Η τριμερής Ιράν -Ρωσίας - Τουρκίας αποτελεί γεωπολιτική αυτογνωσία ενός αδιέξοδου οικονομικού μοντέλου

Η γεωπολιτική αυτογνωσία ενός αδιέξοδου οικονομικού μοντέλου η τριμερής Ιράν - Ρωσίας - Τουρκίας απέναντι στη Δύση.

Της Πωλίνας Άνιφτου*

Στις 19 Ιουλίου 2022 οι πρόεδροι της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν και της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επισκέφθηκαν την Τεχεράνη στο πλαίσιο της διερεύνησης μιας συνεργασίας μεταξύ των τριών χωρών απέναντι στη Δύση. Η συνάντηση στην Τεχεράνη κατέδειξε την προσπάθεια συνεργασίας για αντιμετώπιση των κυρώσεων από τις Ηνωμένες Πολιτείες απέναντι στο Ιράν με τη μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για τα πυρηνικά (JCPOA) τo 2018 και έναντι της Ρωσίας από τον Φεβρουάριο 2022 εξαιτίας της εισβολής στην Ουκρανία. Η συνάντηση αυτή έγινε στα ίδια χρονικά πλαίσια της επίσκεψης του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν στο Ισραήλ, στις 13 Ιουλίου 2022 και μετέπειτα στη Σαουδική Αραβία για να τονίσει διαμέσου της «Διακήρυξης της Ιερουσαλήμ», πως ΗΠΑ και Ισραήλ θα κινηθούν κατά του Ιράν σε περίπτωση που αυτό προχωρήσει και ενεργοποιήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα.

Οι αλλαγές στις οποίες περιήλθε η υφήλιος με την ανάπτυξη του πολυπολικού συστήματος σε θέματα ισχύος, οικονομίας, πολιτικής και εξοπλισμών έφεραν νέους συσχετισμούς δυνάμεων στην Ευρασία. Η Τριμερής της Τεχεράνης προσπαθεί να δεσμεύσει τους πόρους που παράγουν οι χώρες αυτές σε πλούτο και ενέργεια, με αποτέλεσμα η Δύση και κυρίως οι ΗΠΑ, να πιεστούν αφενός  ώστε να άρει τις κυρώσεις εναντίον τους και αφετέρου να αλλάξει το κεφαλαιουχικό παγκόσμιο σύστημα που δεσμεύει τις οικονομίες. Στο παρόν άρθρο αναλύεται η οικονομική και γεωπολιτική συμμαχία της Τριμερούς, αποχαρακτηρίζοντας τις οποιεσδήποτε ελπίδες για μια νέα συνεργασία που θα αλλάξει τα δρώμενα. Οι τρεις αυτές χώρες διέπονται από ένα δύσκολο ιστορικό παρελθόν που ακόμη τους δημιουργεί θέματα κυριαρχίας και ένα έντονο πολιτικό και οικονομικό ανταγωνισμό στην ίδια γεωγραφική περιφέρεια, την Ευρασία.

Η Συμφωνία Κίνας- Ιράν για τον Δρόμο του Μεταξιού στη βάση των συνόρων της Περσικής Αυτοκρατορίας

Το Ιράν είναι η δεύτερη χώρα στον κόσμο με τους πιο πολλούς συνοριακούς γείτονες, ειδικά μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, οπότε συνορεύει με 13 χώρες χερσαία και θαλάσσια. Καταβρέχεται από την Κασπία Θάλασσα και τον Περσικό Κόλπο, από τον Ινδικό Ωκεανό και ελέγχει το Στενά του Περσικού Κόλπου. Οι πλείστες χώρες δε της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας ήταν μέρος της Περσικής Αυτοκρατορίας μέχρι το 651 μ.Χ. Το τέλος της ΕΣΣΔ έφερε το Ιράν σε απόλυτη κυριαρχία στην κεντρική Ευρασία με έλεγχο επί του Αφγανιστάν. Αυτό συνέβη παρά την πάλη με τους Ταλιμπάν και την ανασύσταση των περσικών δεσμών με το αδελφό έθνος του Τατζικιστάν, (το οποίο από το 1992 με τον πρόεδρο Ραχμόν εγκατέλειψε τα ρωσικά ακρώνυμα στα ονόματα των κατοίκων του και τα μετέτρεψε σε περσικά έτσι ο πρόεδρος Εμομάλι Ραχμόνοφ ονομάστηκε Εμομάλι Ραχμόν). Το Ιράν υπήρξε παραδοσιακός σύμμαχος με την Αρμενία αλλά και σε διαμάχη με το Αζερμπαϊτζάν, μιας και τα δύο αυτά κράτη αποτελούν πρώην επαρχίες του Ιράν που κατακτήθηκαν από τον τελευταίο Τσάρο.  Έκτοτε το Ιράν αποτελεί τον κύριο επενδυτή στο Τατζικιστάν. Χρησιμοποιεί τα 10 εκατομμύρια Τατζίκους στο Αφγανιστάν για να επιτύχει τους στόχους του μέσω του Προξενείου του στην Χεράτ εναντίον των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν, ενώ οι 80 χιλιάδες Ουιγούροι αποτελούν την προέκτασή του εντός της Κίνας σε θέματα πανισλαμισμού και διπλωματίας.

Οι Ιρανικές επενδύσεις (FDI) στις χώρες της EAEU (Αρμενία, Λευκορωσία, Καζακστάν, Κιργιστάν και Ρωσία), την Ουκρανία και το Τατζικιστάν επικεντρώνονται κατά 42% στον κατασκευαστικό τομέα (κυρίως στη Λευκορωσία) και σε υπηρεσίες του χρηματοοικονομικού τομέα κατά 20% αντίστοιχα. Ακολουθούν τα Δίκτυα Υποδομής (19% των συνολικών FDI) και οι τομείς των μεταφορών αγαθών κατά 15%. Το δε Ιράν εξάγει γεωργικά προϊόντα, τρόφιμα, μέταλλα και σε ορισμένες περιστάσεις πετρέλαιο καίτοι εν μέσω κυρώσεων.

Το Ιράν ένεκα του Σιισμού και της Περσικής Αυτοκρατορίας ελέγχει πολιτικά, πολιτιστικά και μέσω της οικονομικής διπλωματίας μια περιοχή από το σημερινό Τατζικιστάν και το Αφγανιστάν ως τον Λίβανο. Στόχος ανέκαθεν ήταν η ένωση του οικονομικού χώρου της πρώην Περσικής Αυτοκρατορίας με τις ισχυρές δυνάμεις της Ευρασίας (Ρωσία, Κίνα) μιας και το ίδιο το Ιράν ένεκα των κυρώσεων δεν μπορούσε να παίξει καθοριστικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις. Έτσι η προετοιμασία μεταξύ της Κίνας και του Ιράν κινητοποιήθηκε από τις απαρχές του 2010 και μετέπειτα ώστε να δημιουργηθούν εμπορικοί δρόμοι για τη μεταφορά προϊόντων από την Κίνα και τις χώρες της Κεντρικής Ασίας στη Μεσόγειο μέσω του λιμανιού της Βηρυτού προς εξαγωγή στην Ε.Ε. Αυτό μπορούσε να γίνει εφικτό μόνο με τη διαμεσολάβηση του Ιράν και τον έλεγχο που ασκεί σε κεντρική Ευρασία, Ιράκ, Συρία και Λίβανο μέσω των πολιτικών και μιλιταριστικών ομάδων και των εγκάθετών του.

Έτσι, η κατασκευή της σήραγγας Anzob στο δρόμο μεταξύ Dushanbe και Khujand στο Τατζικιστάν έγινε δυνατή χάρη σε επενδύσεις και δάνεια από το Ιράν ($10 εκατ. και $21,2 εκατ. αντίστοιχα). Επιπλέον, το Sangtuda HPP-2 ανεγέρθηκε χρησιμοποιώντας κρατικά κονδύλια από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν. Αυτό επιβάλλεται να συμβαίνει καθώς οι όποιες επενδύσεις του Ιράν στο εξωτερικό πρέπει να λαμβάνουν έγκριση από το ίδιο το κράτος εξαιτίας της φιλοσοφίας της Ισλαμικής Δημοκρατίας. Οι επενδύσεις επιβάλλεται να διέπονται από τον ισλαμικό νόμο και να εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής του Ιράν βάσει της Σαρίας και του Συντάγματος (άρθρα 30, 44). Περαιτέρω για τη δημιουργία ανοικτών διόδων επικοινωνίας με την Κίνα, το Ιράν επένδυσε $5,3 δισ.  Η επένδυση αυτή αφορούσε μεγάλα κατασκευαστικά έργα στο Αφγανιστάν. Δημιουργήθηκαν δρόμοι και σιδηρόδρομοι ώστε να καταλήγουν στο ιρανικό λιμάνι του Chabahar στον Ινδικό Ωκεανό. Με αυτό τον τρόπο τα προϊόντα από τον ευρασιατικό και κινέζικο χώρο δεν θα χρειαζόταν να μεταφέρονται στο λιμάνι της Βομβάης στην Ινδία, ούτε στα λιμάνια του Πακιστάν, αλλά να μετακινούνται από το Ιράν, αποφεύγοντας τα Στενά του Χορμούζ, και να φτάνουν απευθείας στη Δύση και στην Αφρική. Μια ανάλογη κίνηση όπου η Κίνα έχει ήδη επενδύσεις $735 δισ. στην Αφρική θα μετέβαλε το Ιράν και τα λιμάνια του σε κύριο σταθμό αλλά και αποθηκευτικό χώρο αποδίδοντάς του νέα γεωπολιτική ισχύ στο παγκόσμιο εμπόριο. Επίσης, το Ιράν επένδυσε στη συντήρηση των οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων που ενώνουν το Ιράν με το Ιράκ και το τελευταίο με τη Μεσόγειο. Όλα αυτά έγιναν με δάνεια από την Κίνα.

Προς επίρρωση των ως άνω, το Ιράν και η Κίνα υπέγραψαν τον Μάρτιο 2021 την 25ετη συμφωνία των $400 δισ. για οικονομική, τεχνολογική, πολιτική και στρατιωτική συνεργασία. Αναμένεται να διατεθούν $280 δισ. για τους τομείς πετρελαίου, του φυσικού αερίου και των πετροχημικών. Άλλα $120 δισ. θα διατεθούν για την αναβάθμιση των οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων. Έτσι η Συμφωνία Ιράν- Κίνας θα διαπερνά και θα περιλαμβάνει και τον CPEC (China–Pakistan Economic Corridor) ώστε να ενσωματώσουν στην όλη συμφωνία τις χώρες της Κεντρικής Ασίας που προσέλκυσαν $378,2 δισ. άμεσων ξένων επενδύσεων (FDI) μεταξύ των ετών 2007 και 2019.

Επιπλέον, η Κίνα υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ξένους επενδυτές στο Ιράν την τελευταία δεκαετία. Έχει επενδύσει σε διάφορα ενεργειακά έργα στο Ιράν, συμπεριλαμβανομένου του πεδίου φυσικού αερίου στο South Pars και του Διυλιστηρίου του Abadan. Το Ιράν δε, θα χρειαστεί τεράστιες επενδύσεις στον ενεργειακό του τομέα αξίας $200 δισ. στο μέλλον. Ως εκ τούτου, θεωρεί την Κίνα μια σημαντική πηγή επενδύσεων.

Η Κίνα επενδύει στο εύθραυστο πολιτικά Ιράν 

Για την εφαρμογή του Δρόμου του Μεταξιού (BRI) η Κίνα έσπευσε πολλάκις να ενισχύσει την οικονομική σταθερότητα του Ιράν μετά τις κυρώσεις του 2018. Ο δρόμος του Μεταξιού είναι η μεγαλύτερη επένδυση του βορείου Ημισφαιρίου και ενώνει μια περιοχή, που εκτείνεται από τη Σαγκάη στη Βηρυτό σε απόσταση 7,799 km. Επιζητεί οι δύο εκφραστές αυτής της νέας γεωπολιτικής κίνησης να είναι σε θέση μακροοικονομικά να αντεπεξέλθουν.  Η σημαντικότερη υποστήριξη στο Ιράν μετά την εφαρμογή της JCPOA ήρθε τον Ιούλιο του 2017. Η σύμβαση αξίας $4,879 δισ. που υπογράφηκε για την ανάπτυξη της φάσης 11 στον South Pars μεταξύ της Εθνικής Ιρανικής Εταιρείας Πετρελαίου και μιας κοινοπραξίας αποτελούμενης από την Total, την κινέζικη CNPC και την Petropars του Ιράν αντιμετώπισε τη δυσχέρεια των κυρώσεων του 2018.

Η σύμβαση προέβλεπε μερίδιο 51% και 30% για την Total και την CNPC αντίστοιχα και 19% για την Petropars. Λίγο μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ από την JCPOA, στις 8 Μαΐου 2018, η Total υπό τον φόβο των κυρώσεων ανακοίνωσε την αποχώρηση της από το έργο. Για να μην καταρρεύσει η όλη συμφωνία και να μην εκτεθεί η ιρανική κυβέρνηση στο εσωτερικό, η κινέζικη CNPC αγόρασε το μερίδιο της Total και συνέχισε το όλο έργο. Επιπλέον, η Κίνα είναι ο κορυφαίος επενδυτής σε έργα μεταφορών στο Ιράν. Το έργο Τεχεράνη - Κομ - Ισφαχάν και η ηλεκτροκίνηση του σιδηροδρόμου Tehran - Mashhad, με εκτιμώμενο κόστος περίπου $4,2 δισ., είναι τα πιο σημαντικά έργα ανάπτυξης των σιδηροδρόμων στο Ιράν. Οι κινεζικές εταιρείες χρηματοδοτούν και κατασκευάζουν το 40% στο πρώτο έργο και το δεύτερο έργο χρηματοδοτείται από μια κοινοπραξία που έχουν σχηματίσει κινεζικές και ιρανικές εταιρείες.

Επίσης, με βάση τα επίσημα στατιστικά στοιχεία που δημοσίευσε η ιρανική κυβέρνηση, το Ιράν θα χρειαστεί περίπου $500 δισ. επενδύσεων την επόμενη δεκαετία. Μεγάλο μέρος αυτών των επενδύσεων θα πρέπει να παρασχεθεί από τους συμμάχους του, ώστε η οικονομία της χώρας να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις κυρώσεις και στην πολιτική απομόνωση. Η Κίνα είναι μια από τις πιο σημαντικές χώρες για το Ιράν, το οποίο ελπίζει σε επενδύσεις και το BRI μπορεί να προσφέρει ένα πλαίσιο για αυξημένες κινεζικές επενδύσεις στο Ιράν. Έτσι βάσει της συμφωνίας μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας του Ιράν και της κινέζικης CITIC Trust Group, ο κινέζικος Όμιλος παρείχε στο Ιράν πίστωση $10 δισ. σε χρηματοδότηση μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων δανείων και αποτελεί τη μεγαλύτερη πιστωτική στήριξη που έχει δοθεί στο Ιράν κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

Τα μακροοικονομικά μοντέλα διαψεύδουν την Τριμερή της Τεχεράνης

Παρά το γεγονός ότι η Κίνα βρίσκεται σε τροχιά σύστασης του Δρόμου του Μεταξιού στην Κεντρική Ευρασία με κινητήριο δύναμη το Ιράν, κατά δεύτερο διά της Ουκρανίας και κατά τρίτο διά της Φινλανδίας διαμέσου της Ρωσίας. Και οι τρεις αυτές χερσαίες πορείες έχουν αναχαιτιστεί. Οι Συμφωνίες του Αβραάμ το 2020 δεν αφήνουν περιθώρια στο Ιράν και στην Κίνα να επεκταθούν στη Μεσόγειο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιούργησε χάσμα και αναβολή στις κινέζικες επενδύσεις στην χώρα αξίας πέραν των $10 δισ., και η Φινλανδία με την προσέγγιση του ΝΑΤΟ έχει αδρανοποιήσει τα λιμάνια και τα αεροδρόμιά της σε όποια επένδυση θεωρείται ως μη φιλική προς τη Δύση.

Το 2020 η Κίνα ήταν η «νούμερο 2» οικονομία στον κόσμο ως προς το ΑΕΠ, το «νούμερο 1» στις συνολικές εξαγωγές, το «νούμερο 2» στις συνολικές εισαγωγές, το «νούμερο 68» οικονομία ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και η 28η πιο σύνθετη οικονομία σύμφωνα με το Economic Complexity Index (ECI). Παρόλα τα επιτεύγματά της και το γεγονός ότι δημογραφικά αποτελεί το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού, το ΑΕΠ της δεν ξεπερνά το 4% του παγκόσμιου ΑΕΠ. Έχει ανεργία, διαφθορά και πλήγματα στην εργατική νομοθεσία. Υπήρξε και το θέμα της εκμετάλλευσης ξένων γαιών όπως στην περίπτωση του Καζακστάν που έφερε την αντίδραση των κατοίκων του Αλμάτι τον Ιανουάριο 2022 εναντίον κινέζικων εταιριών στο λιμάνι της πόλης.

Κίνα

Τον Μάιο του 2022, η Κίνα εξήγαγε κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες ($52 δισ.), στο Χονγκ Κονγκ ($24 δισ.), στη Νότια Κορέα ($15,5 δισ.), στο Βιετνάμ ($14,5 δισ.) και στην Ιαπωνία ($14,4 δισ.). Εισήγαγε κυρίως από την Ταϊβάν ($19,6 δις.), Νότιο Κορέα ($16,6 δισ.), Ηνωμένες Πολιτείες ($15,9 δισ.), Ιαπωνία ($14,4 δισ.) και Αυστραλία ($12,9 δισ.). Γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει πλήρης εξάρτηση από τις δυτικές χώρες στις εξαγωγές αλλά και στις εισαγωγές της. Τον Μάιο του 2022, η αύξηση στις ετήσιες εισαγωγές της Κίνας εξηγήθηκε κυρίως από την αύξηση των εισαγωγών από τις Ηνωμένες Πολιτείες ($7,42 δισ. ή 86,4%), την Ταϊβάν ($7,06 δισ. ή 59,9%) και την Ιαπωνία ($5,12 δισ. ή 50% ), και οι εισαγωγές προϊόντων αυξάνονται σε ολοκληρωμένα κυκλώματα ($9,99 δισ. ή 46,7%), μεταλλεύματα σιδήρου ($4,76 δισ. ή 60,8%) και τηλέφωνα ($2,43 δισ. ή 99,8%).

Ρωσία

Το 2020 η Ρωσία ήταν η «νούμερο 11» οικονομία στον κόσμο ως προς το ΑΕΠ, το «νούμερο 13» στις συνολικές εξαγωγές, το «νούμερο 21» στις συνολικές εισαγωγές, το «νούμερο 70» οικονομία ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και η 43η πιο σύνθετη οικονομία σύμφωνα με το Economic Complexity Index (ECI). Τον Ιανουάριο του 2022 ένα μήνα πριν την εισβολή στην Ουκρανία, η Ρωσία εξήγαγε κυρίως στην Κίνα ($5,8 δισ.) λόγω των κυρώσεων που ήδη δρομολογούνταν, την Ολλανδία ($4,8 δισ.), την Τουρκία ($4,26 δισ.), τη Γερμανία ($3,54 δισ.) και την Ιταλία ($2,22 δισ.). Εισήγαγε κυρίως από την Κίνα ($7,2 δισ.), τη Γερμανία ($1,58 δισ.), Νότια Κορέα ($1,42 δισ.), Ηνωμένες Πολιτείες ($ 1,31 δισ.) και Λευκορωσία ($885 εκατ.).

Ιράν

Από την άλλη το απομονωμένο οικονομικά και πολιτικά Ιράν, το 2020 ήταν η 49η οικονομία στον κόσμο ως προς το ΑΕΠ, το «νούμερο 86» στις συνολικές εξαγωγές, το «νούμερο 71» στις συνολικές εισαγωγές, η 142η οικονομία ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και η 65η πιο σύνθετη οικονομία σύμφωνα με το Economic Complexity Index (ECI). Το Ιράν εισάγει κυρίως από την Κίνα ($8,51 δισ.), τα ΗΑΕ ($4,53 δισ.), την Ινδία ($2,24 δισ.), την Τουρκία ($2,14 δισ.) και τη Γερμανία ($1,68 δισ.).

Η πολυπλοκότητα των σχέσεων Ρωσίας, Κίνας και Ιράν καταγράφεται από την πολιτική στάθμη των αντιπαραθέσεων τους τελευταίους δύο αιώνες. Η Περσία συρρικνώθηκε στον βορρά από την αποκοπή και ενσωμάτωση της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν (συνθήκες του Gulistan το 1813 και του Turkmenchay το 1828) από τον Τσάρο. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα θετικές και αυτό διεφάνη και το 2018 στη Συμφωνία της Κασπίας Θάλασσας. Κατά ένα τρόπο η Ρωσία αναθεωρώντας το διεθνές δίκαιο πρότεινε ένα νέο σύστημα ΑΟΖ σε κλειστή θάλασσα που όμως κατέρριπτε τις ιρανικές αξιώσεις περί λίμνης και την απώλεια σημαντικών ναυτικών μιλίων και ελέγχου της Κασπίας από το Ιράν. Επίσης κατά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την εδαφική επεκτατικότητα της Ρωσίας, χιλιάδες Κινέζοι πολίτες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ζητούσαν την επιστροφή του Βλαδιβοστόκ στην Κίνα, κακίζοντας τον «αιώνιο εχθρό» της χώρας του Κομφούκιου. Η Κίνα παρόλο που έχει επενδύσει στο Ιράν δεν φαίνεται να το εμπιστεύεται, έτσι στο καθεστώς της συμμαχίας μεταξύ των δύο χωρών η Κίνα δεν άφησε την ασφάλεια των δομών της στις ιρανικές αρχές. Απεναντίας, προσέλαβε και ετοιμάζεται να μεταφέρει 5.000 προσωπικό ασφαλείας από Κινέζους υπηκόους στο Ιράν, ώστε να αποφύγει περιστατικά κατασκοπίας και ενόχλησης από τις ιρανικές αρχές.

Τουρκία: Ο γίγαντας με τα δολαριοπόδαρα που τρέχει σε λάθος γεωπολιτική πίστα

Οι ξένες επενδύσεις (FDI) στην Τουρκία ήταν κατά μέσο όρο $848,57 εκατ. από το 2003 έως το 2022, φτάνοντας στο ιστορικό υψηλό των $6,571 εκατ. τον Μάιο του 2006 και στο χαμηλότερο ρεκόρ των $46 εκατ. τον Οκτώβριο του 2005. Περίπου το 60% των FDI το 2021 προήλθε από την Ευρώπη, το 24% από την Ασία και το 16% από την Αμερική. Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ο κύριος επενδυτής της Τουρκίας το 2021 και ακολουθούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ολλανδία, η Ελβετία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (ΗΑΕ), η Γερμανία, το Λουξεμβούργο, η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και η Ιρλανδία. Οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές (M&A) στην Τουρκία ανήλθαν συνολικά σε 42,6 δισεκατομμύρια TL το 2021, επιπλέον των επτά ιδιωτικοποιήσεων που ανήλθαν συνολικά σε 95 δισεκατομμύρια TL, με το τουρκικό οικοσύστημα να λαμβάνει κάπου $1,6 δισ. σε 294 νέους επενδυτικούς διαγωνισμούς. 

Τον Δεκέμβριο του 2021, η Τουρκία εξήγαγε ως επί το πλείστον στη Γερμανία ($1,67 δισ.), στις Ηνωμένες Πολιτείες ($1,41 δισ.), στο Ηνωμένο Βασίλειο ($1,3 δισ.), στην Ιταλία ($1,08 δισ.) και στο Ιράκ ($1,04 δισ.). Εισήγαγε κυρίως από τις Ρωσία ($3,17 δισ.), Κίνα ($2,95 δισ.), Γερμανία ($1,84 δισ.) και Ηνωμένες Πολιτείες ($1,34 δισ.), αποδεικνύοντας την ζωτικότητά των σχέσεών της με τη Δύση στο εμπόριο αλλά και στις επενδύσεις.

Η παρουσία του Τούρκου προέδρου στην Τριμερή της Τεχεράνης παρόλο που κατά τον ίδιο δρομολόγησε το άνοιγμα της Τουρκίας προς την Ευρασία, δημοσιοποίησε και την ολιγωρία στις σχέσεις μεταξύ Ιράν και Τουρκίας στην εφαρμογή του Δρόμου του Μεταξιού. Μέχρι σήμερα η συνεργασία δεν ξεπέρασε σε εμπορικές συναλλαγές τα $30 δισ. Το Ιράν παραμένει καχύποπτο για τις σχέσεις της Τουρκίας με τα τουρκογενή κράτη της περιοχής και δη με το Τουρκμενιστάν και το Αζερμπαϊτζάν όπου το Ιράν δυσκολεύεται να κτίσει γέφυρες επικοινωνίας λόγω της τουρκικής παρεμβατικότητας.

Σύμφωνα με το US Department of State η διαφθορά παραμένει μια δύσκολη πραγματικότητα για την Τουρκία. Είναι κάτι το οποίο αντικατοπτρίζεται στο ετήσιο Transparency International’s annual Corruption Perceptions Index. Η Τουρκία βρίσκεται στην 86η θέση από τις συνολικά 180 χώρες το 2020. Ως εκ τούτου, η πορεία της χώρας προς την Ευρασία και η σύγκλιση με τα «απολυταρχικά καθεστώτα» της Ρωσίας και του Ιράν, όπως τα χαρακτηρίζει η Δύση τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο δημιουργεί προστριβές σε μετέπειτα επενδυτικές δυνατότητες στην Τουρκία.

Η στροφή προς την Ευρασία σχετίζεται και με την άνοδο των ισλαμικών οικονομικών στην Τουρκία μετά την προσέγγιση του κόμματος του ΑΚΡ προς τον ισλαμικό κόσμο. Τα ισλαμικά τραπεζικά περιουσιακά στοιχεία στην Τουρκία θα διπλασιαστούν τα επόμενα πέντε χρόνια από τα περίπου 7,2% του συνόλου των τραπεζικών στοιχείων του Δεκεμβρίου 2020, σύμφωνα με έκθεση του Οίκου Αξιολόγησης Moody’s τον Φεβρουάριο 2021. Η Moody’s ανέφερε ότι το σύνολο του ενεργητικού των τουρκικών τραπεζών αυξήθηκε κατά 54% το 2020, ξεπερνώντας τη συνολική αύξηση του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα κατά περίπου 36%. Η έκθεση σημείωσε ότι παρά την πιθανότητα ο τουρκικός τραπεζικός τομέας να αναπτυχθεί γρήγορα, εξακολουθεί να είναι πολύ πιο ισχνός από αυτό των μελών του Gulf Cooperation Council, όπου τα περιουσιακά στοιχεία των ισλαμικών τραπεζών ανέρχονται κατά μέσο όρο περίπου στο 40% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του τραπεζικού συστήματος.

Τον Φεβρουάριο του 2019 ένεκα της ανάγκης αποθήκευσης ισλαμικών τραπεζικών μέσων από το Κατάρ και το Ιράν, το Banking Regulation and Supervision Agency (BDDK) χορήγησε τραπεζική άδεια στην Türkiye Emlak Katılım Bankası (EmlakBank), ανεβάζοντας σε έξι τον αριθμό των ισλαμικών τραπεζών στη χώρα. Οι άλλες πέντε ισλαμικές τράπεζες είναι η Ziraat Bank και η VakıfBank που ελέγχονται από το κράτος. Και οι δυο έλαβαν άδειες για τη διεξαγωγή ισλαμικών τραπεζικών εργασιών το 2015 και το 2016, αντίστοιχα. Το ίδιο έγινε και με τις Albaraka Türk, Kuveyt Türk, ιδιοκτησίας της Kuwait Finance House και της Türkiye Finans.

Αν και οι ισλαμικές επενδύσεις αποτελούν κερδοφόρες επιχειρήσεις στην Τουρκία, η χώρα παραμένει η καλύτερη δυτική διέξοδος των ισλαμικών επενδύσεων. Η εξάρτηση της χώρας από τη Δύση σε εισαγωγές και εξαγωγές αποδεικνύουν πως η όποια κρίση ταυτότητας δεν θα την αφήσει να οδηγηθεί εύκολα ούτε στην Ευρασία, αλλά ούτε σε μια είσοδό της στα BRICS μαζί με το Ιράν και τη Βενεζουέλα και να εξαρτώνται από τη Ρωσία σε πολιτικό επίπεδο.

*Αναλύτριας Εξωτερικής Πολιτικής και Επενδύσεων

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ