφανθεί και η απόφασή του θα είναι απόλυτα σεβαστή».

Η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας για αναφορά του Νόμου, σύμφωνα με τον κ. Λετυμπιώτη, «εδράζεται στην υποχρέωση και την ευθύνη που απορρέουν εκ του αξιώματός του, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες περιέχονται πρόνοιες που άπτονται συμβατότητας με το Σύνταγμα, το οποίο είναι ο υπέρτατος νόμος της Δημοκρατίας και ουδείς νόμος δύναται καθ’ οιονδήποτε τρόπο να είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς οποιαδήποτε διάταξή του ή προς οποιαδήποτε υποχρέωση επιβάλλεται στη Δημοκρατία».

Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος αναφέρει ότι «η προσπάθεια πολιτικοποίησης ενός ζητήματος που άπτεται του Συντάγματος προκαλεί ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση, ειδικά όταν γίνεται κατ’ επίκληση της διαφάνειας και της λογοδοσίας, που ούτως ή άλλως διασφαλίζονται, αφού ο κατάλογος των δωρητών κοινοποιείται τόσο στην Ελεγκτική Υπηρεσία όσο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων». 

«Η δε σκόπιμη αναφορά σε ‘Ταμείο της συζύγου του Προέδρου’ είναι προσβλητική», υπογραμμίζει.

Αναφέρει επίσης ότι το Ταμείο τυγχάνει διαχείρισης από τον Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας και όλοι οι λογαριασμοί κατατίθενται στον Γενικό Ελεγκτή και στη Βουλή με πλήρη διαφάνεια.  

Σύμφωνα με τον κ. Λετυμπιώτη, η σύζυγος του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας προεδρεύει του Φορέα, ο οποίος συστάθηκε το 2014, όπως και άλλων φιλανθρωπικών οργανισμών, στο πλαίσιο της κοινωνικής δράσης που αναπτύσσει. 

«Προκαλεί τουλάχιστον εντύπωση η επιχείρηση διαστρέβλωσης των πραγματικών γεγονότων, αλλά και η αντίδραση στην αναφορά ενδεχόμενων αντισυνταγματικών προνοιών, παρά του ότι πλείστα έχουν ήδη τεθεί κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων», καταλήγει. 

Υπενθυμίζεται πως ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέφερε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο τον Νόμο που ψήφισε πρόσφατα η Βουλή, με βάση τον οποίο η Επιτροπή του Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης (ΑΦΚΣ) υποχρεώνεται να αναρτά στην ιστοσελίδα του, κατάλογο με τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, που κατέβαλαν κατά το προηγούμενο έτος, ποσά, τα οποία υπερβαίνουν τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5,000) καθώς το συνολικό ποσό, που καταβλήθηκε από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο υπέρ του Φορέα.

Η Αναφορά καταχωρίστηκε την περασμένη βδομάδα και στη βάση ενημέρωσης από τη ΝΥ αναμένεται να επιδοθεί μέχρι αύριο. Ορίστηκε για οδηγίες στις 30/10/2024. Σύμφωνα με την Αναφορά, υπενθυμίζεται ότι ο Ανεξάρτητος Φορέας Κοινωνικής Στήριξης ιδρύθηκε το 2014, με πρωτοβουλία της συζύγου του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας, με στόχο την οικονομική στήριξη φοιτητών που δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τις σπουδές τους για απόκτηση πρώτου πτυχίου/διπλώματος, λόγω οικονομικών προβλημάτων.

Βασικοί λόγοι στους οποίους εδράζεται η Αναφορά του Νόμου, σημειώνεται στο Σημείωμα, είναι η ασυμβατότητα με τα Άρθρα 7 και 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ και τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων, τα οποία προβλέπουν ότι η  επεξεργασία των δεδομένων πρέπει να ανταποκρίνεται σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος και να είναι ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό. "Η δημοσιοποίηση του καταλόγου, σε σχέση με τους προβλεπόμενους πόρους του Ειδικού Ταμείου, μπορεί να είναι δημοσίου ενδιαφέροντος όχι όμως δημοσίου συμφέροντος", αναφέρεται.

Προστίθεται ότι η απαίτηση αναγκαιότητας, δεν πληρείται, "όταν ο επιδιωκόμενος σκοπός γενικού συμφέροντος, μπορεί εύλογα να επιτευχθεί, κατά τρόπο εξίσου αποτελεσματικό, με άλλα μέσα, τα οποία θίγουν λιγότερο τα θεμελιώδη δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων". 

Στο σκεπτικό της αναφοράς διατυπώνεται επίσης η θέση ότι η διαφάνεια, ο έλεγχος και η λογοδοσία των εισφορών που γίνονται στο ταμείο του Ανεξάρτητου Φορέα Κοινωνικής Στήριξης, του οποίου προεδρεύει ο/η εκάστοτε σύζυγος του Προέδρου της Δημοκρατίας, "διασφαλίζονται και από τον ιδρυτικό του Νόμο, αφού άλλωστε οι εισφορές γίνονται με εμβάσματα στην Κεντρική Τράπεζα, που ελέγχει και την πηγή προέλευσής τους".

Αναφέρεται επίσης ότι, ο Ταμίας του Φορέα είναι ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας, οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του Φορέα, υπόκεινται σε έλεγχο από τον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας ο οποίος τις ελέγχει, σεβόμενος την αρχή της εμπιστευτικότητας και αντίγραφο των ετήσιων εξελεγμένων οικονομικών καταστάσεων, κατατίθεται από τον Υπουργό Οικονομικών στη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Σημειώνεται ότι η πρακτική που ακολουθείται για άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα, είναι να ζητείται η συναίνεση των δωρητών, για το κατά πόσο επιθυμούν ή μη τη δημοσιοποίηση της δωρεάς τους και σε περίπτωση που αυτοί συναινέσουν στη δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή των στοιχείων των νομικών προσώπων που προέβησαν σε δωρεά, δεν δημοσιοποιούνται τα ποσά που αυτοί δώρισαν.

"Με αυτή την περιορισμένη δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εξυπηρετείται η αρχή της διαφάνειας και της λογοδοσίας, σε αντίθεση με το τι προβλέπει ο υπό Αναφορά Νόμος", σημειώνεται.

Επίσης, στην Αναφορά τονίζεται ότι δεν προκύπτει ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων, εξέτασε, κατά πόσο, η δημοσίευση των δεδομένων στο διαδίκτυο, χωρίς κανέναν περιορισμό πρόσβασης, "είναι απολύτως αναγκαία ή αν οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει ο υπό Αναφορά Νόμος, μπορούν να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά, με τον περιορισμό του αριθμού των προσώπων, με δυνατότητα πρόσβασης μόνο όσον θα το κάνουν για σκοπούς ελέγχου".

 Επιπρόσθετα, σύμφωνα με νομολογία του Δικαστηρίου της Ε.Ε., η προϋπόθεση περί αναγκαιότητας της επεξεργασίας, πρέπει να εξετάζεται από κοινού, με τη λεγόμενη αρχή της «ελαχιστοποίησης των δεδομένων» (τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να είναι κατάλληλα, συναφή και να περιορίζονται στο αναγκαίο μέτρο, για τους σκοπούς για τους οποίους, υποβάλλονται σε επεξεργασία). 

Προστίθεται επίσης πως ο υπό Αναφορά Νόμος, προσδίδει αναδρομικότητα, στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων, "θέτοντας σε κίνδυνο, τη σύννομη και θεμιτή επεξεργασία". "Η διαφάνεια απαιτεί την ενημέρωση του υποκείμενου των δεδομένων, η οποία στη παρούσα περίπτωση δεν έγινε και ούτε λήφθηκε η συναίνεση των φυσικών προσώπων για τη συμπερίληψη των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τους στον κατάλογο που θα κατατεθεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων, από τον Φορέα", αναφέρεται.

Στην Αναφορά τονίζεται ότι η ετοιμασία Μητρώου του Φορέα, και η δημόσια αποκάλυψη των ποσών που κατέβαλαν φυσικά και νομικά πρόσωπα στον Φορέα, συνιστά επέμβαση στην αποκλειστική αρμοδιότητα και δικαιοδοσία του ανεξάρτητου Φορέα, η λειτουργία του οποίου ελέγχεται και ασκείται από την Εκτελεστική Εξουσία.

Εξηγείται ότι παραβιάζεται η Αρχή Διάκρισης των Εξουσιών και ειδικότερα, η άσκηση διοικητικής λειτουργίας της Εκτελεστικής Εξουσίας, η οποία είναι αυτή που έχει την αρμοδιότητα, όπως αποφασίζει, κατά πόσο είναι αναγκαίο το μητρώο και ως προς το ποια μορφή θα πρέπει αυτό να έχει και τι στοιχεία να περιλαμβάνει.

Το σημείωμα του Προέδρου στην Αναφορά

Στο σημείωμα που συνοδεύει την Αναφορά ο ΠτΔ αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι ακόμη όμως και εάν κριθεί ότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων, αποδεικνυόταν αναγκαία για την επίτευξη των σκοπών του υπό Αναφορά Νόμου,  "δυνατότητα πρόσβασης στα δεδομένα αυτά, έχει ένας δυνητικά απεριόριστος αριθμός προσώπων, άρα είναι δυσανάλογο μέτρο".

Αναφέρεται εξάλλου πως δεν προκύπτει ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων, "εξέτασε, κατά πόσο, η δημοσίευση των δεδομένων στο διαδίκτυο, χωρίς κανέναν περιορισμό πρόσβασης, είναι απολύτως αναγκαία ή αν οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει ο υπό Αναφορά Νόμος, μπορούν να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά, με τον περιορισμό του αριθμού των προσώπων, με δυνατότητα πρόσβασης μόνο όσον θα το κάνουν για σκοπούς ελέγχου".

"Ούτε φαίνεται να προβλημάτισε τη Βουλή των Αντιπροσώπων, κατά πόσο, ο υπό Αναφορά Νόμος, συνάδει με το επιχειρηματικό ή/και τραπεζικό απόρρητο, τόσο των φυσικών όσο και των νομικών προσώπων", σημειώνει ο Πρόεδρος.

Προσθέτει ότι η δημοσιοποίηση στοιχείων φυσικών προσώπων που  κατέβαλαν ποσά στον Φορέα, "αποτελεί επέμβαση στο δικαίωμα τους για ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και στον νόμο δεν υπάρχει ειδική αιτιολογία για να δικαιολογήσει την επέμβαση στην ιδιωτική ζωή των φυσικών προσώπων, των οποίων τα ονόματα, προσωπικά στοιχεία καθώς και το ύψος των ποσών που καταβάλλουν στον Φορέα θα δημοσιοποιούνται".

Ο Πρόεδρος σημειώνει ότι το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή συνδέεται με την πρόληψη ποινικών αδικημάτων και "θα έπρεπε  να καταδειχθεί ότι τα συγκεκριμένα μέτρα, είναι αναγκαία, για σκοπούς διαφάνειας ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς, επειδή συνιστούν μέτρα πρόληψης ποινικών αδικημάτων".

"Περαιτέρω, η Βουλή των Αντιπροσώπων, όφειλε να τεκμηριώσει ότι αυτή η ανάγκη έχει χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης και ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μέτρου επέμβασης στην ιδιωτική ζωή και της ανάγκης που το επιβάλλει", αναφέρει.

Διαβάστε επίσης: Τον δρόμο της επιστροφής παίρνει ο «Προμηθέας» - Επετεύχθη κατ’ αρχήν συμφωνία

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ