Χρέος ΗΠΑ: Σφίγγει ο κλοιός του χρόνου

Προβληματίζει η βιωσιμότητα του αμερικανικού χρέους

Όχι μακριά από την Times Square στο κέντρο του Μανχάταν, μια γιγαντοοθόνη εμφανίζει μια ταχέως μεταβαλλόμενη σειρά από 14 ψηφία. Είναι το ρολόι του χρέους των ΗΠΑ. Καθιερώθηκε το 1989, όταν το χρέος ήταν χαμηλότερο από τα 3 τρισ. δολάρια. Σύντομα θα ξεπεράσει τα 35 τρισ. ενώ έχει προβλεφθεί χώρος για άλλα δύο ψηφία, να μετράει δηλαδή χρέος που θα έχεις τετράκις εκατομμύρια.  Ωστόσο, φεύγοντας από την ψηφιακή απεικόνιση η πορεία του χρέους ήδη προιωνίζεται μη βιώσιμη.

Ακόμα και ο κεντρικός τραπεζίτης, Τζερόμ Πάουελ, σε ερώτηση που δέχθηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του στην διάσημη εκπομπή «60 minutes» για τη βιωσιμότητα του αμερικανικού χρέους αν και τόνισε ότι δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητά του να σχολιάσει αυτό το οικονομικό μέγεθος, καθώς ηγείται της αποστολής της νομισματικής πολιτικής ωστόσο δεν απέφυγε τον πειρασμό και είπε ότι οι ΗΠΑ κάποια στιγμή θα πρέπει να μπούνε στο μονοπάτι της δημοσιονομικής σύνεσης.

Κατά τη διάρκεια του δείπνου στο κομψό Cafe Boulud στο Upper East Side της Νέας Υόρκης, όπως αναφέρουν σε δημοσίευμα τους οι Financial Times, ο ουγγρικής καταγωγής δισεκατομμυριούχος χρηματιστής Thomas Peterffy κέρδισε τις εντυπώσεις με ιστορίες για τις επιχειρηματικές του επιτυχίες, ενώ παράλληλα διατύπωσε την ανησυχία του σχετικά με το βάρος του χρέους. «Είναι αναπόφευκτο», προέβλεψε. «Είτε είναι σε πέντε χρόνια από τώρα, είτε σε 20 χρόνια από τώρα, οι ΗΠΑ θα χρεοκοπήσουν».

Τα καταστροφικά σενάρια και η απόρριψη τους από οικονομολόγους

Ο Peterffy, ο οποίος μεγάλωσε στην κομμουνιστική Ουγγαρία, ακούστηκε παράξενα αισιόδοξος. Επικαλέστηκε τις αναδιαρθρώσεις χρέους άλλων μεγάλων οικονομιών, μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης στις αρχές της δεκαετίας του 2010. Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου, και την πατρίδα του παγκόσμιου νομίσματος αναφοράς, η χρεοκοπία θα προκαλούσε μεγάλη παγκόσμια κατάρρευση.

Ήδη οι εκδόσεις έχουν διογκωθεί και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ δεν «μαζεύει» πλέον τα κρατικά ομόλογα στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, που είχε υιοθετήσει κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αντίθετα, συρρικνώνει με σταθερό ρυθμό τον ισολογισμό της κατά 25 δισ. δολάρια κάθε μήνα.  Οι ανησυχίες έχουν επίσης αυξηθεί σχετικά με τη χρήση των συναλλαγών βάσης με υψηλή μόχλευση, οι οποίες περιλαμβάνουν hedge funds που κάνουν arbitrage με ομόλογα του Δημοσίου και συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης. Οι ρυθμιστικές αρχές και οι χρηματοδότες φοβούνται ότι μια ταχεία εκκαθάριση των θέσεων θα μπορούσε να προκαλέσει αναστάτωση στην αγορά, με τρόπο παρόμοιο με την κρίση των ομολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου που ακολούθησε τις μη χρηματοδοτούμενες περικοπές φόρων του «μίνι προϋπολογισμού» της Λιζ Τρας το 2022. 

Πολλοί οικονομολόγοι απορρίπτουν αυτά τα καταστροφικά σενάρια. Ο Πολ Κρούγκμαν, γράφοντας στους New York Times την περασμένη εβδομάδα, υποστήριξε ότι η αύξηση των φορολογικών εσόδων ή η περικοπή των δαπανών κατά μόλις 2,1% του ΑΕΠ θα ήταν ένας απόλυτα διαχειρίσιμος τρόπος για να διορθωθεί το υπέρογκο δημοσιονομικό έλλειμμα. Υπάρχει ιστορικό προηγούμενο για μια γρήγορη διόρθωση. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Μπιλ Κλίντον τη δεκαετία του 1990, ένας συνδυασμός καλής πολιτικής και τύχης παρήγαγε ισχυρή ανάπτυξη, μετατρέποντας ένα τεταμένο βάρος χρέους σε πλεόνασμα στον προϋπολογισμό.

Και όμως, ένα παρόμοιο σενάριο σήμερα μοιάζει τραβηγμένο. Τα έξοδα έχουν διογκωθεί από την απότομη κλιμάκωση των αμυντικών δαπανών εν μέσω αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων και από τις μεγάλες δαπάνες για την επανεκκίνηση της οικονομίας μετά την πανδημία. Ο Τζο Μπάιντεν αισθάνθηκε επίσης υποχρεωμένος να παρατείνει τις φοροελαφρύνσεις του Τραμπ το 2017. Με τις εκλογές να πλησιάζουν, ούτε ο Μπάιντεν ούτε ο Τραμπ υπόσχονται αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία. Η προοπτική διακομματικής συνεργασίας για την αντιμετώπιση της αύξησης του χρέους – το εγκαταλελειμμένο όνειρο της Εθνικής Επιτροπής Δημοσιονομικής Ευθύνης του Μπαράκ Ομπάμα – μοιάζει πιο μακρινή από ποτέ.

Εξαγορά με μόχλευση

Στα μάτια ενός ανώτερου τραπεζίτη της Wall Street, αυτό αφήνει τα δημόσια οικονομικά της Αμερικής να μοιάζουν ενοχλητικά πολύ με εξαγορά με μόχλευση. Η εξαγορά με μόχλευση (LBO) είναι η εξαγορά μιας εταιρείας από μια άλλη με τη χρήση σημαντικού ποσού δανειακών κεφαλαίων για την κάλυψη του κόστους εξαγοράς. Τα δανεικά χρήματα μπορεί να έχουν τη μορφή ομολόγων ή δανείων. Τα περιουσιακά στοιχεία της εξαγοραζόμενης εταιρείας χρησιμοποιούνται συχνά ως εγγύηση για τα δάνεια μαζί με τα περιουσιακά στοιχεία της εξαγοράζουσας εταιρείας. Με πληρωμές τόκων ύψους 1 τρισ. δολαρίων να εξυπηρετούνται κάθε χρόνο και τα επιτόκια να είναι επίμονα αυξημένα, οι ΗΠΑ κάνουν ένα επιθετικό στοίχημα για τη μελλοντική ανάπτυξη που θυμίζει την πιο δυνατή συμφωνία ιδιωτικών κεφαλαίων. Κατά ειρωνεία της τύχης, ο κίνδυνος αναχρηματοδότησης ιδιωτικών κεφαλαίων βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα των ρυθμιστικών αρχών τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Μια ακόμη πιο ανησυχητική αναλογία θα μπορούσε να είναι με τον τομέα των εμπορικών ακινήτων  επίσης εξαιρετικά μοχλευμένος και υπό πίεση από τον συνδυασμό των υψηλότερων επιτοκίων και της χαμηλότερης ζήτησης για γραφεία. Οι μεσίτες ακινήτων υπολογίζουν ότι τουλάχιστον το ένα τρίτο των δανείων εμπορικών ακινήτων ύψους 2 δισ. δολαρίων στις ΗΠΑ που θα χρειαστούν αναχρηματοδότηση έως το 2026 δεν τα καταφέρει να βρει τα κεφάλαια. Αυτό θα μπορούσε να πυροδοτήσει έναν νέο γύρο  κρίσης των περιφερειακών τραπεζών που έπληξε πέρυσι την Signature Bank: εκατοντάδες μικρές περιφερειακές τράπεζες, ο βασικός πυλώνας του δανεισμού εμπορικών ακινήτων, θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν.

Αυτού του είδους οι προοπτικές θα πρέπει να βρίσκουν απήχηση στον κατασκευαστή ακινήτων και πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Αλλά αν επανεκλεγεί, αναμένεται να διατηρήσει υψηλά τις δημόσιες δαπάνες δαπανών, μειώνοντας παράλληλα τους φόρους  ή τουλάχιστον επεκτείνοντας περαιτέρω τις περικοπές που ξεκίνησε πριν από επτά χρόνια. Αυτή η συνταγή δεν συνάδει με τον δημοσιονομικό συντηρητισμό που υπαγορεύει ο παραδοσιακός ρεπουμπλικανισμός και δεν θα καταστήσει βιώσιμο το έλλειμμα

Ιστορική ειρωνεία. Ο μεγιστάνας που καθιέρωσε το ρολόι του δημόσιου χρέους το 1989. Έχτισε την αυτοκρατορία του στον τομέα ακινήτων, που ξεπέρασε σε αξία τα 8 δισ. δολάρια, ακολουθώντας το δρόμο της δημοσιονομικής αρετής. Σίγουρα θα στριφογυρνάει στο τάφο του βλέποντας τα νούμερα που ζαλίζουν και αφορούν το δημόσιο χρέος.

Πηγή: ot.gr

Διαβάστε επίσης: Στάσιμη η οικονομία της Βρετανίας τον Απρίλιο, μετά την έξοδο από την ύφεση

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ