Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να ανεχθεί έναν πληθωρισμό ελαφρώς χαμηλότερο από το 2% και δεν χρειάζεται να σπεύσει σε νέες παρεμβάσεις, σύμφωνα με τον Μάρτινς Κάζακς, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και διοικητή της κεντρικής τράπεζας της Λετονίας.
Σε συνέντευξή του, ο Κάζακς τόνισε ότι θα ήταν «αφελές» να πιστεύει κανείς πως οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να διατηρούν τις τιμές ακριβώς στον στόχο ανά πάσα στιγμή, ενώ δεν είναι σωστό η ΕΚΤ να προσαρμόζει τα επιτόκια σε κάθε απόκλιση.
«Δεν χρειάζεται να βιαζόμαστε και δεν θα πρέπει να αλλάζουμε στάση σε κάθε συνεδρίαση. Θα μεταβάλουμε τα επιτόκια εάν είναι απαραίτητο, αλλά προς το παρόν έχουμε πετύχει τον στόχο του 2%», σημείωσε.
Η ΕΚΤ διατήρησε το επιτόκιο καταθέσεων στο 2% νωρίτερα αυτόν τον μήνα, ενώ οι αξιωματούχοι έστειλαν μήνυμα ότι δεν υπάρχει άμεση ανάγκη για νέες κινήσεις, μετά από οκτώ μειώσεις επιτοκίων και με τον πληθωρισμό κοντά στον στόχο. Η ανθεκτικότητα της οικονομίας ενισχύει την άποψη ότι η νομισματική πολιτική βρίσκεται «σε καλό σημείο», όπως έχει τονίσει και η Κριστίν Λαγκάρντ, οδηγώντας τις αγορές να μετριάσουν τις προσδοκίες για περαιτέρω χαλάρωση.
Ο Κάζακς άφησε ελάχιστα περιθώρια για μείωση τον Οκτώβριο, αλλά κράτησε ανοικτή την πόρτα για πιθανή κίνηση τον Δεκέμβριο. «Η συνεδρίαση του Δεκεμβρίου θα είναι πολύ πιο πλούσια σε δεδομένα, ιδιαίτερα με τις νέες προβολές», δήλωσε, χωρίς να αποκλείσει ένα «μικρό» βήμα, αν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Παράλληλα, τόνισε ότι οι προοπτικές του πληθωρισμού παραμένουν «ιδιαίτερα αβέβαιες». Μια πιθανή «σημαντική και γρήγορη» ανατίμηση του ευρώ, οι αποπληθωριστικές πιέσεις λόγω αυξημένων εισαγωγών από την Κίνα και η εφαρμογή του νέου συστήματος εμπορίας εκπομπών θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Σύμφωνα με τον Λετονό κεντρικό τραπεζίτη, ο πληθωρισμός θα «κινείται γύρω στο 2%» και «οι μικρές αποκλίσεις μπορούν εύκολα να αγνοηθούν». Παρότι οι βραχυπρόθεσμοι κίνδυνοι για την ανάπτυξη προέρχονται κυρίως από γεωπολιτικούς παράγοντες, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές είναι πιο ισορροπημένες, χάρη και στη δημοσιονομική ώθηση που δίνει η Γερμανία.
Πηγή: newmoney.gr