Η Βραζιλία και η Αργεντινή αναδεικνύονται ως οι πρώτοι κερδισμένοι στον εμπορικό πόλεμο, ο οποίος ανατρέπει και τις αγορές γεωργικών προϊόντων. Η κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας – του μεγαλύτερου προμηθευτή και του μεγαλύτερου καταναλωτή γεωργικών προϊόντων παγκοσμίως, αντίστοιχα – έχει δημιουργήσει μια ευκαιρία για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής να αυξήσουν τις εξαγωγές τους σε προϊόντα όπως το κρέας και τα δημητριακά, διεκδικώντας μεγαλύτερο μερίδιο στις διεθνείς αγορές, όπως σημειώνει το Bloomberg.
Η πιο πρόσφατη ευκαιρία που διανοίγεται φαίνεται να αφορά το κρέας. Οι δασμοί που επέβαλε ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, σε οκτώ από τους δέκα μεγαλύτερους αγοραστές αμερικανικού βοδινού κρέατος έχουν ήδη αναδιαμορφώσει τις εμπορικές ροές, αυξάνοντας τις εξαγωγές βραζιλιάνικου βοδινού σε αγορές όπως η Αλγερία και η Τουρκία. Η Ιαπωνία, ο δεύτερος μεγαλύτερος πελάτης αμερικανικού βοδινού, βρίσκεται πλέον σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις για να ξεκινήσει εισαγωγές φθηνότερου κρέατος από τη Βραζιλία.
Επιπλέον, οποιαδήποτε οικονομική επιβράδυνση που προκαλείται από τον εμπορικό πόλεμο θα ωθήσει και άλλους διεθνείς αγοραστές βοδινού να στραφούν σε προμηθευτές χαμηλότερου κόστους, κυρίως στη Βραζιλία, σύμφωνα με τον αναλυτή αγοράς της Datagro, Γκιγιέρμε Ζανκ.
Μέχρι στιγμής, η απομάκρυνση της Κίνας από τα αμερικανικά προϊόντα φαίνεται να αποτελεί βασικό παράγοντα ενίσχυσης των εξαγωγών της Βραζιλίας και της Αργεντινής. Η ασιατική υπερδύναμη, τον Απρίλιο, παρήγγειλε τεράστιες ποσότητες σόγιας από τη Βραζιλία, δίνοντας στη χώρα σημαντικό πλεονέκτημα στον αγροτικό ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, ενώ πρόσφατα κατέληξε σε συμφωνία για την επανέναρξη των εξαγωγών πουλερικών από την Αργεντινή.
Η αύξηση των εξαγωγών προς την Ευρώπη αποτελεί επίσης μια πιθανότητα, καθώς οι διαπραγματεύσεις για εμπορική συμφωνία μεταξύ της Mercosur – της εμπορικής ένωσης της Λατινικής Αμερικής – και της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκτούν δυναμική, σύμφωνα με τον καθηγητή παγκόσμιας αγροτικής οικονομίας στο Insper, Μάρκος Ζανκ.
Οι παραγωγοί σόργου της Αργεντινής ενδέχεται επίσης να επωφεληθούν από υψηλότερες τιμές, καθώς υπάρχουν λίγοι εναλλακτικοί προμηθευτές του συγκεκριμένου δημητριακού που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή. Η Κίνα είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής παγκοσμίως και οι ΗΠΑ ο βασικός προμηθευτής.
Εάν οι εμπορικοί περιορισμοί συνεχιστούν μέχρι το φθινόπωρο, όταν οι ΗΠΑ ξεκινούν τη συγκομιδή σόγιας και καλαμποκιού, οι παραγωγοί σιτηρών της Λατινικής Αμερικής θα έχουν μια ακόμη ευκαιρία να προσφέρουν εναλλακτικές προμήθειες.
«Αν αυτή η αναταραχή διαρκέσει μέχρι το τέταρτο τρίμηνο, όταν οι ΗΠΑ συγκομίζουν και η Κίνα και η Ευρώπη στρέφουν τις αγορές σόγιας και καλαμποκιού προς τα εκεί, οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να εξάγουν και οι χώρες αυτές θα συνεχίσουν να αγοράζουν από τη Νότια Αμερική αντί για τις ΗΠΑ», δήλωσε ο Ίβο Σαρζάνοβιτς, πρώην trader εμπορευμάτων και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Torcuato Di Tella στο Μπουένος Άιρες.
Ωστόσο, η μεταβλητότητα των τιμών στις αγορές γεωργικών προϊόντων παραμένει κίνδυνος για όλους τους εξαγωγείς. Ενώ τα φυσικά πριμ για τη σόγια στη Βραζιλία και την Αργεντινή αρχικά αυξήθηκαν μετά τις ανακοινώσεις των δασμών, μια παγκόσμια ύφεση πιθανότατα θα μείωνε τη ζήτηση και θα πίεζε τις τιμές των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης προς τα κάτω.
Ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ο Ζανκ της Datagro σημειώνει πως «είναι πιο πιθανό μια οικονομία που εισάγει βοδινό κρέας να καταναλώσει φθηνό κρέας παρά ακριβό».
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Οι δασμοί θα κυριαρχήσουν στις συναντήσεις ΔΝΤ και Παγκόσμιας Τράπεζας