Η οικονομία της Γερμανίας -η μεγαλύτερη της Ευρώπης- πασχίζει να αναπτυχθεί, ωστόσο η αδυναμία της, όπως μεταδίδει το Bloomberg, θα συνεχιστεί.
Οι ειδήσεις αυτής της εβδομάδας ότι η επέκταση δεν κατάφερε να επαναληφθεί κατά το τελευταίο τρίμηνο, σε συνδυασμό με τις κακές μετρήσεις των ερευνών για τον Ιούλιο, δείχνουν πως η χώρα που θεωρούνταν επί μακρόν ως ο κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης της ευρωζώνης, έχει μετατραπεί σήμερα σε τροχοπέδη για τις προοπτικές της.
Η ύφεση από την οποία η Γερμανία μόλις και μετά βίας βγήκε, διέψευσε την τολμηρή πρόβλεψη του καγκελάριου Όλαφ Σολτς τον Ιανουάριο ότι μια τέτοια ύφεση αποκλείεται να υλοποιηθεί.
Το τελευταίο αποδεικνύει πόσο βαθιά είναι η «αδιαθεσία» που υφίσταται η βιομηχανία της χώρας, σε ένα έτος που το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει ότι η γερμανική οικονομία θα είναι η μόνη που θα συρρικνωθεί από τις χώρες των G7. Θα μπορούσε η Γερμανία από βαρίδι, να επιστρέψει στον άλλοτε ρόλο της της «ατμομηχανής» και στο αναπτυξιακό δυναμικό της Ευρώπης;
«H οικονομία της σέρνεται, είτε συρρικνώνεται ελαφρά», δήλωσε ο Τόμας Μάγιερ, ιδρυτής του Ερευνητικού Ινστιτούτου Flossbach von Storch. «Νομίζω ότι η Γερμανία διαγωνίζεται για τον τίτλο του “ασθενούς της Ευρώπης”», πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
Ένας τέτοιος χαρακτηρισμός ακουγόταν συνήθως στη Γερμανία τα χρόνια μετά την επανένωση το 1990, καθώς αυτή η επίπονη διαδικασία επανένωσης των δύο εθνών μείωσε τον μεταπολεμικό δυναμισμό της οικονομίας και δημιούργησε πεισματικά υψηλή ανεργία.
Η συνεχιζόμενη ενεργειακή κρίση της Γερμανίας που προέρχεται από τον πόλεμο στην Ουκρανία ακρωτηριάζει την παραγωγή του βιομηχανικού τομέα, σε μια οικονομία που ήδη παλεύει με δημογραφικά προβλήματα που προκαλούν έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και χαμηλή παραγωγικότητα. Παράλληλα, ο εντεινόμενος παγκόσμιος ανταγωνισμός στα ηλεκτρικά οχήματα απειλεί την αυτοκινητοβιομηχανία της.
Τέτοιες μακροπρόθεσμες προκλήσεις, που συνδυάζονται με την αδύναμη κινεζική ζήτηση και την αυστηρότερη νομισματική πολιτική, προκαλούν περαιτέρω συμπίεση στη βιομηχανία. Και η πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων κατά ένα τέταρτο της μονάδας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα ασκήσει μεγαλύτερη πίεση στον γερμανικό βιομηχανικό τομέα.
Αν και η συνολική συρρίκνωση της οικονομίας κατά 0,3%, που αναμενόταν για τη Γερμανία τόσο από το ΔΝΤ όσο και από την Bundesbank για φέτος δεν είναι τεράστια, έχει το «ειδικό βάρος της». Η τελευταία φορά που η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε- ενώ η ιταλική αναπτύχθηκε- ήταν το 2003.
«Η υποαπόδοση δεν είναι απλώς μια πρόβλεψη – τη βλέπουμε ήδη», δήλωσε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, πριν από τα τελευταία στοιχεία για το ΑΕΠ. «Προβλέπουμε μια νέα ύφεση για το δεύτερο εξάμηνο του έτους», ανέφερε.
Τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν έδειξαν ότι η οικονομία γλίτωσε οριακά άλλο ένα τρίμηνο συρρίκνωσης, ακόμη κι αν η προηγούμενη πτώση του ΑΕΠ ήταν μικρότερη από ό,τι είχε προηγουμένως εκτιμηθεί.
Ο Κλέμενς Φουστ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Ifo που εδρεύει στο Μόναχο, ανέφερε μια διαφορετική άποψη ότι η ύφεση συνεχίστηκε, επικαλούμενος περισσότερη επιδείνωση λόγω της πτώσης στον τομέα της μεταποίησης, στη μηνιαία επιχειρηματική έρευνα του οργανισμού του που δημοσιεύθηκε την Τρίτη.
Μια μέρα νωρίτερα, ο δείκτης αγορών της S&P Global έδειξε ότι η βιομηχανική αδυναμία ήταν αρκετά έντονη ώστε να αντισταθμίσει τη συνεχιζόμενη επέκταση των υπηρεσιών. Ως κυρίαρχη οικονομία της περιοχής, αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία τραβάει και τις υπόλοιπες χώρες προς τα κάτω.
«Οι γενικές συνθήκες παραμένουν κακές και οι κορυφαίοι δείκτες δεν δείχνουν σημαντική δυναμική ούτε στο δεύτερο εξάμηνο του έτους», δήλωσε η επικεφαλής οικονομολόγος Χελάμπα Γκέρτρουντ Τράουντ. «Η στασιμότητα δεν είναι αισιόδοξη – δεν είναι ένας αριθμός ευφορίας», συμπλήρωσε.
Πάντως δεν είναι όλα ζοφερά. Η ανεργία βρίσκεται στο 5,7% και παραμένει εντός μιας ποσοστιαίας μονάδας από το χαμηλό όλων των εποχών.
Ο διαρκής πονοκέφαλος της Γερμανίας για το πώς να παράγει οικονομικά προσιτή ενέργεια – αποτέλεσμα της μακροχρόνιας εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο και της πολιτικά τροφοδοτούμενης απέχθειάς της για την πυρηνική ενέργεια – παραμένει ωστόσο μια ξεχωριστή πρόκληση, την ώρα που η χώρα προσπαθεί να επιταχύνει την απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα.
Η εστίαση της οικονομίας στην παραγωγή βενζινοκίνητων αυτοκινήτων, ενώ οι ανταγωνιστές αυξάνουν την παραγωγή ηλεκτρικών οχημάτων, είναι ένα άλλο πρόβλημα και η μείωση των παραγγελιών της Volkswagen από Κίνα, έρχεται να υπογραμμίσει το πρόβλημα.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της Deutsche Bank, η Γερμανία στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας έχει μείνει πίσω από τις ΗΠΑ επειδή το τεχνολογικό χάσμα διευρύνεται. Πρόσθεσε ότι τα σχέδια επιχορήγησης της κυβέρνησης των ΗΠΑ προς τον τομέα κατασκευής οχημάτων, θα ενισχύσουν αυτή την υστέρηση.
Η διόρθωση του προβλήματος αποτελεί πρωταρχικό μέλημα για τον καγκελάριο Σολτς και τους συμβούλους του, οι οποίοι απέδωσαν την άνοδο της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) στους αυξανόμενους φόβους για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης. Μια δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε στις 23 Ιουλίου ανέδειξε τη στήριξη του AfD σε ποσοστό ρεκόρ 22%.
Η λύση προς το παρόν είναι να ρίξουν χρήματα στο πρόβλημα, προσφέροντας επιδοτήσεις σε εταιρείες που επιθυμούν να ανοίξουν εργοστάσια. Το τελευταίο μέτρο που αποκαλύφθηκε την περασμένη εβδομάδα είναι για δωρεά 20 δισ. ευρώ (22 δισ. δολάρια) για την ενίσχυση της κατασκευής ημιαγωγών και την ενίσχυση του τεχνολογικού τομέα της χώρας.
Αυτά τα μέτρα εστιάζουν στις μεγάλες εταιρίες, αλλά η μακροχρόνια ραχοκοκαλιά της γερμανικής ευημερίας είναι η λεγόμενη Mittelstand – ένας εθνικός ιστός μικρότερων, συχνά οικογενειακών επιχειρήσεων, των οποίων τα εξειδικευμένα προϊόντα αποτελούν εδώ και καιρό τα θεμέλια της εξαγωγικής ισχύος της.
Σύμφωνα με τον Κρέμερ της Commerzbank, εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τα σημάδια για το πώς θα καθοριστεί η μοίρα της Γερμανίας ως μεγάλης οικονομίας.
«Οι καλές, πολλές μεσαίες εταιρείες που είναι καλά κεφαλαιοποιημένες, που έχουν σταθερούς ισολογισμούς και οι υπάλληλοί τους, που εργάζονται σκληρά και απολαμβάνουν να εργάζονται εκεί- αυτή είναι η ελπίδα», αναφέρει.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: «Καταιγίδα» εταιρικού χρέους $500 δισ. απειλεί την παγκόσμια οικονομία