Της Πωλίνας Άνιφτου*
Η γεωπολιτική αρχιτεκτονική της Μέσης Ανατολής και του Νοτίου Καυκάσου βρίσκεται σε διαδικασία αναδιαμόρφωσης, με τον Διάδρομο Ζανγκεζούρ να αναδεικνύεται ως κεντρικό στοιχείο σε ένα σχέδιο που υπερβαίνει τα στενά όρια των περιφερειακών συγκρούσεων. Η συμφωνία ειρήνης μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας, σε συνδυασμό με τις διεθνείς στρατηγικές επενδύσεις στον τομέα των μεταφορών και της ενέργειας, προβάλλεται ως εργαλείο ενσωμάτωσης των δύο χωρών σε μια νέα δυτική γεωπολιτική και οικονομική αρχιτεκτονική. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το Αζερμπαϊτζάν αποκτά ρόλο-γέφυρας μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, ενώ το ενδεχόμενο πολιτικής μετάβασης στο Ιράν, με την ανάδειξη ενός «Νέου Ιράν» υπό φιλοδυτικό προσανατολισμό, εγγράφεται στη μακροπρόθεσμη στρατηγική των ΗΠΑ και του Ισραήλ.
Η στρατηγική του Ισραήλ, όπως αυτή αποτυπώνεται τόσο στις Συμφωνίες του Αβραάμ όσο και στη συνεργασία με το Αζερμπαϊτζάν, δεν περιορίζεται στην αναχαίτιση του Ιράν, αλλά προεκτείνεται σε μια μελλοντική αναδιάταξη ισχύος που περιλαμβάνει την αποδυνάμωση της Τουρκίας. Η προοπτική δημιουργίας ενός νέου γεωπολιτικού μετώπου, όπου το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία μετατρέπονται σε συμμάχους του Ισραήλ, συνιστά κρίσιμο παράγοντα στη διαμόρφωση μιας «Νέας Μέσης Ανατολής», με ευρύτερες προεκτάσεις για τη δυτική στρατηγική απέναντι στις αναδυόμενες δυνάμεις.
Ο Πόλεμος του 2020 και η Απόδοση της Αρτσάχ στο Αζερμπαϊτζάν: Πολιτικο-Οικονομικές Διαστάσεις
Η διένεξη στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ αποτέλεσε τον πυρήνα της αζερικής εξωτερικής πολιτικής μετά το 1991. Η απώλεια περίπου του 20% των εδαφών του κατά τη διάρκεια του πρώτου πολέμου με την Αρμενία (1992–1994) είχε όχι μόνο πολιτικοστρατιωτικές, αλλά και οικονομικές συνέπειες, καθώς περιορίστηκε η πρόσβαση του Μπακού σε σημαντικές γεωργικές εκτάσεις, ενεργειακές υποδομές και διαδρόμους μεταφορών. Για σχεδόν τρεις δεκαετίες, η αποκατάσταση της εδαφικής ακεραιότητας αποτέλεσε το καθοριστικό κριτήριο όλων των εξωτερικών επιλογών του Αζερμπαϊτζάν.
Παράλληλα, το Μπακού επιδίωξε να ενισχύσει τη διεθνή θέση του μέσα από την εκμετάλλευση των ενεργειακών του πόρων. Ο αγωγός Μπακού–Τυφλίδα–Τζεϊχάν (BTC), που εγκαινιάστηκε το 2006 με αμερικανική και ευρωπαϊκή στήριξη, έθεσε τη χώρα στον πυρήνα του παγκόσμιου ενεργειακού χάρτη, ενώ ο Νότιος Διάδρομος Φυσικού Αερίου (TANAP–TAP) εξασφάλισε στην Ε.Ε. πρόσβαση σε αζερικό φυσικό αέριο, περιορίζοντας την εξάρτησή της από τη Ρωσία. Τα έσοδα από το πετρέλαιο και το αέριο, τα οποία αποτελούν περίπου το 85–90% των εξαγωγών του Αζερμπαϊτζάν, κατευθύνθηκαν σε εκτεταμένο εξοπλιστικό πρόγραμμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο την περίοδο 2011–2020, οι αμυντικές δαπάνες της χώρας ανήλθαν σε περισσότερα από 24 δισ. δολάρια, ποσό που υπερέβη τον συνολικό κρατικό προϋπολογισμό της Αρμενίας για την ίδια δεκαετία.
Ο Πόλεμος των 44 ημερών (27 Σεπτεμβρίου – 10 Νοεμβρίου 2020) υπήρξε σημείο καμπής για τον Νότιο Καύκασο. Με την Τριμερή Διακήρυξη Αζερμπαϊτζάν–Αρμενίας–Ρωσίας, το Μπακού ανέκτησε τον έλεγχο κρίσιμων περιοχών (Αγντάμ, Κελμπατζάρ, Λατσίν), ενώ η de facto οντότητα της Αρτσάχ υπονομεύτηκε οριστικά. Η εξέλιξη αυτή είχε πολλαπλές επιπτώσεις:
Πρώτον, σε εδαφικό επίπεδο, το Αζερμπαϊτζάν ανέκτησε περισσότερα από 10.000 τ.χλμ. εδαφών, τα οποία περιλαμβάνουν σημαντικούς φυσικούς πόρους. Η περιοχή Κελμπατζάρ διαθέτει κοιτάσματα χρυσού, χαλκού και σπάνιων μετάλλων, με το ορυχείο Söyüdlü (πρώην Zod) να εκτιμάται ότι περιέχει πάνω από 112 τόνους χρυσού. Παράλληλα, οι γόνιμες γεωργικές εκτάσεις μπορούν να συμβάλουν στην αυτάρκεια της χώρας σε σιτηρά και κτηνοτροφία.
Δεύτερον, σε γεωοικονομικό επίπεδο, η νίκη του 2020 αναβάθμισε τον ρόλο του Αζερμπαϊτζάν ως ενεργειακού διαμετακομιστικού κόμβου. Ο αγωγός Μπακού–Τυφλίδα–Τζεϊχάν (BTC) μετέφερε πάνω από 230 εκατ. βαρέλια πετρελαίου το 2022, ενώ ο Νότιος Διάδρομος Φυσικού Αερίου κάλυψε το 8% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ε.Ε. το 2023. Η ενδεχόμενη δημιουργία του Διαδρόμου Ζανγκεζούρ θα μειώσει περαιτέρω την εξάρτηση του Μπακού από το Ιράν, συνδέοντάς το με την Ευρώπη.
Τρίτον, το Αζερμπαϊτζάν ξεκίνησε φιλόδοξο πρόγραμμα ανασυγκρότησης των ανακτηθέντων περιοχών, με εκτιμώμενο κόστος άνω των 10 δισ. δολαρίων έως το 2030. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει την κατασκευή «έξυπνων πόλεων» (smart villages), την επαναλειτουργία αγροτικών εκτάσεων, την ανάπτυξη νέων σιδηροδρομικών συνδέσεων και την αναβάθμιση των υποδομών. Αν και δαπανηρό, το σχέδιο θεωρείται κρίσιμο για την παγίωση της κυριαρχίας του Αζερμπαϊτζάν στις περιοχές αυτές.
Αντιστρόφως, οι οικονομικές συνέπειες για την Αρμενία υπήρξαν βαρύτατες: το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 7,4% το 2020, ενώ το κόστος ανασυγκρότησης, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές επιπτώσεις της ήττας, αποδυνάμωσε δραματικά το κράτος. Για το Ιράν, η πιθανή υλοποίηση του Διαδρόμου Ζανγκεζούρ συνιστά στρατηγικό πλήγμα, καθώς απειλεί να στερήσει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια ετησίως από τέλη διέλευσης εμπορευμάτων προς το Ναχιτσεβάν.
Τέλος, η σημασία του πολέμου υπήρξε και συμβολική. Για το Μπακού, η «απόδοση της Αρτσάχ» δεν σήμαινε μόνο ανάκτηση εδαφών, αλλά και αποκατάσταση της ιστορικής δικαιοσύνης, όπως την αντιλαμβάνεται το αζερικό κράτος και άρση ενός τραύματος που υπονόμευε τη νομιμοποίηση του έθνους επί τρεις δεκαετίες.
Συνολικά, ο πόλεμος του 2020 δεν ανέτρεψε μόνο το στρατιωτικό status quo, αλλά και το οικονομικό υπόβαθρο της περιοχής. Το Αζερμπαϊτζάν εδραιώθηκε ως περιφερειακή δύναμη με ενισχυμένους πόρους, στρατηγικές υποδομές και νέες δυνατότητες συμμαχιών, ενώ η Αρμενία και το Ιράν βρέθηκαν αντιμέτωπα με την ανάγκη αναπροσαρμογής της πολιτικής τους σε ένα νέο γεωοικονομικό περιβάλλον.
Ο Διάδρομος Ζανγκεζούρ και η ένταξη του Νότιου Καυκάσου στη «Νέα Μέση Ανατολή»
Η συμφωνία που υπεγράφη στην Ουάσινγκτον στις 8 Αυγούστου 2025, παρουσία του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ, μεταξύ του προέδρου του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίγεφ και του Πρωθυπουργού της Αρμενίας Νικόλ Πασινιάν, αποτέλεσε ορόσημο για τη διαμόρφωση μιας νέας περιφερειακής αρχιτεκτονικής στον Νότιο Καύκασο. Η δέσμευση των δύο πλευρών σε αμοιβαίο σεβασμό της εδαφικής ακεραιότητας και σε αποχή από τη βία εντάσσεται σε ένα πλαίσιο που υπερβαίνει τη διμερή διάσταση, καθώς ενσωματώνεται στον ευρύτερο στρατηγικό σχεδιασμό των Ηνωμένων Πολιτειών για την Ευρασία.
Ο Διάδρομος Ζανγκεζούρ, ο οποίος αναμένεται να συνδέσει το Αζερμπαϊτζάν με τον θύλακα του Ναχιτσεβάν και μέσω αυτού με την Τουρκία (επί του παρόντος), υπερβαίνει τον ρόλο μιας απλής περιφερειακής υποδομής. Στην πραγματικότητα, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ, το οποίο αποσκοπεί στην αναδιαμόρφωση της «Νέας Μέσης Ανατολής» και στην ενοποίηση του Νότιου Καυκάσου με τον δυτικό γεωπολιτικό άξονα.
Α. Ένταξη Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας στη δυτική αρχιτεκτονική
Η ειρηνευτική συμφωνία Αζερμπαϊτζάν–Αρμενίας, η οποία προβλέπει αμοιβαία αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας και αποχή από χρήση βίας, ανοίγει τον δρόμο για την ενσωμάτωση και των δύο χωρών στη δυτική σφαίρα. Η συμμετοχή τους στο νέο σύστημα ασφάλειας και συνεργασίας της Μέσης Ανατολής αποσκοπεί πρωτίστως στη δημιουργία ενός αρραγούς μετώπου εναντίον του Ιράν. Σε δεύτερη φάση, οι δύο χώρες, ως σύμμαχοι του Ισραήλ, μπορούν να αξιοποιηθούν σε μια στρατηγική περιορισμού της Τουρκίας, η οποία έχει επιδείξει αυξανόμενη αυτονομία στη διεθνή πολιτική.
Β. Η στρατηγική αποκόλλησης του Αζερμπαϊτζάν από την Τουρκία και η Κύπρος
Η στρατηγική αποκόλλησης του Αζερμπαϊτζάν από την Τουρκία αποτελεί μία από τις πιο ενδιαφέρουσες διαστάσεις της νέας περιφερειακής αρχιτεκτονικής. Παρά το γεγονός ότι οι δύο χώρες προβάλλουν το αφήγημα «ένα έθνος, δύο κράτη», η υπερβολική εξάρτηση του Μπακού από την Άγκυρα εγκυμονεί τον κίνδυνο απώλειας στρατηγικής αυτονομίας. Σε αυτό το πλαίσιο, το Ισραήλ, το οποίο έχει εισέλθει σε πορεία αυξανόμενης αντιπαράθεσης με την Τουρκία λόγω των εξελίξεων στη Γάζα και της αναβάθμισης του ρόλου της Άγκυρας στον μουσουλμανικό κόσμο, θεωρεί ότι η σταδιακή απομάκρυνση του Αζερμπαϊτζάν από την τουρκική σφαίρα επιρροής εξυπηρετεί τα ζωτικά του συμφέροντα. Ένα Αζερμπαϊτζάν πιο στενά συνδεδεμένο με το Ισραήλ και τη Δύση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως γεωπολιτικό αντίβαρο όχι μόνο στο Ιράν, αλλά και στην Τουρκία, περιορίζοντας τη φιλοδοξία της τελευταίας να καταστεί ηγετική δύναμη του παντουρκικού χώρου. Παράλληλα, η στρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ –που ήδη υπερβαίνει τα 5 δισ. δολάρια σε εξοπλιστικές συμφωνίες– παρέχει στο Αζερμπαϊτζάν τεχνολογική υπεροχή στον Καύκασο, ενισχύοντας την εικόνα του Ισραήλ ως στρατηγικού εγγυητή.
Ένα πιθανό σενάριο αποκόλλησης του Αζερμπαϊτζάν από την Τουρκία θα μπορούσε να εξελιχθεί σε τρία στάδια. Στην πρώτη φάση, η Δύση (ΗΠΑ, Ε.Ε., Ισραήλ) θα ενθαρρύνει το Μπακού να αξιοποιήσει τον Διάδρομο Ζανγκεζούρ ως εναλλακτική διασύνδεση προς την Ευρώπη, μειώνοντας την αποκλειστική του εξάρτηση από τη διέλευση μέσω Ανατολίας. Στη δεύτερη φάση, η εμβάθυνση της συνεργασίας Αζερμπαϊτζάν–Ισραήλ σε τομείς πέραν της άμυνας –όπως τεχνολογία, αγροδιατροφικός τομέας και κυβερνοασφάλεια– θα δημιουργήσει ένα πλέγμα σχέσεων που θα καθιστά περιττή την τουρκική διαμεσολάβηση. Στην τρίτη φάση, σε ένα ενδεχόμενο πολιτικής κρίσης στην Τουρκία ή αναδιάταξης του ΝΑΤΟϊκού χώρου, το Αζερμπαϊτζάν θα μπορούσε να ενταχθεί πιο ενεργά στο δυτικό στρατόπεδο, τοποθετώντας την Άγκυρα σε θέση περιφερειακού ανταγωνιστή αντί στρατηγικού εταίρου.
Η αζερική ηγεσία επιδιώκει τη χάραξη μιας ανεξάρτητης εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής, προσανατολισμένης προς την εκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων της χώρας και τη διασύνδεσή τους με ευρωπαϊκές και διεθνείς αγορές. Τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, που ανέρχονται σε πάνω από 25 δισ. δολάρια ετησίως, δίνουν στο Μπακού τη δυνατότητα να λειτουργήσει ως αυτόνομος παίκτης, χωρίς να εξαρτάται από την τουρκική μεσολάβηση για πρόσβαση σε αγορές και επενδύσεις. Ο αγωγός TANAP–TAP, παρότι διέρχεται από την Τουρκία, αποτελεί μόνο μία από τις οδούς διάθεσης, ενώ ο Διάδρομος Ζανγκεζούρ και άλλες υποδομές διασυνδεσιμότητας προσφέρουν εναλλακτικά δίκτυα που μειώνουν την τουρκική μονοπωλιακή θέση.
Η γεωπολιτική πραγματικότητα δείχνει ότι η τουρκική στρατηγική επιχειρεί να εντάξει το Αζερμπαϊτζάν σε ένα παντουρκικό αφήγημα που εξυπηρετεί πρωτίστως τα συμφέροντα της Άγκυρας. Ωστόσο, η αζερική ελίτ έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι ο ρόλος αυτός περιορίζει την εθνική της κυριαρχία και την καθιστά εργαλείο για αλλότρια συμφέροντα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου η Τουρκία χρησιμοποιεί την αζερική στρατηγική θέση ως διαπραγματευτικό χαρτί με τη Ρωσία, το ΝΑΤΟ ή τον μουσουλμανικό κόσμο. Αντίθετα, η συνεργασία με το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. προσφέρει στο Μπακού πρόσβαση σε τεχνολογίες, αγορές και κεφάλαια που ενισχύουν τη στρατηγική του αυτονομία.
Το Ισραήλ επιδιώκει να διαμορφώσει ένα νέο ενεργειακό τόξο Ανατολικής Μεσογείου, με κεντρικό άξονα τη συνεργασία του με την Κυπριακή Δημοκρατία. Η ανακάλυψη σημαντικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου, όπως το Λεβιάθαν στο Ισραήλ και το Αφροδίτη στην κυπριακή ΑΟΖ, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας στρατηγικής συμμαχίας που θα ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης μέσω αγωγών ή υποθαλάσσιων ηλεκτρικών διασυνδέσεων. Το σχέδιο αυτό, που συχνά συνδέεται με τον αγωγό EastMed και το έργο ηλεκτρικής διασύνδεσης EuroAsia Interconnector, έχει σαφή γεωπολιτικό στόχο: να περιορίσει τον ρόλο της Τουρκίας ως ενεργειακού κόμβου και να την αποκλείσει από την εκμετάλλευση των πόρων της Ανατολικής Μεσογείου.
Το ενεργειακό τόξο Ισραήλ–Κύπρου δεν λειτουργεί απομονωμένα, αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη αρχιτεκτονική που επεκτείνεται προς τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία. Η δημιουργία του Διαδρόμου Ζανγκεζούρ, ο οποίος συνδέει το Αζερμπαϊτζάν με τον θύλακα του Ναχιτσεβάν και μέσω αυτού με την Τουρκία, αποκτά πρόσθετη σημασία υπό δυτικό έλεγχο, καθώς μπορεί να ενσωματωθεί σε ένα δίκτυο ενεργειακής και εμπορικής διασυνδεσιμότητας που θα εκκινεί από την Κασπία, θα διέρχεται από το Μπακού και θα καταλήγει στη Μεσόγειο μέσω του λιμανιού της Χάιφα. Στο πλαίσιο αυτό, το ενεργειακό τρίγωνο Ισραήλ–Κύπρου–Ελλάδας συναντά τον άξονα Αζερμπαϊτζάν–Ισραήλ, συγκροτώντας μια εναλλακτική οδό προς τις αγορές της Ευρώπης και παρακάμπτοντας πλήρως τόσο την Τουρκία όσο και τη Διώρυγα του Σουέζ.
Η γεωοικονομική δυναμική είναι καθοριστική: το Αζερμπαϊτζάν ήδη καλύπτει περίπου το 40% των ενεργειακών αναγκών του Ισραήλ μέσω του αγωγού Μπακού–Τυφλίδα–Τζεϊχάν, ενώ τα αποθέματα φυσικού αερίου του Λεβιάθαν και του Αφροδίτη υπολογίζονται σε άνω των 600 δισ. κυβικών μέτρων, με δυνατότητα εξαγωγών προς την Ευρώπη που θα μπορούσαν να φτάσουν τα 10–15 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως. Με αυτό τον τρόπο, η Ανατολική Μεσόγειος και ο Νότιος Καύκασος ενοποιούνται σε μια συνεκτική ενεργειακή ζώνη, υπό την αιγίδα της Δύσης και με πρωταγωνιστή το Ισραήλ, περιορίζοντας την τουρκική επιρροή και αναβαθμίζοντας την Κύπρο και το Αζερμπαϊτζάν σε κομβικούς εταίρους.
Γ. Ο Νότιος Καύκασος ως εναλλακτική γεωοικονομική πύλη
Η γεωπολιτική αξία του Νοτίου Καυκάσου υπερβαίνει τα όρια των τοπικών συγκρούσεων και αφορά τη δυνατότητα δημιουργίας ενός εναλλακτικού χερσαίου εμπορικού διαδρόμου που θα συνδέει την Ευρώπη με την Ασία χωρίς την ανάγκη διέλευσης από τη Διώρυγα του Σουέζ. Ο Διάδρομος Ζανγκεζούρ, ως τμήμα του λεγόμενου «Middle Corridor», δεν έχει μόνο περιφερειακή σημασία αλλά συνιστά στρατηγική απάντηση στην ενεργειακή και εμπορική εξάρτηση της Δύσης από υφιστάμενες θαλάσσιες οδούς. Η προοπτική ενός χερσαίου άξονα μέσω Αζερμπαϊτζάν–Αρμενίας– Νέου Ιράν μπορεί να μειώσει δραστικά τη γεωοικονομική βαρύτητα του Σουέζ, ενός διαύλου που έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα ευάλωτος σε κρίσεις.
Η σημασία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι η Αίγυπτος, μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, αποκομίζει ετήσια έσοδα άνω των 9 δισεκατομμυρίων δολαρίων (2022), ελέγχοντας περίπου το 12% του παγκόσμιου εμπορίου. Η δημιουργία μιας αξιόπιστης εναλλακτικής χερσαίας οδού θα μπορούσε να υπονομεύσει την αιγυπτιακή στρατηγική θέση, ιδίως σε μια περίοδο όπου το Κάιρο κατηγορήθηκε ότι διέθετε προγενέστερη πληροφόρηση για την επίθεση της Χαμάς τον Οκτώβριο του 2023 χωρίς να προβεί σε αποφασιστική αποτροπή. Αυτό το στοιχείο έχει ενισχύσει την καχυποψία του Ισραήλ έναντι της Αιγύπτου και καθιστά ελκυστικότερη την ανάπτυξη εναλλακτικών εμπορικών διαύλων που θα μειώσουν την αιγυπτιακή επιρροή.
Δ. Το νέο γεωπολιτικό τόξο
Η ένταξη Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας στη δυτική αρχιτεκτονική ασφαλείας και οικονομίας δημιουργεί μια νέα περιφερειακή πραγματικότητα, στην οποία το Ισραήλ αναδεικνύεται σε κομβικό δρώντα. Στο πλαίσιο αυτό, η απομόνωση της Τουρκίας καθίσταται στρατηγικός στόχος για την Ιερουσαλήμ, καθώς η Άγκυρα θεωρείται πλέον ανταγωνιστής που, μέσω της στήριξης σε Οργανώσεις όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, έχει υπονομεύσει τα ισραηλινά συμφέροντα. Η δημιουργία ενός νέου γεωοικονομικού τόξου στον Νότιο Καύκασο προσφέρει στο Ισραήλ τη δυνατότητα να μεταφέρει το κέντρο βάρους των περιφερειακών του συνεργασιών σε ένα περιβάλλον περισσότερο ελεγχόμενο και φιλικό.
Στην προοπτική αυτή, το λιμάνι της Χάιφα προβάλλει ως ο κύριος θαλάσσιος κόμβος σύνδεσης με την Ανατολή. Η ήδη υφιστάμενη συνεργασία μεταξύ Ισραήλ και Αζερμπαϊτζάν στον τομέα της ενέργειας και της ασφάλειας μπορεί να επεκταθεί σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαμετακομιστικών υποδομών. Ο συνδυασμός του λιμανιού της Χάιφα με το λιμάνι του Μπακού στην Κασπία και τον Εύξεινο Πόντο δημιουργεί ένα νέο άξονα μεταφοράς αγαθών που συνδέει τις αγορές της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής με την Κεντρική Ασία.
Η σταδιακή απομόνωση της Τουρκίας στο νέο γεωπολιτικό περιβάλλον συνδέεται άμεσα με τη σημασία των Στενών του Βοσπόρου, τα οποία αποτελούν μία από τις πλέον στρατηγικές θαλάσσιες οδούς παγκοσμίως. Από εκεί διέρχονται ετησίως πάνω από 40.000 πλοία και περισσότερα από 650 εκατομμύρια τόνοι φορτίου, συμπεριλαμβανομένων περίπου 3% του παγκόσμιου πετρελαίου και σημαντικών ποσοτήτων φυσικού αερίου σε υγροποιημένη μορφή (LNG). Το γεγονός ότι ο έλεγχος των Στενών βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της Άγκυρας, βάσει της Συνθήκης του Μοντρέ (1936), έχει αποτελέσει διαχρονικά σημείο έντονων ανησυχιών τόσο για τη Ρωσία όσο και για τη Δύση.
Στο πλαίσιο της διαμόρφωσης μιας νέας γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής, στην οποία ο Καύκασος μετατρέπεται σε χερσαία εναλλακτική οδό που παρακάμπτει την Τουρκία, προβάλλει όλο και πιο έντονα η συζήτηση για την ανάγκη διεθνοποίησης των Στενών. Η υπαγωγή τους στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO) θα σήμαινε ότι ο Βόσπορος θα τεθεί υπό καθεστώς διεθνούς ελέγχου, μειώνοντας την τουρκική δυνατότητα μονομερούς πολιτικής εκμετάλλευσης και περιορίζοντας τον γεωπολιτικό μοχλό πίεσης που διαθέτει η Άγκυρα.
Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε τριπλό όφελος:
1. Για τη Δύση και το Ισραήλ, θα διασφάλιζε τη σταθερότητα των ενεργειακών και εμπορικών ροών προς τη Μεσόγειο.
2. Για τα κράτη του Καυκάσου, θα ενίσχυε την αξία των χερσαίων διαδρόμων, καθώς ο έλεγχος της Τουρκίας επί των Στενών θα αποδυναμωνόταν.
3. Για την παγκόσμια ναυτιλία, θα ενίσχυε τη διαφάνεια και την ασφάλεια, μειώνοντας το ρίσκο που σήμερα συνδέεται με την τουρκική διαχείριση.
Αυτή η νέα γεωοικονομική αρχιτεκτονική δύναται να αναδιαμορφώσει τον Δρόμο του Μεταξιού, αποκόπτοντάς τον στον Καύκασο και περιορίζοντας την κινεζική επιρροή μέσω του Belt and Road Initiative. Ο Καύκασος μετατρέπεται έτσι σε φραγμό που εμποδίζει την απευθείας διείσδυση της Κίνας στη Μεσόγειο, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει στη Δύση μια αξιόπιστη εναλλακτική στις θαλάσσιες οδούς του Σουέζ και του Ινδικού Ωκεανού.
Οικονομικά, το σχέδιο αυτό έχει διττό χαρακτήρα: αφενός, δημιουργεί νέες πηγές εσόδων για τα κράτη του Καυκάσου μέσω των τελών διέλευσης, των επενδύσεων σε υποδομές logistics και της προσέλκυσης διεθνών κεφαλαίων, αφετέρου, ενισχύει τη θέση του Ισραήλ ως περιφερειακού κέντρου διαμετακομιστικών και ενεργειακών ροών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι υποδομές του «Middle Corridor» μπορούν να αυξήσουν κατά 30% τον όγκο εμπορίου Ε.Ε.–Ασίας έως το 2030, με προφανή στρατηγικά οφέλη για τη Δύση.
Εν κατακλείδι, η ενσωμάτωση του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας σε αυτήν τη νέα γεωπολιτική δομή δεν είναι μόνο στρατηγική κίνηση εναντίον του Ιράν και της Τουρκίας αλλά συνιστά και μια ευρύτερη αναδιάταξη των εμπορικών και ενεργειακών ροών της Ευρασίας, στην οποία το Ισραήλ ως όργανο και των ΗΠΑ φιλοδοξεί να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο.
Ε. Η νέα γεωγραφία της Δύσης και ο ρόλος του Αφγανιστάν
Σε ένα μακρο-στρατηγικό επίπεδο, η πιθανή διαμόρφωση ενός «νέου Ιράν» δυτικόστροφης κατεύθυνσης θα σήμαινε μια βαθιά ανατροπή στη γεωπολιτική ισορροπία της Μέσης Ανατολής και της Ευρασίας. Η γεωπολιτική του αξία δεν θα περιοριζόταν μόνο στην αποδυνάμωση του σημερινού ισλαμικού καθεστώτος, αλλά θα αποτελούσε τομή ανάλογη με την ενσωμάτωση της Δυτικής Γερμανίας στο δυτικό στρατόπεδο μετά το 1945. Με άλλα λόγια, η νέα χαρτογράφηση των ορίων της Δύσης θα μετατόπιζε το σύνορο ασφαλείας και οικονομικής ολοκλήρωσης προς τον Περσικό Κόλπο, αλλάζοντας άρδην τις δυναμικές του διεθνούς συστήματος.
Σε αυτή τη νέα γεωγραφία, το Αφγανιστάν θα αναδεικνυόταν σε καίριο όριο μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Η θέση του, στο σταυροδρόμι Κεντρικής και Νότιας Ασίας, του αποδίδει ρόλο «μαλακού συνόρου» μεταξύ της δυτικής σφαίρας επιρροής και της Ανατολής, που ταυτίζεται πλέον κυρίως με την Κίνα. Η στρατηγική αυτή αναδιάταξη παραπέμπει σε μια νέα εκδοχή Ψυχρού Πολέμου, όχι με άξονα την αντιπαράθεση ΗΠΑ–Σοβιετικής Ένωσης, αλλά με επίκεντρο τον ανταγωνισμό ΗΠΑ–Κίνας.
Η νέα αυτή διαχωριστική γραμμή θα είχε άμεσες οικονομικές προεκτάσεις. Το Ιράν διαθέτει αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που συγκαταλέγονται στα μεγαλύτερα παγκοσμίως (περίπου 9% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και 17% του φυσικού αερίου). Η μετατροπή του σε δυτικόστροφο κράτος θα εξασφάλιζε στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρόσβαση σε τεράστιους ενεργειακούς πόρους, μειώνοντας δραστικά την εξάρτηση από τη Ρωσία και περιορίζοντας την κινεζική διείσδυση.
Παράλληλα, το Αφγανιστάν, παρά την πολιτική του αστάθεια, διαθέτει πλούσιους φυσικούς πόρους (σπάνιες γαίες, χαλκό, λίθιο) με εκτιμώμενη αξία άνω του 1 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, που σήμερα προσελκύουν κυρίως κινεζικές επενδύσεις. Σε περίπτωση δυτικής αναστροφής, το Αφγανιστάν θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια «γραμμή ανάσχεσης» όχι μόνο στρατιωτική, αλλά και οικονομική, περιορίζοντας το Belt and Road Initiative της Κίνας και αναπροσανατολίζοντας τις εμπορικές ροές μέσω του Καυκάσου και της Ανατολικής Μεσογείου.
Έτσι, η δημιουργία ενός νέου φιλοδυτικού Ιράν και η ανάδειξη του Αφγανιστάν σε σύνορο Δύσης–Ανατολής συγκροτούν ένα στρατηγικό σχεδιασμό που συνδέει άμεσα την περιφερειακή αναδιάταξη της Μέσης Ανατολής με τον πλανητικό ανταγωνισμό ΗΠΑ–Κίνας. Πρόκειται για μια νέα διαχωριστική γραμμή ισχύος, η οποία ενδέχεται να διαμορφώσει το γεωπολιτικό τοπίο του 21ου αιώνα με όρους αντίστοιχους –αν και όχι απόλυτα όμοιους– με εκείνους του Ψυχρού Πολέμου.
Ο στρατηγικός στόχος του Νετανιάχου: Το «Νέο Ιράν» ως σύμμαχος του Ισραήλ και η αναδιαμόρφωση της Δυτικής Συμμαχίας
Η Μέση Ανατολή μετασχηματίζεται σε μια νέα γεωπολιτική σκακιέρα. Ο Μπενιαμίν Νετανιάχου προωθεί ένα όραμα που υπερβαίνει την απλή επιβίωση του Ισραήλ: τη δημιουργία ενός Νέου Ιράν ως φιλοδυτικού συμμάχου. Η ανατροπή του ισλαμικού καθεστώτος στην Τεχεράνη και η ανάδειξη νέας ηγεσίας (π.χ. της δυναστείας Παχλαβί ή άλλων κοσμικών–φιλοδυτικών ελίτ) θα μετέτρεπε το Ιράν από τον κυριότερο εχθρό του Ισραήλ σε στρατηγικό εταίρο.
Μια τέτοια μεταστροφή θα επέτρεπε στον νέο άξονα Ισραήλ–Ιράν να στραφεί εναντίον της Τουρκίας, της οποίας η αναθεωρητική πολιτική δημιουργεί προσκόμματα στα δυτικά σχέδια για την περιοχή.
Α. Οικονομική διάσταση: Ενέργεια και διάδρομοι
Η στρατηγική αυτή δεν είναι μόνο γεωπολιτική αλλά και βαθιά οικονομική.
• Το Ιράν κατέχει τα δεύτερα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου παγκοσμίως (περίπου 34 τρις κυβικά μέτρα) και τα τέταρτα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου. Η ένταξη ενός «Νέου Ιράν» στη δυτική σφαίρα θα ενίσχυε δραστικά την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, περιορίζοντας την εξάρτησή της από τη Ρωσία.
• Ο Νότιος Διάδρομος Φυσικού Αερίου, μέσω του Αζερμπαϊτζάν, προμήθευσε το 2022 περίπου 11 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου στην Ε.Ε.. Ένα φιλοδυτικό Ιράν θα μπορούσε να υπερδιπλασιάσει τις ροές αυτές, καθιστώντας την περιοχή καρδιά του ευρωατλαντικού ενεργειακού σχεδιασμού.
• Οι επενδύσεις της Κίνας στο Ιράν, μέσω της συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας ύψους 400 δισ. δολαρίων για 25 χρόνια (2021), αποτελούν βασικό πεδίο ανταγωνισμού. Η ενσωμάτωση του Ιράν στον δυτικό άξονα θα ακύρωνε τη γεωοικονομική επιρροή του Πεκίνου.
Β. Η παγκόσμια διάσταση: Κίνα, Ρωσία, Ινδία
Η στρατηγική Νετανιάχου και ΗΠΑ αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας δυτικής συμμαχίας που υπερβαίνει τη Μέση Ανατολή.
• Κίνα: Ο έλεγχος των ενεργειακών ροών από το Ιράν και την Κασπία θα περιορίσει τη δυνατότητα του Πεκίνου να εδραιώσει το Belt and Road στη Μέση Ανατολή.
• Ρωσία: Ένα φιλοδυτικό Ιράν θα αποκόψει τη Μόσχα από τη Νότια Διάβαση και θα στερήσει από τη Ρωσία κρίσιμα ερείσματα στον Καύκασο και τη Συρία.
• Ινδία: Αν η Νέα Δελχί στραφεί προς μια κινεζο-ρωσική κατεύθυνση, η δυτική συμμαχία που θα έχει συγκροτηθεί γύρω από το Ισραήλ θα αποτελέσει το αντίβαρο, προσφέροντας σταθερή εναλλακτική για επενδύσεις και ενεργειακή ασφάλεια.
Συνολικά, ο στόχος του Νετανιάχου υπερβαίνει την απλή διαχείριση της απειλής από το Ιράν. Συνιστά μια στρατηγική μεταστροφή που αποβλέπει στη μετατροπή του Ιράν σε πυλώνα της Δύσης, στη δημιουργία ενός μετώπου απέναντι στην Τουρκία και στη διεύρυνση των Συμφωνιών του Αβραάμ σε παγκόσμια δυτική συμμαχία. Μέσα από την αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων, των στρατιωτικών συνεργασιών και της γεωοικονομικής διασυνδεσιμότητας, η Μέση Ανατολή καθίσταται το νέο επίκεντρο του ανταγωνισμού ανάμεσα στη Δύση και τις αναθεωρητικές δυνάμεις, δηλαδή την Κίνα, τη Ρωσία και δυνητικά την Ινδία. Σε αυτή την προοπτική, το «Νέο Ιράν» δεν είναι απλώς ένα περιφερειακό σενάριο, αλλά ο ακρογωνιαίος λίθος μιας νέας παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος, όπου η Μέση Ανατολή παύει να αποτελεί πεδίο αστάθειας και αναδεικνύεται σε κεντρικό άξονα της δυτικής γεωπολιτικής στρατηγικής.
Η εμπλοκή του Ντόναλντ Τραμπ στη διαμόρφωση μιας πιθανής λύσης για το ουκρανικό ζήτημα, η οποία θα περιλαμβάνει την παραχώρηση εδαφών υπέρ της Ρωσίας, δεν πρέπει να ιδωθεί αποκομμένα, αλλά ενταγμένη σε ένα ευρύτερο παζάρι ισχύος. Η παραχώρηση αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως στρατηγικό αντάλλαγμα προς τη Μόσχα, με σκοπό να διασφαλισθεί ότι η Ρωσία δεν θα προβάλει σθεναρή αντίσταση σε μια ενδεχόμενη πολιτική ή ακόμη και καθεστωτική ανατροπή στο Ιράν.
Η Ρωσία, αν και διατηρεί σημαντικές σχέσεις συνεργασίας με την Τεχεράνη —ιδίως στον στρατιωτικό και ενεργειακό τομέα, με την προμήθεια ιρανικών UAVs και τη συνεργασία σε πυρηνικά προγράμματα— γνωρίζει ότι η στρατηγική της εξάρτηση από το Ιράν δεν είναι απόλυτη. Για τη Μόσχα, η διασφάλιση μιας de facto νίκης στην Ουκρανία και η κατοχύρωση των εδαφικών κερδών στην Κριμαία και το Ντονμπάς αποτελεί μακροπρόθεσμη προτεραιότητα με υψηλότερη αξία από τη διατήρηση του σημερινού ιρανικού καθεστώτος.
Από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών, μια τέτοια συνεννόηση θα λειτουργούσε ως αντισταθμιστικός μηχανισμός. Η ανατροπή του ισλαμικού καθεστώτος στην Τεχεράνη και η διαμόρφωση ενός «νέου Ιράν» δυτικόστροφης κατεύθυνσης θα σήμαινε την πλήρη ανατροπή της περιφερειακής γεωπολιτικής. Ωστόσο, χωρίς τη σιωπηρή αποδοχή ή έστω την ανοχή της Ρωσίας, η Δύση θα ρίσκαρε μια μετωπική αντιπαράθεση σε δύο μέτωπα (Ουκρανία και Μέση Ανατολή), κάτι που θα αποδυνάμωνε τη συνοχή της.
Επιπλέον, η ίδια η Ρωσία θα μπορούσε να επωφεληθεί από ένα δυτικόστροφο Ιράν, υπό την προϋπόθεση ότι θα της παραχωρηθεί ο γεωπολιτικός της ζωτικός χώρος στην Ανατολική Ευρώπη. Η απώλεια ενός ιρανο-ρωσικού άξονα θα αντισταθμιζόταν από τη σταθεροποίηση της Ουκρανίας με όρους ευνοϊκούς για τη Μόσχα. Σε αυτό το πλαίσιο, η στρατηγική του Τραμπ μπορεί να διαβαστεί ως απόπειρα διαμόρφωσης ενός μεγάλου γεωπολιτικού συμβιβασμού: Ρωσία στην Ουκρανία έναντι Δύσης στο Ιράν.
*Σύμβουλος Εξωτερικής Πολιτικής και Επενδύσεων