Η ενεργειακή κρίση και η ύφεση πλήττουν το ευρώ

Το κοινό νόμισμα δέχεται ασφυκτικές πιέσεις, καθώς η Ευρώπη είναι πιθανό να εισέλθει σε μία ήπια ύφεση ή σε επιβράδυνση της οικονομίας της στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.

Του Βρασίδα Νεοφύτου*

Ενώ οι θερμοκρασίες στην Κύπρο και σε πολλά μέρη της Ευρώπης σκαρφάλωσαν μέχρι τους 40 βαθμούς Κελσίου, οι περισσότεροι πολίτες ετοιμάζονται για τις διακοπές τους σε μία μεσογειακή παραλία ή στη δροσιά του βουνού. Το τελευταίο πράγμα που έχουν στο μυαλό τους είναι οι κρύες νύχτες του χειμώνα και κατά πόσο θα έχουν ικανή επάρκεια σε φυσικό αέριο για να ζεσταθούν.

Εντούτοις, υπάρχουν σε πλήρη εξέλιξη δύο χρηματοοικονομικά γεγονότα που τους δίνουν προειδοποιητικά σημάδια στην καρδιά του καλοκαιριού για την πιθανή ενεργειακή και οικονομική κρίση, την οποία θα βιώσουμε στην Ευρώπη ενόψει του επερχόμενου χειμώνα. Πρόκειται για άλλη μια επίπτωση συνεπεία του αιματηρού πολέμου στην Ουκρανία, του πληθωρισμού-ρεκόρ, των υψηλών επιτοκίων και την πιθανή κρίση χρέους σε κάποια κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα σημάδια

Πρώτο γεγονός, είναι η κατρακύλα του ευρώ σε απόλυτη ισοτιμία ένα προς ένα με το αμερικανικό δολάριο για πρώτη φορά από τον Νοέμβριο του 2002. Αυτό συνέβη λόγω των ανησυχιών ότι η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και ο κίνδυνος για διακοπή της παροχής φυσικού αερίου στην Ευρώπη «απειλούν» να βυθίσουν την Ευρωζώνη σε ύφεση. Την ίδια ώρα συνέτεινε και το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ξεκίνησε την αύξηση των επιτοκίων για πρώτη φορά, ύστερα από μία δεκαετία για τον περιορισμό του καλπάζοντα πληθωρισμού που σκαρφάλωσε κοντά στο 9%.

Δεύτερο γεγονός, είναι η απρόσμενη -για την καλοκαιρινή περίοδο- εκτίναξη των τιμών στο συμβόλαιο του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου παραδόσεως Αυγούστου. Η τιμή του στο Άμστερνταμ (Dutch TTF) ξεπέρασε τα €220/MWh- μεγαβατώρα  στις 27 Ιουλίου. Έφτασε σε επίπεδα που τελευταία φορά είχαμε δει λίγο μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου 2022.

Οι φόβοι για ύφεση στην Ευρωζώνη πιέζουν το ευρώ

Το κοινό νόμισμα δέχεται ασφυκτικές πιέσεις, καθώς η Ευρώπη είναι πιθανό να εισέλθει σε μία ήπια ύφεση ή σε επιβράδυνση της οικονομίας της στο δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Οι προοπτικές ανάπτυξης στην Ευρωζώνη συνεχίζουν να επιδεινώνονται εν μέσω της ενεργειακής κρίσης, του πληθωρισμού, της εξασθένησης της βιομηχανικής ανάπτυξης σε Γερμανία και Κεντρική Ευρώπη, αλλά και την πολιτική αστάθεια στην Ιταλία μετά την παραίτηση Μάριο Ντράγκι.

Η ενεργειακή κρίση δημιουργεί, επίσης, ένα αναπάντεχο βραχυκύκλωμα και στραγγαλισμό στη βιομηχανική οικονομία της Ευρωζώνης. Το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο και τα φθηνά μέταλλα από την Ουκρανία και τη Ρωσία ήταν για δεκαετίες οι στυλοβάτες της ισχυρής βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ευρώπη και ειδικά σε Γερμανία και Ιταλία.

Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο ανάπτυξης σε χαμηλούς ρυθμούς, καθώς η φθηνή ενέργεια και πρώτες ύλες από Ρωσία αποτελούν πλέον παρελθόν. Οι φημισμένες βαριές βιομηχανίες της χώρας θα παίρνουν φυσικό αέριο με δελτίο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Γερμανία να φλερτάρει ξανά με τον ρόλο του μεγάλου «ασθενή της Ευρώπης» όπως είχε συμβεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000.

Παρόμοια είναι η εικόνα και στις υπόλοιπες βιομηχανικές οικονομίες της Ευρωζώνης. Αναπτύχθηκαν για δεκαετίες πάνω σε ένα ανταγωνιστικό εξαγωγικό μοντέλο, το οποίο βασίστηκε στον ενεργειακό εφοδιασμό από τη Ρωσία με χαμηλό κόστος, στο φθηνό εργατικό δυναμικό (μετανάστες) και στις μεγάλες εξαγωγές στις αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας, κυρίως Κίνας, Ιαπωνίας, Νότιας Κορέας και Ινδίας.

Πλέον, αυτά τα αναπτυξιακά συστατικά δεν υπάρχουν, καθώς η Ευρώπη εισάγει πανάκριβη ενέργεια από ΗΠΑ, Νορβηγία, Αλγερία και Κατάρ, ενώ οι εξαγωγές της περιορίστηκαν λόγω της πανδημίας και το σπάσιμο της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Στο βασικό της σενάριο η Goldman Sachs θεωρεί ότι η Ευρωζώνη θα εισέλθει σε μια απότομη ύφεση στο τρίτο και τέταρτο τρίμηνο του 2022, με σωρευτική μείωση του πραγματικού ΑΕΠ της τάξης του 1,2% - 2,7%. Ιδιαίτερα μεγάλη συρρίκνωση προβλέπεται για τη Γερμανία (1,7%-3,2%) και την Ιταλία (2,6%-4,1%), προτού επιστρέψουν σε αναπτυξιακή τροχιά το α’ τρίμηνο του 2023.

Ο καλπάζων πληθωρισμός επιβαρύνει όλο και περισσότερο τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, ενώ θα δυσκολέψει την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για μείωση των πληθωριστικών πιέσεων μέσω μιας πιο επιθετικής αύξησης των επιτοκίων.

Μπορεί για κάποιους το ασθενές ευρώ να είναι θετικό για τις εξαγωγές και τον τουρισμό, δυστυχώς όμως θα επιδεινώσει τον πληθωρισμό. Θα συμβάλει στην αύξηση του κόστους των ενεργειακών εισαγωγών στην Ευρώπη, καθώς τα περισσότερα εμπορεύματα διαπραγματεύονται στο αμερικανικό δολάριο. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τη χειροτέρευση του κρατικού ισοζυγίου πληρωμών.

Η ενδυνάμωση δολαρίου βυθίζει την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου

Ένας σημαντικός παράγοντας, ο οποίος συνέτεινε στη βύθιση του ευρώ έναντι του δολαρίου φέρνοντάς το στην απόλυτη ισοτιμία, ήταν η ανατίμηση του δολαρίου, σε ρεκόρ 20ετίας, λόγω της επιθετικότερης νομισματικής πολιτικής που ακολουθεί η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Federal Reserve) σε σύγκριση με την αντίστοιχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB). Ουσιαστικά αφορά στην ταχύτερη αύξηση των επιτοκίων στο δολάριο από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Οι επενδυτές πουλάνε το μη ελκυστικό ευρώ και αγοράζουν το δολάριο λαμβάνοντας κέρδος από τα καλύτερα αμερικανικά επιτόκια.

Στήριξη στο δολάριο δίνει και η στροφή των επενδυτών προς τα «ασφαλή καταφύγια» περιουσιακών στοιχείων και η ταυτόχρονη αποφυγή νομισμάτων που είναι συνδεδεμένα με τους θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης όπως το ευρώ, λόγω των γεωπολιτικών ανησυχιών και της τρέχουσας παγκόσμιας μακροοικονομικής κατάστασης.

Κατρακυλά το ευρώ εν μέσω ενός υβριδικού ενεργειακού και νομισματικού πολέμου

Το ευρώ πλήττεται από το ράλι των ευρωπαϊκών τιμών στο φυσικό αέριο. Οι  τιμές του ολλανδικού TTF να τριπλασιάζουν την αξία τους σε μόλις λίγες εβδομάδες (είχε πέσει στα χαμηλά των €70/ μεγαβατώρα στις αρχές Ιουνίου), ανεβάζοντας κατακόρυφα το ενεργειακό κόστος για την ευρωπαϊκή βιομηχανία και τα νοικοκυριά.

Η πτώση του ευρώ αντανακλά στη δυσκολία της Ευρώπης να αυτονομηθεί ενεργειακά από τη Ρωσία και ειδικά να εξασφαλίσει αποθέματα αερίου σε ποσοστό 80% μέχρι τον Νοέμβριο ενόψει του επερχόμενου χειμώνα.

Η Ρωσία ασκεί πλέον έναν υβριδικό νομισματικό και ενεργειακό πόλεμο για να προκαλέσει αναταραχές στην παγκόσμια αγορά, άνοδο στις τιμές βασικών αγαθών και τελικά του πληθωρισμού. Στόχος είναι να κυριαρχήσει στην Ουκρανία και να επιβάλει τα αναθεωρητικά της σχέδια.

Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντίμιρ Πούτιν, σαν μετρ της γεωπολιτικής στρατηγικής, εξασκεί πολιτική και οικονομική πίεση προς την Ευρώπη και τους νατοϊκούς συμμάχους, έχοντας εργαλειοποιήσει τις εξαγωγές φυσικού αερίου, πετρελαίου, άνθρακα και των σιτηρών. Προηγουμένως είχε εργαλειοποιήσει και τη διαδικασία αποπληρωμής των εξαγωγών φυσικού αερίου, απαιτώντας από τους Ευρωπαίους να το πληρώνουν με το ρωσικό νόμισμα, το ρούβλι.

Πλέον, η Ρωσία αυξομειώνει κατά το δοκούν τις ροές φυσικού αερίου μέσω του υποθαλάσσιου αγωγού Nord Stream 1 στη Γερμανία και στις υπόλοιπες χώρες της κεντρικής Ευρώπης. Μετατρέπει έτσι την ενέργεια σε ένα ακόμη ρωσικό υπερόπλο στον πόλεμο με την Ουκρανία και σαν αντίμετρο για τον οικονομικό πόλεμο εναντίον της.

Ήδη, το Κρεμλίνο έχει απαγορεύσει τις εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου σε χώρες μη φιλικές προς αυτήν, όπως σε Βουλγαρία, Φινλανδία και Πολωνία. Ταυτόχρονα αυξομειώνει τις ποσότητες που αποστέλλει στις υπόλοιπες χώρες σε περιπτώσεις που θέλει να ασκήσει πίεση ή ωμό εκβιασμό στη Γερμανία και στα κέντρα εξουσίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Πρόκειται για ένα ενεργειακό παιχνίδι για γερά νεύρα, καθώς οι ίδιοι οι Ρώσοι ισχυρίζονται πως οι μειώσεις των προμηθειών από το 100% στο 40% και στη συνέχεια στο 20% της χωρητικότητας των αγωγών δεν ήταν προσχεδιασμένες, αλλά έχουν σχέση με τις προγραμματισμένες ετήσιες εργασίες συντήρησης του αγωγού Nord Stream 1 και του TurkStream. Ταυτόχρονα επικαλούνται και διάφορα άλλα τεχνικά προβλήματα, όπως το μπλοκάρισμα της τουρμπίνας του αγωγού που είχε σταλεί για συντήρηση στον Καναδά, λόγω κυρώσεων.

Αυτός ο υβριδικός ενεργειακός πόλεμος από τη μεριά της Ρωσίας αποσκοπεί να δυσκολέψει τις προσπάθειες της Ευρώπης και ειδικά των κεντρικών χωρών να γεμίσουν τις αποθήκες τους με αέριο (τουλάχιστον στο 80%) πριν από την έναρξη του χειμώνα στο βόρειο ημισφαίριο και την αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης για θέρμανση.

Τη ίδια στιγμή, η Ευρώπη προσπαθεί να αντισταθεί ενωμένα στους εκβιασμούς της Ρωσίας, εκπονώντας ένα σχέδιο για οικειοθελή μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου κατά 15% τον χειμώνα, ούτως ώστε να μπορέσει να εξοικονομήσει και να αυξήσει συνολικά τα στρατηγικά της αποθέματα. Με αυτό τον τρόπο φιλοδοξεί ότι θα μειώσει την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Τα κράτη – μέλη συμφώνησαν να μειώσουν εθελοντικά τη ζήτηση κατά 15% συγκριτικά με τη μέση κατανάλωσή τους τα τελευταία 5 χρόνια, για το διάστημα από 1η Αυγούστου 2022 έως την 31η Μαρτίου του 2023, μέσω μέτρων που τα ίδια θα επιλέξουν.

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο προβλέπονται και εξαιρέσεις, αλλά και «παρεκκλίσεις» από τη μείωση, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε κράτους.

Η Κύπρος, η Μάλτα και η Ιρλανδία, που δεν είναι συνδεδεμένες με δίκτυα φυσικού αερίου άλλων κρατών μελών εξαιρούνται από τις υποχρεωτικές μειώσεις φυσικού αερίου, καθώς δεν θα μπορούν να αποδεσμεύουν σημαντικούς όγκους προς όφελος των υπολοίπων.

Μπορεί η Ρωσία να διακόψει πλήρως τιςεξαγωγές φυσικού αερίου;

Αν και οι αναλυτές περιμένουν σύντομα μια πλήρη διακοπή των εξαγωγών φυσικού αερίου από τη Ρωσία, μέχρι τώρα δεν επιβεβαιώνονται. Δεν είναι προς το συμφέρον της Ρωσίας αυτό καθώς θα μπορούσε να καθιερωθεί ως αναξιόπιστος προμηθευτής για την Ευρώπη. Ταυτόχρονα δεν υπάρχουν άμεσες εναλλακτικές αγορές για την ίδια, όπως συμβαίνει με τις εξαγωγές πετρελαίου, άνθρακα, σιτηρών και μετάλλων προς Ινδία, Κίνα και άλλες μικρότερες χώρες.

Επιπλέον, η πιθανή διακοπή των εξαγωγών θα θέσει σε νομικό κίνδυνο την κρατική εταιρεία Gazprom, καθώς θα πρέπει να αιτιολογηθεί νομικά σαν πράξη «force majeure» και να αποφύγει τις οικονομικές υποχρεώσεις.

Αυτό το γεγονός δεν θα είναι θετικό για τη Ρωσία καθώς θα μπορούσε να απελευθερώσει τον πελάτη της Gazprom από τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια και να ψάξει για άλλον προμηθευτή χωρίς υποχρεώσεις προς τους Ρώσους.

*Υπεύθυνου Επενδυτικής Πολιτικής Exclusive Capital

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Economy Today στις 7 Αυγούστου 2022

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ