Της Πωλίνας Άνιφτου*
Η δημιουργία πολιτικών και οικονομικών συνασπισμών μετά το τέλος του ΒΠΠ εστίασε στην ανάγκη η διεθνής κοινότητα να αποκτήσει μια επικοινωνία ώστε τα τεκταινόμενα σε περιφερειακό επίπεδο να ενέχουν και μια εξέταση από τη διεθνή κοινότητα. Οι συνασπισμοί σε διμερές, πολυμερές, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο είχαν να κάνουν με τη δύναμη, τα ισχυρά κράτη ή τα κράτη που διεκδικούσαν για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία την ανεξαρτησία τους.
Η δημιουργία των BRICS και η σημασία τους για την παγκόσμια οικονομία
Η δημιουργία των BRICS ξεκίνησε το 2001 όταν ο πολιτικός συνασπισμός περιλάβανε τις Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα (2009) ως BRICS και η Νότια Αφρική προστέθηκε το 2011, στα πλαίσια μας πολιτικής κίνησης που θα είχε και γεωγραφική επέκταση σε όλες τις ηπείρους, αλλά και θα στήριζε τα κινήματα της απο-αποικιοποίησης παγκοσμίως. Η πολιτική σημασία του Οργανισμού ήταν να συνασπιστεί η αγορά που δεν ανήκε στους ισχυρούς G-7, ώστε να αποτελέσει το αντίπαλο δέος σε πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις που λαμβάνονταν σε επίπεδο ΟΗΕ και Παγκόσμιας Τράπεζας για τα διεθνή και δημόσια ανά κράτος δημοσιονομικά. Στον αστερισμό των «ομάδων G», το G7 είναι το Σώμα που φέρνει μαζί τις μεγάλες πλούσιες οικονομίες, η G77 είναι η διεθνής συνδικαλιστική ένωση των φτωχών αναπτυσσόμενων χωρών και η G20 προσπαθεί να διασφαλίσει ότι οι μεγάλες χώρες από τον παγκόσμιο Βορρά και Νότο θα εργαστούν συλλογικά και όχι συγκρουσιακά για να αντιμετωπίσουν κοινές προκλήσεις. Στη λογική του το G20 προορίζεται να είναι το φόρουμ των χωρών με παγκόσμια επιρροή: όλες οι χώρες με παγκόσμια επιρροή μέσω της οικονομίας και επηρεάζουν την παγκόσμια πραγματικότητα και την πολιτική σκηνή σε στρατηγικά μεγέθη.
Η σημασία των BRICS και ιδιαίτερα της Κίνας και της Ινδίας, δεν είναι ένα στοιχείο που δεν ενέχει ιστορικότητα, αφού οι δύο αυτές χώρες υπήρξαν τα κύρια κέντρα εμπορίου παγκοσμίως ξεκινώντας από τον Δρόμο του Μεταξιού και τον Δρόμο των Μπαχαρικών αντίστοιχα. Οι δύο αυτές χώρες ήταν οι σταθμοί που ένωσαν τη Μεσόγειο και τον πολιτισμό της Μεσοποταμίας με την Ασία, και απέκτησαν από πολύ νωρίς πολυμορφικό και πολυεθνικό χαρακτήρα την εποχή που το «έθνος» ή η «αυτοκρατορία» είχε μονολιθικό πρόσημο ως προς τα πολιτικά δικαιώματα. Αυτό επιβεβαιώνεται από στοιχεία που είναι διαθέσιμα για το πιο πρόσφατο παρελθόν. Το 1820, οι χώρες που σήμερα αποτελούν τους BRICS αντιπροσώπευαν το 57% του πληθυσμού και σχεδόν το 50% του παγκόσμιου εισοδήματος. Οι οικονομίες αυτές κινούνταν με παραδοσιακούς τρόπους εμπορίου και δεν είχαν ενστερνιστεί τη βαθμίδα της ανώτερης οικονομίας μέσω χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, έτσι η δημιουργία της χρηματιστηριακής αγοράς στα μέσα του 1800 και η κατάργηση του αντιπραγματισμού με την εισαγωγή νέου νομίσματος και πλασματικής αξίας έφερε την άνοδο της Δύσης στα επόμενα 130 χρόνια και την πτώση των υπολοίπων.
Το 1950 οι BRICS αντιπροσώπευαν το 39% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 19% του παγκόσμιου κατά κεφαλή εισοδήματος, δηλαδή μεταξύ 1820 και 1950 το μερίδιο των δύο Ασιατών γιγάντων στην παγκόσμια οικονομία (world income) μετακυλήθηκε από 50% σε μόλις 9%, ενώ η περίοδος 1820-1950 υπήρξε εξαιρετικά θετική για τη Βραζιλία την οποία αύξησε το ΑΕΠ από 0,4% σε 3,2% και μια περίοδος με σχετικά καλές επιδόσεις από πλευράς της Νότιας Αφρικής. Η ιστορία ήταν ακριβώς η αντίθετη για τις δύο χώρες του νότου τη Βραζιλία και τη Ν. Αφρική κατά την περίοδο 1980- 2008, αφού οι πολιτικές αντιπαλότητες στο εσωτερικό και οι αλλαγές που ακολούθησαν έφεραν τη Ν. Αφρική να προσπαθεί να κτίσει μια νέα χώρα στα χέρια του Μαντέλα και τη Βραζιλία να μην μπορεί να ακολουθήσει την άνοδο της Κίνας και της Ινδίας λόγω πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών.
Μεταξύ 1980 και 2013 η πτώση της ΕΣΣΔ και η σταθεροποίηση του ΝΑΤΟ δημιούργησε ρήξη μεταξύ της Δύσης και της Ανατολής, και ανάμεσα σε αναπτυσσόμενες και βιομηχανικές χώρες. Ξαφνικά το μερίδιο των BRICS στο παγκόσμιο ΑΕΠ τριπλασιάστηκε από 6% σε 19%, αφού οι βιομηχανικές χώρες χρησιμοποιούσαν τις πρώτες ύλες των BRICS για οικονομικά και πολεμικά οφέλη με την ανοικτή και ελεύθερη αγορά που πολλαπλασίασε τη ζήτηση αγαθών, ενώ η αναλογία τους στον παγκόσμιο πληθυσμό μειώθηκε ελαφρώς από 41% σε 40%. Μεταξύ 1980 και 2013 το ποσοστό των αναπτυσσόμενων χωρών στο παγκόσμιο ΑΕΠ αυξήθηκε από 22% σε 37%, ενώ πληθυσμιακά αυξήθηκαν από 74% σε 81%. Σε έντονη αντίθεση, το ΑΕΠ των βιομηχανικών χωρών μειώθηκε από 68% σε 57%, και δημογραφικά μειώθηκαν από 17% σε 13%.
Φίλια πυρά και ανταγωνισμός μεταξύ των BRICS
Το ακρωνύμιο BRICS άρχισε να ισχύει το 2004, επινοημένο από τον Jim O’Neill σε μια ερευνητική εργασία της Goldman Sachs για το αν οι αναπτυσσόμενες χώρες μπορούν να ανταγωνιστούν τις βιομηχανικές χώρες και τις χώρες τεχνολογικής παραγωγής. Ο ίδιος ανέφερε στην εργασία αυτή πως τα BRICS είναι μια σημαντική ομάδα που συγκεντρώνει τις μεγάλες αναδυόμενες αγορές που υπό συγκεκριμένους όρους θα μπορούσαν να επέμβουν δυναμικά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Σε κάθε ανάλυση άλλωστε η ποικιλομορφία των παραγόντων, η γεωγραφική εξάπλωση, τα ανόμοια πολιτειακά συστήματα και αξίες και τα οικονομικά μοντέλα που καλύπτουν παρόμοιους συνασπισμούς μπορεί να αποτελέσουν και μια πηγή αλληλοκάλυψης στο παγκόσμιο τοπίο των διεθνών σχέσεων και στην οικονομία, μπορεί όμως ταυτόχρονα να δημιουργούν τεράστιες αντιθέσεις που να μην οδηγούν σε μια κοινή γραμμή.
Οι BRICS περιλαμβάνουν εκείνες τις αναδυόμενες δυνάμεις των οποίων οι ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες, ο πληθυσμός και η στρατιωτική συνεργασία μεταφράζεται σε διευρυμένη διπλωματική προσέγγιση και αύξηση ισχύος. Αν και οι BRICS απέχουν πολύ από το να είναι ομοιογενείς σε συμφέροντα, αξίες και πολιτικές προτιμήσεις σε συστήματα διακυβέρνησης. Η ερώτηση και ο προβληματισμός για τα BRICS εστιάζεται στο αν μπορούν να αυτονομηθούν από τον αναπτυγμένο κόσμο και να ανατρέψουν το ισχυρό νόμισμα του δολαρίου αλλά και αν οι πρώτες ύλες που παράγουν δύνανται να τις καταστήσουν μεγάλες δυνάμεις την καθεμία ή όλες μαζί ως ένα άξονα ανατροπής κυρίως της Δύσης.
Με την οικονομική άνοδο των χωρών BRICS, υπήρξε ένας αναδυόμενος ανταγωνισμός για τις πρώτες ύλες. Το 2010, οι πέντε κύριες αναδυόμενες οικονομίες κατανάλωναν το 54% των παγκόσμιων μετάλλων, εκ των οποίων μόνο το 6% προέρχονταν από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αφρική και εκ των οποίων το 76% προερχόταν από τέσσερις χώρες, συγκεκριμένα την Αυστραλία, Κίνα, Ινδία και Βραζιλία. Η Κίνα είναι μία εκ των μεγάλων παραγωγών αλλά και καταναλωτών πρώτων υλών, με στρατηγική που αποτελεί υπόδειγμα για πολλές άλλες χώρες για τη συμβατική ρύθμιση της πολιτικής εξαγωγής πρώτων υλών με πρώτιστο μέλημα τις εγχώριες της ανάγκες. Όσον αφορά πολλές πρώτες ύλες, η Κίνα έχει γίνει ένα «Monopsonist» στην εξαγωγή αλλά και σημαντικός αγοραστής που καθορίζει την τιμή - ειδικά για τον άνθρακα και τον χαλκό. Ήδη το 2017 ο κινέζικος κολοσσός Aluminum Corporation of China (Chinalco) αγόρασε το βουνό Toromocho στο Περού, που βρίσκεται 160 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα Λίμα και είναι ένα από τα μεγαλύτερα έργα χαλκού του Περού, αξίζει $1,355 δις και θα εξασφαλίσει τον εφοδιασμό της Κίνας στη βιομηχανία για τα επόμενα 30 έως 40 χρόνια.
Και ενώ αναμενόταν οι χώρες των BRICS να έχουν μια κοινή γραμμή με έντονη ιδεολογική και οικονομική προτεραιότητα φαίνεται πως σε μερικά θέματα έχουν κοινά ενδιαφέροντα, ενώ σε άλλα ανταγωνίζονται και θα συνεχιστούν οι ανταγωνισμοί γιατί ο συνασπισμός δεν έχει κλειστό χαρακτήρα και άμεσες δεσμεύσεις και το κάθε μέλος κινείται πρωτίστως για τα δικά του συμφέροντα που πολλάκις εξακοντίζονται και με κάποιους δυτικούς συμμάχους και βιομηχανικές ηγεσίες στις οποίες και κάθε μέλος ενδέχεται να εμπλέκεται. Για παράδειγμα, το Νέο Δελχί δεν αρνήθηκε εκ πρώτης όψεως στο παρελθόν να συμμετάσχει στην Ουάσινγκτον σε σύσκεψη για μια αντισταθμιστική στρατηγική κατά του ταχέως αυξανόμενου στρατιωτικού αποτυπώματος και της διεκδικητικής συμπεριφοράς της Κίνας στην Ασία και τον Ειρηνικό, ακόμη και όταν συνεργάζεται με το Πεκίνο εναντίον της Ευρώπης και των ΗΠΑ σε θέματα κλιματικής αλλαγής.
Ακόμη και το άνοιγμα των BRICS σε Ιράν και Σαουδική Αραβία γίνεται αγνοώντας τον γνώμονα ασφάλεια και εθνικά συμφέροντα που συγκρούονται με τη γεωπολιτική ισχύος στην Ασία. Η Ινδία και η Ρωσία έχουν συνοριακά προβλήματα με την Κίνα, η Σαουδική Αραβία τρέχει πρότζεκτ στο Πακιστάν που δεν ευνοούν την Ινδία και το Ιράν ασκεί έλεγχο στους Σιίτες του Κασμίρ που μια ομιλία του Αγατολάχ Χαμενεϊ τους εξωθεί σε διαδηλώσεις κατά της Ινδίας και του Ισραήλ. Τα αντικρουόμενα εθνικά, θρησκευτικά και οικονομικά συμφέροντα του κάθε μέλους είναι ένα από τα κύρια ζητήματα που αντιμετωπίζει βέβαια κάθε συνασπισμός κρατών αλλά στην περίπτωση των BRICS υποβόσκει και η παρουσία του αντίπαλου δέους δηλαδή της Δύσης μέσα στις ίδιες τις χώρες τους. Μετά τις εμπόλεμες ζώνες στην Αφρική σήμερα στις λίστες των επενδυτικών τραπεζών για τη χορήγηση δανείων και τραπεζικών διευκολύνσεων στα πλαίσια της κανονιστικής συμμόρφωσης εμπλέκεται και το θέμα των κινδύνων και της πολιτικής αστάθειας.
Η πανδημία των τελευταίων δύο χρόνων, η ένταση στον Ειρηνικό και στην Ταϊβάν από την Κίνα, ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία, η εύθραυστη ασφάλεια στην Ινδία, η εγκληματικότητά στη Βραζιλία, οι δημοσιονομικές απώλειες στη Νότιο Αφρική, τα ανθρώπινα δικαιώματα που δεν εφαρμόζονται, η παιδική εργασία, η στρατικοποιημένη πολιτική ζωή υπονομεύει την ίδια τη βάση τους για πιο ελεύθερη πολιτικά υφήλιο και αφαιρεί από την παγκόσμια τους επιρροή. Οι επενδυτές έχουν αρχίσει να αποχωρούν από το εύθραυστο και αβέβαιο περιβάλλον που έχουν οι αναδυόμενες αγορές και να επιστρέφουν στις ΗΠΑ και στη Δύση υπό τον φόβο κυρώσεων και απαγορεύσεων από διεθνείς Οργανισμούς που επηρεάζει τις εργασίες τους. Αυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο για τις οικονομίες όπως η Βραζιλία και η Ινδία, των οποίων οι εισαγωγές υπερβαίνουν τις εξαγωγές και το κενό πρέπει να καλύπτεται μέσω δανεισμού από εξωτερικούς επενδυτές και έτσι το γενικό πλαίσιο περίπλοκης αλληλεξάρτησης έναντι της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκει όλες τις χώρες των BRICS ακόμη και αν επιδιώκουν την αποδολαριοποίηση να εξαρτώνται από το παγκόσμιο τραπεζικό γίγνεσθαι.
Το κυνήγι ενός κοινού νομισματικού φαντάσματος
Η δημιουργία ενός κοινού νομίσματος από τους BRICS θα φέρει σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση την Κίνα, όπου η χειραγώγηση του νομίσματος της Κίνας έχει φέρει σημαντικό οικονομικό κόστος σε όλους τους BRICS. Η Βραζιλία έχει παραπονεθεί ότι οι αιχμηρές πρακτικές της Κίνας για συναλλαγές στο εθνικό της νόμισμα δημιουργούν καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία της και δη όσον αφορά τις εξαγωγές στην Ευρώπη, υψώνοντας απότομα τους δασμολογικούς φραγμούς στις εισαγωγές από τη Βραζιλία.
Από την άλλη η Κίνα έχει γίνει ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της Αφρικής με περισσότερα από $282 δις αξία στο εμπόριο το 2022, ενώ περίπου το 16% των υλών που χρησιμοποιούνται σε εργοστάσια στην Αφρική προέρχονται από εισαγωγές από την Κίνα το 2018, σε μια ήπειρο που εξαρτιόταν για έναν αιώνα από την Ευρώπη. Η κινέζικη επιρροή αυξήθηκε στο 12% περίπου της βιομηχανικής παραγωγής της Αφρικής με επενδύσεις περίπου $500 δις ετησίως. Στον τομέα δε των υποδομών, οι κινεζικές εταιρείες διεκδικούν σχεδόν το 50% των συμβάσεων της Αφρικής στην κατασκευαστική αγορά. Η κινέζικη εμπλοκή έχει προκαλέσει ανησυχίες σε πολλές χώρες της αφρικανικής ηπείρου μεταξύ των οποίων και της Νοτίου Αφρικής (που υπάρχει ανάπτυξη $ 20,2 δις στο εμπόριο μεταξύ Κίνας- Ν. Αφρικής) όπου βλέπουν τις κινέζικες άμεσες επενδύσεις να δημιουργούν μια αποικιακή σχέση στην οποία το Πεκίνο συμβάλλει στην αποβιομηχανοποίηση της Αφρικής και στην αντικατάσταση των τοπικών προϊόντων από φθηνά κινεζικά προϊόντα που κατακλύζουν την Αφρική πλήττοντας τον τομέα της βιομηχανίας και καθιστώντας την απολύτως εξαρτώμενη από την Κίνα.
Η συνεργασία μεταξύ των 5 μελών άρχισε να παρουσιάζει προβλήματα από το 2010, πράγμα που δεν έχει λυθεί μέχρι σήμερα. Το καθεστώς των Η.Π.Α. και το δολάριο άρχισε να αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό ως το κορυφαίο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα από τη Ρωσία και την Κίνα που εκτός από την αμφισβήτηση προς την παγκόσμια διακυβέρνηση άρχισαν να αμφισβητούν την ηγεμονία του δολαρίου. Οι δύο χώρες το 2010 συμφώνησαν να εκτελούν το διμερές εμπόριο σε εθνικά τους νομίσματα και μη εξαρτώμενες από το δολάριο. Το παράδοξο είναι πως αν και αυτή η κίνηση θα έπληττε το δολάριο και αναμενόταν η δημιουργία μιας κοινής παγκόσμιας οικονομικής πολιτικής από πλευράς Ρωσίας και Κίνας τονίζοντας την έννοια της αντι-αποικιοκρατίας μέσω της αποδολαριοποίησης και της αυτοδιάθεσης των διεθνών Οργανισμών από τη Δύση, το 2012 δεν κατάφεραν να οργανώσουν μια ενιαία εκστρατεία για κανένα από τους δύο υποψηφίους από χώρες του τρίτου κόσμου που προέρχονταν από τη Νιγηρία και την Κολομβία ως πρόεδρο της Παγκόσμιας Τράπεζας, παραδίδοντας το ρυθμιστικό όργανο της οικονομίας του κόσμου και πάλι στις ΗΠΑ.
Το κοινό νόμισμα και η δημιουργία μιας άλλης διεθνούς τράπεζας δεν είναι κάτι καινούριο ή μη συμβατικό από τους BRICS. Ήδη από το 2012 είχαν αρχίσει οι συζητήσεις για μια τράπεζα ανάπτυξης των BRICS, που να δίνει κρατικά και ιδιωτικά δάνεια για να ενισχύσει το εμπόριο εντός και εκτός BRICS με αρχικό κεφάλαιο $50 δις. Οι BRICS επιδιώκουν τη χρήση της αναπτυξιακής τράπεζας για την κινητοποίηση πόρων για υποδομές και έργα βιώσιμης ανάπτυξης στις αναπτυσσόμενες χώρες εντός και εκτός BRICS. Ως εκ τούτου, η ιδέα αυτή έλαβε την υποστήριξη από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα με μια εμφανή στήριξη τα παγκόσμια όργανα να εμπλέξουν και άλλους παγκόσμιους τραπεζικούς Οργανισμούς για να σηκώσουν το βάρος της οικονομικής δυσχέρειας σε χώρες του τρίτου κόσμου.
Η κίνηση αυτή έδωσε την εντύπωση πως οι BRICS δεν προσπαθούν μόνο να πλαισιώσουν την ατζέντα για την παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση, αλλά επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν μια δυνατή νέα παγκόσμια τράπεζα ως διαπραγματευτικό χαρτί για να αποκτήσουν μεγαλύτερη εκπροσώπηση και οι μεταρρυθμίσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αρχιτεκτονικής να συμπεριλάβουν και τα συμφέροντα και άλλων χωρών πέραν των G-7.
Παρά την πρόταση δημιουργίας της τράπεζας, στο Νέο Δελχί οι ηγέτες των BRICS κατάφεραν μόνο να ανακοινώσουν την έναρξη των επίσημων συνομιλιών για το καταστατικό της. Στη σύνοδο του Durban του 2013 όπου σκοπός ήταν να συμφωνηθεί η ίδρυση της τράπεζας με κεφάλαιο «ουσιαστικό και επαρκές ώστε η τράπεζα να είναι αποτελεσματική στη χρηματοδότηση των υποδομών» και η δημιουργία ενός ταμείου σταθεροποίησης του κοινού νομίσματος με κεφάλαιο $100 δις για να αντισταθμίσει τη μελλοντική πιθανή αστάθεια μιας τέτοιας προσπάθειας στις διεθνείς αγορές, τα τελευταία 10 χρόνια οι συζητήσεις αυτές δεν κατέληξαν σε καμία συμφωνία με έντονες διαφορές μεταξύ των BRICS ως προς τον ακριβή ρόλο της τράπεζας και τον τρόπο με τον οποίο θα λάβει χρηματοδότηση.
Η διεύρυνση και οι proxies των ΗΠΑ
Η διεύρυνση αν και διαφαινόταν ότι ερχόταν τα προηγούμενα χρόνια έγινε το 2023 στη σύνοδο του Durban. Νέα μέλη όπως το Ιράν και η Σαουδική Αραβία θα πλαισιώνουν τους BRICS με σκοπό αφενός χώρες μεγαθήρια σε πηγές ενέργειας όπως το Ιράν και αφετέρου χώρες με έντονη δραστηριότητα στις υποδομές και στη χρηματοδότηση τραπεζών όπως η Σαουδική Αραβία να στηρίξουν τη σταθεροποίηση του συνασπισμού. Μάλιστα οι δύο αυτές χώρες άρχισαν να έχουν ξανά διπλωματικές σχέσεις μετά τη διακοπή του 2016, όταν η πρεσβεία της Σαουδικής Αραβία στην Τεχεράνη καταλήφθηκε και καταστράφηκε από Ιρανούς που διαμαρτύρονταν για την εκτέλεση Σιιτών στη Σαουδική Αραβία.
Αν και υπάρχει η άποψη πως η Σαουδική Αραβία ανεξαρτητοποιείται από τις ΗΠΑ με δική της εθνική στρατηγική, υποστηρίζω έντονα πως η ανάπτυξη των σχέσεων Ιράν και Σαουδικής εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο του σχεδίου των ΗΠΑ, να υφίστανται όχι με στρατιωτική παρουσία στην περιοχή αλλά μέσω proxies, που ταυτόχρονα με την άσκηση της αμερικανικής πολιτικής θα εξυπηρετούν και τα δικά τους εθνικά συμφέροντα. Η πρώτη κίνηση των ΗΠΑ για τη δημιουργία των proxies ήταν η αποχώρηση των ΗΠΑ από Ιράκ και Αφγανιστάν. Μετέπειτα ήταν η εξασφάλιση του Ισραήλ που ήταν ο κύριος εκφραστής των ΗΠΑ με τις Συμφωνίες των Αβραάμ το 2020 όπου οι σχέσεις του Ισραήλ ομαλοποιήθηκαν με τις αραβικές/μουσουλμανικές χώρες (Μπαχρέιν, ΗΑΕ, Μαρόκο, Σουδάν), που αν και η Σαουδική Αραβία παρακίνησε τις Συμφωνίες του Αβραάμ δεν έγινε μέλος. Ο λόγος που δεν έγινε μέλος ήταν κυρίως το γεγονός ότι οι ΗΠΑ σχεδίαζαν οι Σαουδάραβες να είναι αυτοί που θα προσέγγιζαν το Ιράν, μιας και το Ιράν θα αρνείτο μια στρατηγική συνεργασία με αραβικές χώρες που αναγνώρισαν το Ισραήλ και δη με το Μπαχρέιν που μέχρι το 1971 αποτελούσε μέρος του Ιράν και από το 2020 στεγάζει βάση του 5ου στόλου των ΗΠΑ στην περιοχή.
Η Σαουδική Αραβία με ΑΕΠ $1108,15 δις το 2022 εκτελεί ότι δεν μπόρεσε το Ισραήλ να πράξει ένεκα του Παλαιστινιακού, να προσεγγίσει κράτη που οι ΗΠΑ διπλωματικά δεν επιθυμούν ή δεν μπορούν. Μια καλή σχέση μεταξύ Σαουδικής και Ιράν περιπλέκει τα οικονομικά συμφέροντα της Κίνας που το 2021 υπέγραψε οικονομική και εμπορική συμφωνία με το Ιράν για την αναζωπύρωση του Δρόμου του Μεταξιού αξίας $400 δις. Η συμφωνία αυτή θα ένωνε μια περιοχή από τη Σανγκάη ως τη Βηρυτό, με κύριο λιμάνι εξαγωγής για τα κινέζικα προϊόντα αυτό της Βηρυτού και εναλλακτική αυτό της Λατάκιας. Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ αντέδρασαν στη Συμφωνία αυτή που θα ανταγωνιζόταν το λιμάνι της Χάιφα και παρόλο που η Συμφωνία Ιράν - Κίνας υπογράφηκε τον Μάρτιο του 2021, είχε ανακοινωθεί από τις αρχές του 2020 και εκτροχιάστηκε το σκέλος εξαγωγής των προϊόντων μέσω Βηρυτού λόγω της καταστροφής του λιμανιού από εκρήξεις το 2020.
Η Συμφωνία Ιράν - Κίνας στον Δρόμο του Μεταξιού είναι μια συμφωνία που όχι μόνο θα βοηθούσε στην εξαγωγή κινέζικων προϊόντων στη Δύση από τον Λίβανο, αλλά θα δημιουργούσε μια οικονομική δομή εσωτερικής αγοράς σε όλη την Κεντρική Ασία, όπου τα κράτη της περιοχής θα εισήγαν και θα εξήγαγαν προϊόντα από γειτονικές χώρες με άμεση αντανάκλαση στο ΑΕΠ και στην πραγματική οικονομία και εμπόριο. Ο ηγέτης της Κίνας έθεσε ως στόχο να ανοίξει την εγχώρια αγορά για τους παραγωγούς της Κεντρικής Ασίας. Ο Σι Τζινπίνγκ ανέφερε ότι το εμπόριο μεταξύ Κίνας και Κεντρικής Ασίας θα αυξηθεί στα $70 δις έως το 2030, ενώ οι επενδύσεις της Κίνας στην περιοχή ανήλθαν σε $40 δις στο τέλος του 2020, με τις κινεζικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Κεντρική Ασία να ανέρχονται σε 7.700 εγγεγραμμένες εταιρείες ως το τέλος του 2021. Από αυτή την παρουσία της Κίνας στην περιοχή κερδισμένο κυρίως θα είναι το Ιράν όπου τα προϊόντα του υλικά και άυλα (δημιουργία πνευματικών κέντρων) με τη στήριξη των κινέζικων υποδομών κέρδισαν χώρο στις χώρες της Κεντρικής Ασίας που είναι κατά το πλείστον περσόφωνες με το Ιράν να ελέγχει μεγάλο μέρος του εμπορίου στο Τατζικιστάν και στο νοτιοδυτικό Αφγανιστάν.
Η διεύρυνση της τριμερούς Κύπρου-Ελλάδας-Ισραήλ
Από την άλλη η διεύρυνση της τριμερούς Κύπρου- Ελλάδας- Ισραήλ με τη συμμετοχή των ΗΠΑ και της Ινδίας, αποτελεί ένα πλήγμα για τους BRICS που πλέον μετά την επίσκεψη Τραμπ τον Φεβρουάριο του 2020 (περίοδος που ανακοινώθηκε και η Συμφωνία Κίνας- Ιράν) ο Μόντι φέρνει την Ινδία πιο κοντά στα δυτικά συμφέροντα και γίνεται πόλος έλξης δυτικών εταιρειών στην περιοχή που θα συνεργάζονται με τη Σαουδική Αραβία. Ο εμπορικός δρόμος που ξεκινά από την Ινδία, μέσω Σαουδικής και καταλήγει μέσω Ισραήλ σε Κύπρο και Ελλάδα είναι ο θαλάσσιος δρόμος αντιπερισπασμού της Κίνας που η Συμφωνία με το Ιράν του 2021 περιλαμβάνει ένα κοινό δρόμο διά γης χωρίς ιδιαίτερα φυσικά εμπόδια όπως η ύπαρξη θάλασσας. Ο μόνος δρόμος για να καμφθούν τα εμπόδια ενός φυσικού εμπορικού δρόμου με την Ινδία είναι η ενσωμάτωση και του Ιράν στην όλη εξίσωση, μια εξέλιξη που Κίνα και Ρωσία δεν επιθυμούν, με απειλή την αποκοπή της παρουσίας του Ιράν στο ζωτικό του χώρο της Κεντρικής Ασίας και από την Κίνα και από τη Ρωσία με τη χρηματοδότηση αντι-Ιρανικών κινημάτων στην Κεντρική Ασία.
Σε μια άλλη εξέλιξη η AUKUS ενδιαφέρεται για μια πιθανή ένταξη της Νοτίου Αφρικής στον συνδυασμό ώστε οι κινέζικες δραστηριότητες να περιοριστούν διά θαλάσσης. Μια εξέλιξη που δεν αφήνει αδιάφορη τη Ν. Αφρική που επιθυμεί μεν να στηρίξει τους BRICS και να έχει την οικονομική συνεργασία με την Κίνα, επιδιώκει να συνεχίσει τις ιστορικές σχέσεις με το Ιράν (ο Χαμενεϊ όταν ο Μαντέλα ήταν στη φυλακή ήταν ο κύριος υποστηρικτής του και μάλιστα αντάλλαζαν και επιστολές. Προς τιμή της φιλίας αυτής η δεύτερη χώρα που ταξίδεψε μετά την αποφυλάκισή του ο Μαντέλα ήταν το Ιράν), όμως αντιλαμβάνεται την ανάγκη ένεκα της ύπαρξης 15% Ευρωπαίων στη χώρα να επωφεληθεί από τη Δύση οικονομικά και πολιτικά.
Οι BRICS λοιπόν διευρύνονται μεν, όμως η ύπαρξη μελών τους σε διαφορετικά στρατόπεδα περισσότερο δημιουργεί μια περιπλοκότητα στις σχέσεις τους και μια εξάρτησή τους από «proxies» της Δύσης που λειτουργούν στα παραδοσιακά όρια της αμερικάνικης πολιτικής. Είτε διπολικό είτε πολυπολικό το παγκόσμιο σύστημα στις διεθνείς σχέσεις, οι ΗΠΑ δεν επιθυμούν να έχουν πια έντονη παρουσία στην περιοχή και ισχυροποιούν τους παράγοντες της αλυσίδας των συμμαχιών να δρουν «αυτόνομα» στα πλαίσια που επιθυμεί ο κυρίαρχος δηλαδή οι ΗΠΑ, που κάνουν εκ των υστέρων σαφή την παρουσία τους σε διμερείς ή πολυμερείς συμμαχίες που έλκει μέρος- παράγοντας της αλυσίδας τους.
*Συμβούλου εξωτερικής πολιτικής και επενδύσεων
Διαβάστε επίσης: Το νέο διεθνές ενεργειακό τοπίο