Δεν δικαίωσε τους δημοσίους υπαλλήλους το Ανώτατο Δικαστήριο

Ικανοποίηση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Η πλήρης Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου ανέτρεψε σήμερα, κατά πλειοψηφία, τις αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου αναφορικά με τις αποκοπές των μισθών και συντάξεων στο δημόσιο τομέα, κάνοντας αποδεκτές τις εφέσεις που είχαν καταχωρηθεί εναντίον των εν λόγω αποφάσεων.

Την ικανοποίησή του εξέφρασε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αποδίδοντας τα εύσημα στον Γενικό Εισαγγελέα για τον χειρισμό της υπόθεσης. 

Οι αποφάσεις των δικαστηρίων είναι πάντα σεβαστές, έγραψε στον προσωπικό του λογαριασμό ο Υπουργός Οικονομικών, Κωνσταντίνος Πετρίδης.

Η απόφαση της πλειοψηφίας λήφθηκε από τους οκτώ από τους δεκατρείς δικαστές του Ανωτάτου και, συγκεκριμένα, από τον  Πρόεδρο του Δικαστηρίου Μύρωνα Νικολάτο και τους δικαστές Κώστα Παμπαλλή, Περσεφόνη Παναγή, Μιχαλάκη Χριστοδούλου, Κατερίνα Σταματίου, Τεύκρο Θ. Οικονόμου, Τάσια Ψαρά-Μιλτιάδου και  Χάρη Μαλαχτό. Ο Δικαστής Γιασεμής Ν. Γιασεμή εξέδωσε δική του απόφαση με το ίδιο αποτέλεσμα με εκείνο της πλειοψηφίας, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό.

Με την απόφαση της πλειοψηφίας διαφώνησαν τέσσερις δικαστές και, συγκεκριμένα, οι δικαστές Στέλιος Ναθαναήλ, Αντρούλα Στυλιανίδου - Πούγιουρου, Λεωνίδας Παρπαρίνος και Αντώνης Λιάτσος. Οι δικαστές Ναθαναήλ, Παρπαρίνος και Λιάτσος εξέδωσαν δικές τους αποφάσεις μειοψηφίας. Με την απόφαση της μειοψηφίας του κ. Ναθαναήλ συμφώνησε και η δικαστής κα. Πούγιουρου.
 
Σύμφωνα με την απόφαση πλειοψηφίας, «η έννοια του ‘μισθού’ ως προστατευόμενο αγαθό στα πλαίσια του Άρθρου 23, έχει κριθεί στην υπόθεση Χαραλάμπους, όπου ναι μεν αναγνωρίστηκε, […], ότι ο μισθός συνιστά ιδιοκτησιακό δικαίωμα και, επομένως, οποιαδήποτε παρέμβαση δεν μπορεί παρά να ενταχθεί στο Άρθρο 23, εξίσου όμως σαφώς διατυπώθηκε […], ότι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν επεκτείνεται σε μισθό συγκεκριμένου ύψους και, κατά συνέπεια, δεν αποκλείεται η διαφοροποίηση, υπό προϋποθέσεις, στο ύψος του μισθού σε συνθήκες κρίσιμες για την οικονομία, νοουμένου ότι δεν τίθεται σε κίνδυνο η αξιοπρεπής διαβίωση του μισθωτού».
 
«Προκύπτει, από την Χαραλάμπους, ότι ακόμα και στην περίπτωση που η προστασία του μισθού δεν λαμβάνει τη μορφή προστασίας στα πλαίσια του Άρθρου 23.1 για τον λόγο ότι δεν θίγεται ο πυρήνας του δικαιώματος, παρά ταύτα ο περιορισμός δεν μπορεί να είναι αυθαίρετος, χωρίς έρεισμα στις αποκρυσταλλωμένες αρχές της χρηστής διακυβέρνησης και της, ορθά ισοζυγισμένης λήψης αποφάσεων,  από τα κρατικά όργανα», προστίθεται. 
 
Οι δικαστές της πλειοψηφίας σημειώνουν, μεταξύ άλλων, στην απόφασή τους ότι «αντιμετωπίζοντας, λοιπόν, κατά τρόπο ενιαίο, το ζήτημα των μισθών και των συντάξεων, δεν έχουμε εντοπίσει λόγο διαφοροποίησης από την Χαραλάμπους, από την οποία, ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι δεσμευόμαστε ως προς το ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν κατοχυρώνει δικαίωμα ορισμένου ύψους αποδοχών, εκτός αν συντρέχει η περίπτωση διακινδύνευσης της αξιοπρεπούς διαβίωσης». 
 
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, αναφέρουν, « θεωρούμε ότι οι αποκοπές[…], δεν επηρεάζουν τον πυρήνα του δικαιώματος σε μισθό και σύνταξη, ούτε και θέτουν σε κίνδυνο την αξιοπρεπή διαβίωση των εφεσιβλήτων[…].  Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις, δεν συνιστούν στέρηση περιουσίας και παραβίαση ιδιοκτησιακού δικαιώματος, εν τη εννοία του Άρθρου 23 του Συντάγματος».
 
Αναφέρουν, επίσης, ότι «[…]η παραχώρηση προσαύξησης δεν χορηγείται δικαιωματικά και κατά τρόπο γενικό, αλλά εξαρτάται από προϋποθέσεις που αφορούν στον συγκεκριμένο, κάθε φορά, υπάλληλο.  Δεν έχει καταδειχθεί, εν προκειμένω, από τους εφεσίβλητους ότι έχουν αποκτήσει νόμιμη προσδοκία για προσαύξηση, που να συνιστά κατοχυρωμένο ιδιοκτησιακό δικαίωμα».  
 
 Όσον αφορά το τιμαριθμικό επίδομα, σημειώνουν, «[…] αυτό καταβάλλεται, υπό προϋποθέσεις, δηλαδή σύμφωνα με τα ποσοστά και τους όρους που εγκρίνονται, από καιρό σε καιρό, με βάση το ύψος του τιμαριθμικού δείκτη».
 
Ο Δικαστής κ. Ναθαναήλ, στην απόφαση μειοψηφίας που εξέδωσε και με την οποία συμφωνεί και η Δικαστής Πούγιουρου, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «η ταύτιση του δημοσίου συμφέροντος με το ταμειακό συμφέρον δεν δικαιολογεί την προσβολή δικαιωμάτων του ατόμου εφόσον το δημοσιονομικό συμφέρον του δημοσίου δεν μπορεί να αφομοιωθεί αφ΄ εαυτού σε ένα δημόσιο γενικότερο συμφέρον».
 
Συνεπώς, αναφέρει, «ελέγχεται ως τουλάχιστον ελλιπής η αιτιολογία των νομοθετημάτων ως προς την επιλογή του κράτους να αντλήσει κεφάλαια από την τάξη των δημοσίων υπαλλήλων και μόνο, με μόνη ουσιαστική αιτιολογία, όπως ανέφερε ο Γενικός Εισαγγελέας στην αγόρευση του, το γρήγορο και το αποτελεσματικό του μέτρου αυτού».
 
«Εφόσον το περιουσιακό δικαίωμα στον μισθό τυγχάνει αυξημένης προστασίας έναντι του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, αυτό κατά νομική και λογική συνέπεια δεν μπορεί στη Δημοκρατία να περιοριστεί για λόγους δημοσίας ωφελείας εφόσον τέτοια εξαίρεση στο δικαίωμα δεν καταγράφεται στο ίδιο το Άρθρο 23. Οι περιορισμοί που επιτρέπονται κατά το Άρθρο 23 είναι συγκεκριμένοι και χωρούν μόνο για τους εκεί αναφερόμενους λόγους και έναντι αποζημίωσης», προσθέτει.
 
Το δικαίωμα που προστατεύεται από το Άρθρο 23, συνεχίζει, «είναι κατά συνέπεια απόλυτο με εξαίρεση μόνο τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες μπορεί να τύχει απαλλοτρίωσης, αλλά ακόμη και τότε ο συντακτικός νομοθέτης προνόησε για εύλογη αποζημίωση του επηρεαζομένου. Σαφέστατα οι επίδικοι Νόμοι δεν προσφέρουν καμία αποζημίωση για τη μείωση των μισθών και των συντάξεων».
 
Σημειώνει ότι «υπό το φως της ιδιαιτερότητας και του αυστηρού λεκτικού που χρησιμοποιεί το Άρθρο 23, το προστατευόμενο αγαθό της ιδιοκτησίας είναι καθολικό, τόσο ως προς την κτήση του, όσο και ως προς την έκταση και πεδίο εφαρμογής του.  Δεν μπορεί βάσιμα να διαχωριστεί ο λεγόμενος πυρήνας από το ίδιο το αγαθό ως καθολικό δικαίωμα».
 
Ο δικαστής Λεωνίδας Παρπαρίνος, στη δική του απόφαση μειοψηφίας, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «σε καμία περίπτωση δεν μπορούν οι αποκοπές και/ή εισφορά να "δικαιολογηθούν" υπό τον μανδύα του περιορισμού της "δημόσιας ωφέλειας", προσθέτοντας ότι οι επίδικοι νόμοι «παραβιάζουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας, όπως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος».
 
Ο δικαστής Αντώνης Λιάτσος, στη δική του απόφαση μειοψηφίας, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «[…]παρατηρείται και στις υπό εξέταση εφέσεις ανεπίτρεπτος περιορισμός ή στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων, αφού η αποστέρηση δεν εδράζεται στους επιτρεπτούς από το Άρθρο 23 λόγους».
 
«Είναι απολύτως κατανοητή η ανάγκη που προέκυψε, υπό το φως των δεδομένων που επικρατούσαν κατά τον χρόνο ψήφισης των επίδικων νομοθετημάτων, προς οικονομική εξυγίανση.  Επιτακτική όμως ήταν και η υποχρέωση πλήρους ευθυγράμμισης με τις επιταγές του υπέρτατου νόμου του Κράτους», προσθέτει.
 
«Είναι, άλλωστε, σε εποχές κρίσης που δοκιμάζονται οι αντοχές του Συντάγματος και είναι, ακριβώς, σε τέτοιες περιόδους που οι λεκτικές αναφορές των συνταγματικών επιταγών μετουσιώνονται σε αδιαπέραστη ασπίδα προστασίας του πολίτη. Ως εκ τούτου, η όποια, μέσω νόμου, οικονομική ρύθμιση όφειλε να κινείται στα πλαίσια που ο θεμελιώδης νόμος της Πολιτείας καθορίζει, προς αποφυγή αντισυνταγματικής προσβολής των περιουσιακών δικαιωμάτων των πολιτών», σημειώνει.
 
Ο δικαστής κ. Γιασεμή, στην απόφασή του με την οποία συμφωνεί με την πλειοψηφική απόφαση, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι «η ανάπτυξη και χρησιμοποίηση, επομένως, των οικονομικών πόρων που, τελικώς, προέκυψαν από την εφαρμογή των εν λόγω Νόμων είχαν ως σκοπό την έξοδο της Δημοκρατίας από τη δεινή κατάσταση στην οποία αυτή είχε περιέλθει όσον αφορά τα δημόσια οικονομικά της, με πιθανή, πλέον, συνέπεια τη χρεοκοπία της». 
 
«Επομένως, υπό το φως των δεδομένων τούτων, αναμφίβολα, τα υπό αναφορά μέτρα ήταν αναγκαία, αποσκοπούσαν δε στην ‘προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας’, που αποτελεί έναν από τους λόγους για τους οποίους δικαιολογείται η επιβολή περιορισμού στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, δυνάμει του ΄Αρθρου 23.3»,  προσθέτει.
 
Συγχρόνως, καταλήγει, «διαπιστώνεται πως η ανάληψή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρέασε δυσμενώς την αξιοπρεπή διαβίωση των εφεσιβλήτων, ως η σχετική εισήγησή τους, όταν, μάλιστα, υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο οι συνέπειες γι’ αυτούς, από τη μη λήψη τους, να ήταν πολύ πιο δυσμενείς».
 
Το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε στις 29/3/2019 ως αντισυνταγματικές τις νομοθεσίες που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης για αποκοπές μισθών και μειώσεις των συντάξεων των υπαλλήλων και συνταξιούχων του δημοσίου και ευρύτερου δημοσίου τομέα επειδή παραβίαζαν το άρθρο 23 του Συντάγματος.
 ​

Τι λέει ο Γενικός Εισαγγελέας

Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι οι αποκοπές στους μισθούς και συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων έγιναν νόμιμα και συνταγματικά, δήλωσε ο Γενικός Εισαγγελέας Κώστας Κληρίδης κληθείς να σχολιάσει τη σημερινή απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία δημιουργεί, όπως είπε, προηγούμενο.
 
Σε δηλώσεις του εξερχόμενος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο κ. Κληρίδης είπε ότι «έγιναν δεκτές όλες οι εφέσεις που είχαν καταχωρηθεί εκ μέρους της Δημοκρατίας και επίσης εκ μέρους άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου, με αποτέλεσμα να ανατραπούν ουσιαστικά οι πρωτόδικες αποφάσεις που είχαν ληφθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο».
 
«Με δύο λόγια, εκρίθη ότι είναι συνταγματικά επιτρεπτές και νόμιμες οι αποκοπές στους μισθούς και συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων και ως προς το θέμα επίσης της ΑΤΑ και των προσαυξήσεων», είπε.
 
«Το βασικό μήνυμα το οποίο στέλνεται, μέσω της πολυσήμαντης, θα έλεγα, αυτής απόφασης, είναι ότι ατομικά δικαιώματα, όπως αυτά που διασφαλίζονται από το άρθρο 23 του Συντάγματος που είναι το δικαίωμα της ιδιοκτησίας που περιλαμβάνει και δικαίωμα σε μισθό, είναι απολύτως σεβαστά και διασφαλισμένα», είπε.
 
«Όμως, αφ’ ης στιγμής δεν έχει επηρεαστεί ο πυρήνας της άσκησης αυτού του δικαιώματος, το κράτος μπορεί να προβεί σε κάποιους περιορισμούς, οι οποίοι βεβαίως θα πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένοι και αναλογικοί, δηλαδή ως προς τον σκοπό στον οποίο στοχεύουν. Αυτό είναι το βασικό μήνυμα που προκύπτει από τη σημερινή απόφαση» πρόσθεσε.  
 
Ερωτηθείς σχετικά, είπε ότι «αντιλαμβάνεστε ότι δεδομένου ότι είναι απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας(του Ανωτάτου Δικαστηρίου) δημιουργεί ένα προηγούμενο έτσι ώστε σε παρόμοιες περιστάσεις το κράτος να μπορεί να ενεργήσει κάτω από τις ίδιες συνθήκες νόμιμα και πλήρως συνταγματικά».
 
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση, είπε ότι «το κράτος δεν έχει υποχρέωση να επιστρέψει οτιδήποτε εφόσον νόμιμα και συνταγματικά κρίθηκε ότι είχαν αποκοπεί» οι απολαβές.

Πηγή: ΚΥΠΕ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ