Μετανιωμένοι οι Βρετανοί για το Brexit λόγω της κρίσης

Μεταβλητή η κατάσταση στο εσωτερικό του κόμματος των Συντηρητικών - «Σύγκρουση» του ΥΠΟΙΚ Τζέρεμι Χαντ και των σκληροπυρηνικών Brexiters - Ρόλο διαμεσολαβητή ανέλαβε ο Σούνακ

Έξι χρόνια πέρασαν από το δημοψήφισμα για το Brexit αλλά η βρετανική κοινωνία φαίνεται πως το συζητάει ακόμα. Δεδομένης της κρίσης του κόστους διαβίωσης, της ύφεσης στη χώρα, αλλά και της έλλειψης εργατικού δυναμικού, η δημοσίευση του νέου Autumn Statement προβλέπει πολυετείς αυξήσεις των φόρων και μείωση των δημοσίων δαπανών.

Η δυσμενής αυτή πρόβλεψη έχει επαναφέρει το ντιμπέιτ για το Brexit, το οποίο πολλοί νόμιζαν πως τέλειωσε τον Δεκέμβριο του 2020, στο προσκήνιο.

Μετά από τις νέες αναδιαρθρωτικές κινήσεις στα οικονομικά της Βρετανίας, η εφημερίδα Sunday Times δημοσίευσε ρεπορτάζ βάσει του οποίου ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ και το επιτελείο του προσβλέπουν σε μία «ελβετικού τύπου συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση». 

To δημοσίευμα προκάλεσε τις αντιδράσεις των σκληροπυρηνικών Brexiters οι οποίοι αντιτίθενται σε οτιδήποτε απειλεί το αφήγημα της «ανεξαρτησίας» της Βρετανίας. Παρ’ όλα αυτά, η δημόσια αυτή συζήτηση όσον αφορά τη νέα πραγματικότητα διαφέρει πολύ από την αντίστοιχη αμετακίνητη στάση των προκατόχων του Σούνακ, Λιζ Τρας και Μπόρις Τζόνσον. Ο ίδιος ο ΥΠΟΙΚ της βρετανικής κυβέρνησης Τζέρεμι Χαντ έχει πολλάκις τονίσει πως η Βρετανία χρειάζεται να συνάψει στενότερη συνεργασία με την Ε.Ε., κάτι για το οποίο έχει δεχθεί «φίλια» πυρά από το κόμμα των Συντηρητικών.

Μετανιωμένοι
Η στάση αυτή του Υπουργού Οικονομικών, όμως, φαίνεται πως αντικατοπτρίζει και την αλλαγή του αφηγήματος της πλειοψηφίας της βρετανικής κοινωνίας. Σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση, το 57% των Βρετανών εναντιώνονται στο Brexit, ενώ το 19% που ψήφισαν για την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε. το μετανιώνουν. 

Προς το παρόν, ο Σούνακ, ο οποίος είχε υποστηρίξει ανοιχτά την πλευρά των «Leave» το 2016, προχώρησε σε δημόσιες δηλώσεις προσπαθώντας να περιορίσει τη ζημιά: «Υπό της ηγεσίας μου, το Ηνωμένο Βασίλειο δε θα επιδιώξει κάποια εμπορική σχέση με την Ευρώπη η οποία θα βασίζεται στη συμμόρφωση με τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς. Χρειαζόμαστε ρυθμιστικά καθεστώτα τα οποία θα είναι κατάλληλα για το μέλλον, που θα διασφαλίζουν ότι αυτή η χώρα μπορεί να είναι ηγέτης στις βιομηχανίες που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Το να έχουμε τη ρυθμιστική ελευθερία να προβούμε σε τέτοιες κινήσεις είναι μια σημαντική ευκαιρία που μας προσφέρει το Brexit».

Αν και ο Ντέιβιντ Φροστ, επικεφαλής διαπραγματευτής της κυβέρνησης Τζόνσον χαιρέτισε την ανακοίνωση Σούνακ, αρκετά ήταν τα στελέχη της κυβέρνησης που δεν πείθονται. Σύμφωνα με ανώνυμες πηγές του Bloomberg, το Υπουργείο Οικονομικών έχει θέσει ως μακροπρόθεσμο στόχο την πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.

Διμερείς σχέσεις
Παρά τη μεταβλητότητα σε ό,τι αφορά την εσωκομματική κατάσταση του κόμματος των Συντηρητικών και το αποδυναμωμένο σχετικά γκρουπ των σκληροπυρηνικών Brexiters, ελάχιστοι αναμένουν κάποια σημαντική αλλαγή πλεύσης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, από την πλευρά της, έχει τονίσει πως η σύναψη συμφωνίας «σε στυλ Ελβετίας» δεν αποτελεί επιλογή για τη Βρετανία, τονίζοντας πως κάποια τέτοια αναφορά απλά αποτελούσε «σφυγμομέτρηση» των διμερών σχέσεων των δύο πλευρών.

Κι όμως, οι διμερείς αυτές σχέσεις αποτελούν κάτι το εξαιρετικά σημαντικό τη στιγμή που η οικονομική κατάσταση στη χώρα επιδεινώνεται λόγω των δυσμενών μακροοικονομικών δεδομένων και των προβλημάτων που προκάλεσε το Brexit.

Σύμφωνα με το πρώην στέλεχος της ΒοΕ, Μάικλ Σώντερς, «η βρετανική οικονομία έχει πληγεί ανεπανόρθωτα από το Brexit» ενώ το νυν στέλεχος της κεντρικής τράπεζας Σουάτι Ντίνγκρα τόνισε σε πρόσφατη ομιλία της πως «αυτή τη στιγμή, η επιβράδυνση της βρετανικής οικονομίας είναι πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή του υπόλοιπου κόσμου».

Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βρετανίας, το Brexit θα περιορίσει το βρετανικό ΑΕΠ κατά 4% σε μακροπρόθεσμο επίπεδο, ενώ ο εμπορικός ισολογισμός της χώρας υστερεί πολύ σε σχέση με τις ανταγωνιστές της και ανακάμπτει με πολύ βραδύτερο ρυθμό.

Η οικονομική ανάπτυξη είναι πολύ μεγαλύτερη στην Ιταλία και τη Γερμανία, ενώ σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ όσον αφορά τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ε.Ε., μόνο η Ισπανία έχει χαμηλότερα επίπεδα διαβίωσης από τη Βρετανία. 

Οι βρετανικές αγορές δεν έχουν παραμείνει στο απυρόβλητο. Η ισοτιμία της στερλίνας έχει μειωθεί κατά 20% έναντι του δολαρίου και 11% έναντι του ευρώ. Επιπροσθέτως, το χρηματιστήριο του Παρισιού ξεπέρασε το London Stock Exchange σε κεφαλαιοποίηση την προηγούμενη εβδομάδα. Σημειωτέον πως η κεφαλαιοποίηση του LSE ξεπερνούσε την αντίστοιχη του Παρισιού κατά $1,5 τρισ. το 2016.

Η μεταβλητότητα αυτή έχει πλήξει και την επιχειρηματική δραστηριότητα, δεδομένης της αύξησης του πληθωρισμού σε υψηλά 40 ετών.

Σύμφωνα, τέλος, με την Σάρα Πόλαρντ, CFO της PZ Cussons Plc «το Brexit είχε σημαντικές και ξεκάθαρες επιπτώσεις σε ό,τι αφορά την πρόσβαση σε νέα ταλέντα και την εμπιστοσύνη των καταναλωτών. Η επίτευξη στενότερης συνεργασίας με την Ε.Ε. θα βελτιώσει τη σταθερότητα της βρετανικής οικονομίας».

ΠΗΓΗ: newmoney

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Στο μικροσκόπιο της επιτροπής Ελέγχου οι κατά χάριν χορηγίες

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ