Τα ισχυρά οικονομικά στοιχεία και τα «γεράκια» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ωθούν ορισμένους αναλυτές και επενδυτές να αμφιταλαντεύονται ως προς τις προσδοκίες τους για τη μείωση των επιτοκίων φέτος.
Ενώ οι περισσότεροι οικονομολόγοι εξακολουθούν να προβλέπουν τριμηνιαίες μειώσεις μετά την αναμενόμενη αρχική κίνηση αυτής της εβδομάδας, ορισμένοι εκτιμούν ότι ο επίμονος πληθωρισμός, η αύξηση των μισθών και το ισχυρό επίπεδο παραγωγής της Ευρωζώνης θα περιορίσουν τη νομισματική χαλάρωση.
Οι επενδυτές, από την πλευρά τους, έχουν μειώσει τα στοιχήματα νομισματικής χαλάρωσης, ενισχυμένοι από τις δηλώσεις του μέλους του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Ιζαμπέλ Σνάμπελ και του προέδρου της Bundesbank, Γιοακίμ Νάγκελ, οι οποίοι φαίνεται πως είναι αντίθετοι σε οποιαδήποτε περαιτέρω μείωση τον Ιούλιο. Παρόμοια άποψη έχει και ο Αυστριακός κεντρικός τραπεζίτης, Ρόμπερτ Χόλτσμαν, ο οποίος δήλωσε ότι δύο μειώσεις το 2024 μπορεί να είναι αρκετές.
Τα στελέχη αυτά ανησυχούν ότι η μείωση του κόστους δανεισμού σε διαδοχικές συνεδριάσεις θα μπορούσε να προωθήσει ένα ψευδές αφήγημα χαλάρωσης προς τις αγορές. Μπορεί επίσης να έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη από ορισμένους συναδέλφους τους ότι η πολιτική της ΕΚΤ μπορεί πραγματικά να αποκλίνει από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία είναι πιθανό να κρατήσει στάση αναμονής για αρκετό καιρό ακόμη.
Τα επικαιροποιημένα μακροοικονομικά στοιχεία προσφέρουν λόγους για περαιτέρω επιφυλακτικότητα. Ένας βασικός δείκτης των μισθών της Ευρωζώνης δεν κατέγραψε μείωση, υποδεικνύοντας ότι οι πιέσεις στις τιμές, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, μπορεί να χρειαστούν περισσότερο χρόνο για να χαλαρώσουν. Πράγματι, ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 2,6% τον περασμένο μήνα από 2,4% τον Απρίλιο, περισσότερο από το αναμενόμενο.
Την ίδια στιγμή, η οικονομία της Ευρωζώνης ανέκαμψε περισσότερο από ό,τι αναμενόταν μετά την ήπια ύφεση που υπέστη το β’ εξάμηνο του 2023, με την αγορά εργασίας να παραμένει ανθεκτική, την ανεργία να σημειώνει σημαντικά χαμηλό επίπεδο και τις έρευνες για τις επιχειρήσεις να υποδεικνύουν σημάδια ζωής ακόμη και στους προβληματικούς κατασκευαστές.
Παρ’ όλα αυτά, οι οικονομολόγοι αναμένουν λιγότερες μειώσεις των επιτοκίων φέτος. Σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες σε έρευνα του Bloomberg πριν από τη συνεδρίαση της ΕΚΤ τον Απρίλιο ανέμεναν τέσσερις ή πέντε μειώσεις επιτοκίων το 2024. Κανείς δεν προβλέπει πλέον πέντε, ενώ ακόμα και το ποσοστό των αναλυτών που προβλέπουν τέσσερις έχει μειωθεί.
Παρομοίως, οι αγορές – έχοντας τιμολογήσει τρεις μειώσεις για φέτος τον Απρίλιο – έχουν πλέον αποκλείσει τον Ιούλιο και εκτιμούν πως οι πιθανότητες για περαιτέρω μείωση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο κυμαίνονται μόνο στο 60%.
«Πιστεύουμε ότι η ΕΚΤ θα αναθεωρήσει υψηλότερα τις τριμηνιαίες προβλέψεις της για τον πληθωρισμό, δημιουργώντας μία απαισιόδοξη εικόνα όσον αφορά την περαιτέρω μείωση», δήλωσε ο Γκαμπριέλε Φόα, διαχειριστής χαρτοφυλακίου στην Algebris Investments.
«Οι αγορές έχουν σχεδόν πλήρως αποκλείσει μια μείωση τον Ιούλιο και τώρα αναμένουν μόνο περίπου δύο μειώσεις μέχρι το τέλος του έτους. Όπως έχουν τα πράγματα, πιστεύουμε ότι μια μείωση της ΕΚΤ αυτή την εβδομάδα μπορεί σύντομα να θεωρηθεί ως λανθασμένη κίνηση», συμπλήρωσε.
Ο Πίετ Κρίστιανσεν της Danske Bank και ο Μαριάνο Βαλντεράμα της Intermoney, συγκαταλέγονται μεταξύ εκείνων που δεν προβλέπουν δεύτερη μείωση μέχρι τον Δεκέμβριο, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Bloomberg.
«Έχουμε αμφιβολίες όσον αφορά τον Σεπτέμβριο», δήλωσε ο Βαλντεράμα, επικαλούμενος την αγορά εργασίας, τους μισθούς και την ταχύτερη οικονομική ανάπτυξη. Επιπλέον, ανέφερε πως «η δημοσιονομική πολιτική δεν πρόκειται να χαλαρώσει πολύ περισσότερο φέτος».
Άλλοι, όπως ο Γκέμπχαρτ Στάντλερ της Bayerische Landesbank, προβλέπουν παύση τον τελευταίο μήνα του έτους, μετά από μόλις δύο μειώσεις.
«Ο δομικός πληθωρισμός θα αποδειχθεί πιο επίμονος από ό,τι έχει εκτιμήσει μέχρι στιγμής η ΕΚΤ, δεδομένης της συνεχιζόμενης αύξησης των μισθών και των υγιών τάσεων των περιθωρίων κέρδους των εταιρειών», δήλωσε. «Επιπλέον, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα λόγω των αμερικανικών εκλογών, δη όσον αφορά την εμπορική πολιτική και την ισοτιμία ευρώ-δολαρίου».
Η Fed έχει σηματοδοτήσει ότι τα επιτόκια των ΗΠΑ μπορεί να χρειαστεί να παραμείνουν υψηλά για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα προκειμένου να διασφαλιστεί η επίτευξη του πληθωριστικού στόχου του 2%, γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με τις κινήσεις της ΕΚΤ. Η Κριστίν Λαγκάρντ και οι συνάδελφοί της, ενώ ξεκινούν νωρίτερα, τονίζουν ότι δεν βιάζονται να μειώσουν το κόστος δανεισμού.
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της ευρωπαϊκής κεντρικής τράπεζας, Φίλιπ Λέιν, δήλωσε ότι η νομισματική πολιτική θα παραμείνει περιοριστική καθ’ όλη τη διάρκεια του 2024, υποσχόμενος πως θα βασίζεται πάντα στα επικαιροποιημένα δεδομένα.
«Στο παρελθόν, μια πρώτη μείωση των επιτοκίων ακολουθήθηκε πάντα από περαιτέρω μειώσεις για τη στήριξη της ανάπτυξης και/ή για την αντιμετώπιση μιας κρίσης», δήλωσε ο επικεφαλής του τμήματος μακροοικονομικών της ING, Κάρστεν Μπρζέσκι. «Αυτή τη φορά, ωστόσο, δεν υπάρχει τίποτα από τα δύο. Ως εκ τούτου, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος η ΕΚΤ να αναγκαστεί να μεταβεί από το ‘μία ίσον καμία’ σε μια στάση ‘μία και τέλος’».
Η πορεία των ομολόγων
Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα ομόλογα σημείωσαν άνοδο την Τρίτη, ακολουθώντας τα κέρδη των αμερικανικών Treasuries, καθώς ορισμένα στοιχήματα για πρόωρη μείωση των επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ ενίσχυσαν την ελκυστικότητα του κρατικού χρέους.
Οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας υποχώρησαν τουλάχιστον οκτώ μονάδες βάσης μετά από τη δημοσίευση των στοιχείων που υπέδειξαν ότι η εργοστασιακή δραστηριότητα των ΗΠΑ συρρικνώθηκε τον Μάιο με ταχύτερο ρυθμό, καθώς η παραγωγή παρέμεινε σχετικά στάσιμη.
Οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της Ιαπωνίας υποχώρησαν κατά δύο μονάδες βάσης ενόψει της πώλησης χρέους ύψους 2,6 τρισ. γεν (16,6 δισ. δολάρια).
Η ανανεωμένη αισιοδοξία στα ομόλογα μπορεί να δοκιμαστεί τις επόμενες ημέρες, καθώς μια σειρά από στοιχεία για την απασχόληση θα αποκαλύψουν το κατά πόσον η αγορά εργασίας των ΗΠΑ ψύχεται επαρκώς ώστε να δικαιολογείται η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Τα προηγούμενα στοιχήματα των επενδυτών για μειώσεις των επιτοκίων της Fed αποδείχθηκαν πρόωρα, αφού ο πρόεδρος Τζερόμ Πάουελ τόνισε την ανάγκη για περισσότερες αποδείξεις ότι ο πληθωρισμός βρίσκεται σε σταθερή πορεία προς τον πληθωριστικό στόχο του 2% προτού μειωθεί το κόστος δανεισμού.
Οι αποφάσεις για τα επιτόκια της Τράπεζας του Καναδά και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βρίσκονται επίσης στο «ραντάρ» των επενδυτών.
Οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών ομολόγων αυξήθηκαν κατά δύο μονάδες βάσης στο 4,41% την Τρίτη, αφού διολίσθησαν κατά 11 μονάδες βάσης τη Δευτέρα. Τα στοιχεία για τις θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ μπορεί επίσης να τροφοδοτήσουν νέα ζήτηση για ομόλογα, εάν τα νούμερα υπολείπονται των προσδοκιών των οικονομολόγων.
Πηγή: newmoney.gr
Διαβάστε επίσης: ΜΟΚΑΣ: Η καταπολέμηση του ξεπλύματος απαιτεί συλλογική προσπάθεια