Της Ευδοκίας Παπαδοπούλου
Όταν τον περασμένο Οκτώβριο, η διακυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν απέκλειε την Κίνα από την αγορά ημιαγωγών υψηλής τεχνολογίας (microchip), ήταν μία -μαεστρικά- στρατηγική κίνηση στη σκακιέρα του τεχνολογικού και του ευρύτερα οικονομικού, πολέμου που εκτυλίσσεται ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα. Συγκεκριμένα, η Ουάσινγκτον προχώρησε στην επιβολή μίας σειράς δραστικών περιορισμών στις εξαγωγές προς την Κίνα αμερικανικών ημιαγωγών και του εξοπλισμού για την κατασκευή τους, με στόχο να ανακόψουν -ή καλύτερα να επιβραδύνουν- την ανάπτυξη της κινεζικής βιομηχανίας τσιπ. Το σενάριο με την Κίνα στην πρωτοπορία της επανάστασης της τεχνητής νοημοσύνης - με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το οπλοστάσιό της - ηχούσε ανησυχητικά στα αφτιά των υπεύθυνων χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ, εδώ και καιρό.
Μικροτσίπ.. όπως λέμε οξυγόνο
Στο βιβλίο του «Chip War: The Fight for the World’s most Critical Technology», ο Κρις Μίλερ, αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Ταφτς, εξηγεί πως τα μικρτοτσίπ είναι το «νέο πετρέλαιο», δηλαδή οι περιορισμένοι πόροι πάνω στους οποίους εξαρτάται όλος ο σύγχρονος κόσμος. Όπως αναφέρει, η στρατιωτική, οικονομική και γεωπολιτική δύναμη καθορίζεται από τα μικροτσίπ, τονίζοντας πως ουσιαστικά τα πάντα, από πυραύλους, ηλεκτρονικούς υπολογιστές μέχρι φούρνους μικροκυμάτων, έξυπνα κινητά μέχρι χρηματιστήρια, λειτουργούν βασισμένα σε «τσιπάκια». Αυτά τα μικροσκοπικά είδη, από πυρίτιο, αποτελούν τα βασικά δομικά στοιχεία των ψηφιακών προϊόντων, είναι δηλαδή το «μυαλό» κάθε προγράμματος ή συσκευής. Όπως εύστοχα έγραφε, στο άκουσμα της επιβολής των αμερικανικών περιορισμών και ο πρώην πρωθυπουργός
και υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας, Καρλ Μπιλντ, στο άρθρο του «The Great Chips War» στο Project Syndicate «χωρίς τα μικροτσίπ, τα έξυπνα τηλέφωνά μας θα ήταν χαζά, τα αυτοκίνητά μας δεν θα κινούνταν, τα δίκτυα επικοινωνιών μας δεν θα λειτουργούσαν, κάθε μορφή αυτοματισμού θα ήταν αδιανόητη και η νέα εποχή της τεχνητής νοημοσύνης στην οποία εισερχόμαστε θα παρέμενε στα βιβλία επιστημονικής φαντασίας», τονίζοντας πως αυτός ο νέος πόλεμος των chip είναι στην ουσία ένας πόλεμος για τον έλεγχο του μέλλοντος.
Οι παίκτες – κλειδιά
Το διεθνές οικοσύστημα ημιαγωγών είναι έντονα αλληλοσυνδεδεμένο και η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα ιδιαίτερα περίπλοκη. Μία πραγματικότητα την οποία φανέρωσε σε μεγάλο βαθμό η πανδημία, όταν η έλλειψη σε ημιαγωγούς προκάλεσε αναστάτωση σε πολλούς κλάδους, όπως της αυτοκινητοβιομηχανίας, προκαλώντας μεγάλες καθυστερήσεις στις παραδόσεις αυτοκινήτων. Την πρωτιά στις πωλήσεις των ημιαγωγών διατηρούν για δεκαετίες οι Ηνωμένες Πολιτείες, κατέχοντας το 2021 γύρω στο 46% της αγοράς ως προς τα έσοδα.
Εντούτοις, σε σχέση με την παραγωγή, οι υποδομές που βρίσκονται εντός των ΗΠΑ, ανέρχονται μόλις στο 12%, την ώρα που το 1990 η χώρα παρήγαγε το 37% των τσιπ παγκοσμίως.
Με στόχο την επανεκκίνηση της παραγωγής εξελιγμένων ημιαγωγών εντός της αμερικανικής επικράτειας, το Κογκρέσο ψήφισε τον Αύγουστο του 2022, το CHIPS and Science Act, το οποίο προβλέπει χρηματοδοτήσεις ύψους $280 δισεκατομμυρίων, για έρευνα και ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας. Μεταξύ αυτών και επιδοτήσεις ύψους $52,7 δισ. για σκοπούς προώθησης της αμερικανικής κατασκευής ημιαγωγών.
Τη μάχη όμως της παραγωγής κερδίζει, σήμερα, πανηγυρικά η άλλη πλευρά του Ειρηνικού, αφού περίπου το 75% προέρχεται από την ασιατική ήπειρο.
Στην κορυφή η Ταϊβάν
Στη λίστα με τους πρωταγωνιστές της παραγωγής των μικροτσίπ, εκτός από τις ΗΠΑ, συγκαταλέγονται η Ταϊβάν, η Νότιος Κορέα, η Ιαπωνία και η Κίνα, ενώ σε αυτή περιλαμβάνεται και η Ευρώπη, κυρίως μέσω της Ολλανδίας και της εταιρείας ASML.
Την πρωτοκαθεδρία όμως στην παραγωγή της παγκόσμιας βιομηχανίας τσιπ, των $580 δισεκατομμυρίων, διατηρεί η Ταϊβάν, την οποία η Κίνα «πολιορκεί» από το τέλος του εμφυλίου το 1949, επιδιώκοντας την ενσωμάτωσή της στην κινεζική επικράτεια.
Στην Ταϊβάν παράγεται σήμερα, πέραν του 60% των τσιπ της διεθνούς αγοράς (κυρίως μέσω μίας μόνο εταιρείας, της TSMC), καθώς και το 92% της παγκόσμιας παραγωγής μικροτσίπ τελευταίας γενιάς. Το στοιχείο αυτό είναι μάλιστα βαρύνουσας σημασίας, αφού στο οικοσύστημα των ημιαγωγών ο ανταγωνισμός δεν περιορίζεται στην παραγωγή μικροτσίπ, αλλά σε μεγάλο βαθμό αφορά την παραγωγή μικροτσίπ τελευταίας γενιάς, δηλαδή στην ικανότητα παραγωγής πολύ λεπτών μικροτσίπ, πάχους 7 νανομέτρων και κάτω.
“Made in China”
Το Πεκίνο ανέπτυσσε ταχύτητα, μπαίνοντας δυναμικά στην κούρσα των ημιαγωγών, σε μια προσπάθεια που χαρακτηρίστηκε «a whole-of-nation effort».
Το 2020, άλλωστε, η παραγωγή συσκευών με ημιαγωγούς στην Κίνα ξεπέρασε αυτή της Ταϊβάν και βρισκόταν πίσω μόνο από αυτή των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας. Μόνο το 2020 η Κίνα εισήγαγε μικροτσίπ, αξίας $350 δισ., παρουσιάζοντας αύξηση 14,6% συγκριτικά με το 2019, ενώ το 2021, οι εισαγωγές ξεπέρασαν τα $400 δισ., με τα μισά σχεδόν να προέρχονται από τις ΗΠΑ.
Πίσω από την πρόοδο βρισκόταν το στρατηγικό σχέδιο αυτονομίας του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ «Made in China 2025», το οποίο στόχευε, μεταξύ άλλων, να ανεβάσει το μερίδιο των τσιπ κινεζικής παραγωγής στο 70% μέχρι το 2025.
Προς αυτή την κατεύθυνση, μία από τις πρακτικές του Πεκίνου που συχνά γινόταν «αθόρυβα» ήταν η εξαγορά εξειδικευμένων εταιρειών υψηλής τεχνολογίας της Δύσης. Οι Financial Times, το 2019, αποκάλυπταν σε ρεπορτάζ τους, την περίπτωση της NavTech, μίας ιδιωτικής κινεζικής εταιρείας που εξαγόρασε το 2015 τη σουηδική Silex Microsystems. Με αυτή την κίνηση, η NavTech, που ειδικεύεται στην υψηλή τεχνολογία συστημάτων αεροπλοήγησης, δορυφόρων και αμυντικού εξοπλισμού, απέκτησε πρόσβαση στην τεχνογνωσία της Silex για την παραγωγή επιταχυνσιόμετρων, γυροσκοπίων και άλλων μικροσκοπικών αισθητήρων.
Λίγο αργότερα, η NavTech ανακοίνωνε την ανέγερση μονάδας παραγωγής στο Πεκίνο, ύψους $300 εκατ., που θα βασιζόταν στην τεχνολογία της Silex στα μικροηλεκτρομηχανικά συστήματα (MEMS), τεχνολογία που ενσωματώνεται στα μικροτσίπ και συνιστά βασικό συστατικό των ψηφιακών συσκευών. Όπως αναφέρει η Financial Times, η εξαγορά της Silex πραγματοποιήθηκε μέσω μίας αλυσίδας κινεζικών επενδυτικών εταιρειών holding, στις οποίες περιλαμβάνονταν κινεζικά -κρατικά ελεγχόμενα- επενδυτικά ταμεία. Οι εξαγορές αυτού του είδους δεν εξαντλούνται στη Silex. Υπάρχουν πολλά ακόμη παραδείγματα. Η εξαγορά της σουηδικής Norstel από την κινεζική An Xin Capital, καθώς και της αμερικανικής εταιρείας ημιαγωγών OmniVision από Κινέζους επενδυτές, μεταξύ αυτών και η ιδιωτική Hua Capital, πίσω από την οποία βρίσκεται ο κύριος μέτοχος της Tsinghua Unigroup, της κορυφαίας κρατικής κινεζικής εταιρείας μικροτσίπ, είναι μερικά από αυτά.
Αμερικανικό τάκλιν
Η εξάρτηση όμως από την αμερικανική τεχνολογία ήταν κομβικός παράγοντας για την επέκταση των ορίων των παραγωγικών δυνατοτήτων της Κίνας.
Δεδομένου πως, σύμφωνα με τους υφιστάμενους περιορισμούς, εξοπλισμός ή μικροτσίπ που κατασκευάζονται με αμερικανική τεχνολογία δεν επιτρέπεται να εξάγονται στην Κίνα, η Λαϊκή Δημοκρατία βρέθηκε μοιραία ενώπιον μίας πρόκλησης γιγαντιαίων διαστάσεων. Στο πλαίσιο της διαδικασίας παραγωγής τσιπ χρησιμοποιούνται ευρέως εργαλεία αμερικανικής τεχνολογίας. Ως εκ τούτου, η Κίνα, λόγω των μέτρων που επιβλήθηκαν, δεν μπορεί να προχωρήσει σε εισαγωγή τους, ακόμη και αν ένας ημιαγωγός κατασκευάζεται σε άλλη χώρα.
Επιστράτευση συμμάχων
Επιχειρώντας να σφίξει περαιτέρω τον κλοιό γύρω από την Κίνα, η Ουάσινγκτον έριξε «δίχτυα» στα υπόλοιπα «μεγάλα ψάρια» της βιομηχανίας των ημιαγωγών, αναζητώντας στήριξη από φίλους, που τυγχάνει να είναι και παγκόσμιοι τεχνολογικοί παίκτες.
Η Ταϊπέι ήταν η πρώτη που εξέπεμψε σήμα αλληλεγγύης, ανακοινώνοντας την επομένη κιόλας της απόφασης Μπάιντεν, ότι δεν θα επέτρεπε πλέον στις κινέζικες εταιρείες σχεδιασμού μικροεπεξεργαστών να συναλλάσονται με ταϊβανέζικα εργοστάσια για την παραγωγή τσιπ που θα αντικαθιστούσαν αυτά που οι ΗΠΑ απαγόρευε να πωληθούν στην Κίνα. Άλλωστε, οι σχέσεις ΗΠΑ-Ταϊβάν έγιναν ιδιαίτερα στενές, αφού επί ημερών Μπάιντεν η πρόθεση των ΗΠΑ να υπερασπιστούν την Ταϊβάν μπροστά στο ενδεχόμενο μίας κινεζικής εισβολής, λέχθηκε πιο ξεκάθαρα από ποτέ. Αξίζει να σημειωθεί πως, η κυβέρνηση της Ταϊβάν χαρακτηρίζει τη βιομηχανία των ημιαγωγών «ασπίδα από σιλικόνη» (υλικό των μικροτσίπ), που προστατεύει τη χώρα από την Κίνα.
Στις 31 Μαρτίου 2023, η είδηση ότι η Ιαπωνία θα απαγόρευε την εξαγωγή 23 τύπων εξοπλισμού παραγωγής ημιαγωγών, ευθυγραμμίζοντας κατ’ επέκταση τους ελέγχους της σε σχέση με το τεχνολογικό εμπόριο με τις ΗΠΑ, έκανε τον γύρο του κόσμου.
Προηγουμένως, στις αρχές Μαρτίου, η Ολλανδία, διά στόματος της υπουργού Εμπορίου, Liesje Schreinemacher, ανακοίνωσε σε επιστολή της προς το κοινοβούλιο, την απόφαση της κυβέρνησης να επιβάλει περιορισμούς στις εξαγωγές τεχνολογίας ημιαγωγών πριν από το καλοκαίρι, κίνηση «απαραίτητη», όπως σημείωσε, «για την εθνική ασφάλεια». Παρόλο που στην επιστολή της δεν αναφέρει την Κίνα, είναι βέβαιο ότι οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ της τελευταίας και του τεχνολογικού γίγαντα ASML, θα επηρεαστούν.
Το ζήτημα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς τα συστήματα λιθογραφίας EUV, απαραίτητα για την κατασκευή προηγμένων επεξεργαστών, κατασκευάζονται σήμερα αποκλειστικά από την ολλανδική ASML. Αν και η Κίνα πρόλαβε να αγοράσει παλαιότερα μοντέλα της ASML πριν τεθούν σε ισχύ οι περιορισμοί στις εξαγωγές, θα χρειαστεί τουλάχιστον μία δεκαετία για να αναπτύξει το δικό της μηχάνημα EUV, εκτιμά ο Ουίλ Χαντ του Πανεπιστημίου Τζόρτζταουν.
Άλλος ένας στόχος για την Ευρώπη
Στη μακράν λίστα των στόχων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προστέθηκε και η δημιουργία ενός οικοσυστήματος υπερσύγχρονων ευρωπαϊκών μικροκυκλωμάτων. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει ως στόχο να αυξήσει την παραγωγή μικροτσίπ στα κράτη μέλη της Ε.Ε. από το 9% της παγκόσμιας παραγωγής που κατέχει σήμερα στο 20% το 2030. Για τον λόγο αυτό δημιουργήθηκε η Ευρωπαϊκή Πράξη για τα Μικροκυκλώματα (European Chips Act). Σήμερα, σχεδόν το 80% των προμηθευτών ευρωπαϊκών εταιρειών ημιαγωγών βρίσκεται εκτός της Ε.Ε.. Σκοπός της προτεινόμενης νομοθεσίας είναι η δημιουργία ανθεκτικής αλυσίδας εφοδιασμού στην Ε.Ε., κινητοποιώντας δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις που ξεπερνούν τα €43 δισ. και αυξάνοντας την παραγωγή ημιαγωγών εντός της Ε.Ε..
Ο ειδικός της αγοράς και στέλεχος του γερμανικού think tank Stiftung Neueu Verantwortung, Γιαν-Πέτερ Κλάινχανς, αναφερόμενος στις φιλοδοξίες της Ε.Ε., δήλωσε πως «προς το παρόν, βρίσκονται μόνο επί χάρτου. Το δυσμενέστερο σενάριο για την ευρωπαϊκή αγορά ημιαγωγών θα ήταν μία περίοδος επανάπαυσης όπου όλοι συγχαίρουν ο ένας τον άλλο για τις αποφάσεις που ελήφθησαν και δεν προχωρούν σε πραγματικές κινήσεις εξέλιξης του τομέα».
Κίνα: Στην αντεπίθεση οι τεχνολογικές «δυνάμεις κρούσης»
Στον απόηχο της απόφασης της Ουάσινγκτον, το Πεκίνο απάντησε με χρηματοδοτήσεις ύψους $143 δισ., για την ενίσχυση της κινεζικής βιομηχανίας ημιαγωγών.
Οι κυρώσεις των τελευταίων ετών οδήγησαν αρκετές κινεζικές εταιρείες να επιχειρήσουν να αναπτύξουν στο εσωτερικό τα εργαλεία που απαιτούνται για τους ημιαγωγούς και να στραφούν στους Κινέζους παραγωγούς.
Ο επικεφαλής της κινέζικης εταιρείας τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού, Huawei, Eric Xu, εξέφρασε την πεποίθηση, στο πλαίσιο διάσκεψης Τύπου που πραγματοποιήθηκε στα τέλη Μαρτίου, πως η βιομηχανία ημιαγωγών της Κίνας θα «αναγεννηθεί» ως αποτέλεσμα των αμερικανικών κυρώσεων.
Υπενθυμίζεται πως το 2019, οι ΗΠΑ έθεσαν αυστηρούς περιορισμούς στη Huawei, απαγορεύοντάς της να αγοράσει οποιαδήποτε τεχνολογία, όπως τσιπ για πρόσβαση σε δίκτυα τηλεπικοινωνιών 5G, από αμερικανικές εταιρείες, μπλοκάροντας την πρόσβασή της σε μικροτσίπ αιχμής, απαραίτητα για τα έξυπνα κινητά της.
«Πιστεύω ότι η βιομηχανία ημιαγωγών της Κίνας δεν θα μείνει με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά θα αναπτύξει τις δικές τις δυνάμεις χωρίς εξαρτήσεις», σημείωσε ο Xu, προσθέτοντας πως «σε ό,τι αφορά την Huawei, θα παράσχουμε την υποστήριξή μας σε όλες τις προσπάθειες εξοικονόμησης πόρων, ενδυνάμωσης και αυτάρκειας της κινεζικής βιομηχανίας ημιαγωγών». Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο πρόεδρος της Huawei ανέφερε, κατά τη διάρκεια ομιλίας του, ότι οι εσωτερικές ομάδες του ομίλου του συνεργάστηκαν με εγχώριες εταιρείες, δημιουργώντας εργαλεία σχεδιασμού μικροτσίπ για την κατασκευή ημιαγωγών μεγέθους 14 νανόμετρων και άνω (που θεωρούνται περίπου τέσσερις γενιές πίσω από τα προηγμένα που διατίθενται στην αγορά).
Παράλληλα, οι δύο μεγαλύτεροι κατασκευαστές μικροτσίπ της Κίνας, Semiconductor Manufacturing International Corporation (SMIC) και Hua Hong Semiconductor, ανακοίνωσαν φέτος δαπάνες δισεκατομμυρίων δολαρίων με σκοπό τη διεύρυνση της παραγωγής τους σε ώριμα τσιπ. Σε δηλώσεις του στα μέσα Μαΐου, σε ρεπορτάζ των New York Times ο Paul Triolo, Senior Vice President για την Κίνα του Albright Stonebridge Group, ενός ομίλου διεθνούς στρατηγικής που εδρεύει στην Ουάσινγκτον, τόνισε επίσης, πως «ο στόχος τώρα για την Κίνα είναι να απο-αμερικανοποιήσει (de-americanize) σε πολλά πεδία τις εφοδιαστικές αλυσίδες».
Ένας.. δεύτερος Ψυχρός Πόλεμος
«Η μεγαλύτερη τέχνη στον πόλεμο είναι να υποτάξεις τον εχθρό χωρίς μάχη», λέει ο Κινέζος στρατηγός και συγγραφέας του πασίγνωστου βιβλίου «Η Τέχνη του Πολέμου», Sun Tzu. Για την ώρα, η σημερινή κατάσταση μπορεί να μετρά ως μία - πολύ σημαντική - νίκη για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εντούτοις, το ερώτημα για το ποιος θα κερδίσει τελικά τον πόλεμο, το εάν πρέπει - ή δεν πρέπει – να υπάρξει νικητής στο τεχνολογικό πεδίο και τι πραγματικά θα σημαίνει αυτό, παραμένει ακόμη αναπάντητο. Άλλωστε, στη φαρέτρα της η Κίνα διατηρεί το πολυτιμότερο στοιχείο για την κατασκευή ημιαγωγών. Το πυρίτιο.
Με όγκο παραγωγής που υπολογίζεται σε έξι εκατομμύρια μετρικούς τόνους το 2022, η Κίνα αποτελεί με διαφορά τον μεγαλύτερο παραγωγό πυριτίου στον κόσμο. Η δεύτερη Ρωσία παρήγαγε την ίδια χρονιά 640.000 μετρικούς τόνους, ενώ σε παγκόσμκιο επίπεδο η συνολική παραγωγή εκτιμάται γύρω στα 8,8 εκατομμύρια μετρικούς τόνους.