Εργοδοτικές Οργανώσεις: Φαύλος κύκλος η θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού

Πώς τοποθετούνται οι εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων στο ζήτημα της θεσμοθέτησης του κατώτατου μισθού.

ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΙΑΚΚΗΣ

Γενικός Γραμματέας ΚΕΒΕ

Τα οφέλη από την εγκαθίδρυση του θεσμού του κατώτατου μισθού είναι πολύ λιγότερα από τα προβλήματα και τις στρεβλώσεις που ενδέχεται να δημιουργήσει

Παρά την εντύπωση που υπάρχει ότι ο διά νόμου καθορισμός κατώτατου μισθού είναι ένα πιο δίκαιο σύστημα αμοιβής, εντούτοις έχει αποδειχθεί ότι προκαλεί πολλές στρεβλώσεις και ανισότητες που στο τέλος οδηγούν σε βάρος τόσο των εργαζομένων όσο και των επιχειρήσεων.

Ήδη, χώρες που καθιέρωσαν το σύστημα με τον κατώτατο μισθό είτε εγκατέλειψαν αυτή την πρακτική είτε αντιμετωπίζουν προβλήματα με τις παρενέργειές του.

Στην Κύπρο, αυτή τη στιγμή, λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας και της αύξησης της ανεργίας, δεν είναι σοφό να προχωρήσουμε σε μια τέτοια ρύθμιση.

Όμως, και μετά την πανδημία, οφείλουμε να προβληματιστούμε πολύ κατά πόσον θα θέσουμε την οικονομία και ειδικά όλες τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα στην ισοπεδωτική λογική του κατώτατου μισθού. Κατ’ αρχάς, ο κατώτατος μισθός δεν διασφαλίζει από μόνος του τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, όπως νομίζουν μερικοί, αφού στην ουσία:

    Δημιουργεί αυξητικές τάσεις στην ανεργία, λόγω ισοπεδωτικής αύξησης του κόστους εργασίας, γεγονός που υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να μειώσουν τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας.

    Μειώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, αφού αποκλείει την πρόσληψη εργαζομένων που είναι διατεθειμένοι να εργαστούν με χαμηλότερες αμοιβές.

    Αυξάνει τις τιμές των παραγόμενων προϊόντων και άρα το κόστος ζωής για όλο τον πληθυσμό, συμπιέζοντας σε τελική ανάλυση τα εισοδήματα και των εργαζομένων.

    Θα πλήξει ουσιαστικά τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες δεν θα μπορούν να καταβάλλουν τους αυξημένους μισθούς.

    Εμποδίζει τις επιχειρήσεις να δίνουν κίνητρα στο προσωπικό για αύξηση της παραγωγικότητάς τους, λειτουργώντας ισοπεδωτικά προς όλους τους εργαζόμενους, ανεξαρτήτως ικανοτήτων, προσόντων και αποδοτικότητας.

    Εμποδίζει την κινητικότητα των εργαζομένων, αφού όλες οι επιχειρήσεις θα προσφέρουν τον ίδιο μισθό, ανεξάρτητα από το πόσο καλός είναι ένας εργαζόμενος.

    Ευνοεί τους ξένους εργαζομένους έναντι των Κυπρίων, αφού πολλοί ξένοι με σαφώς χαμηλότερες αμοιβές στις χώρες τους θα τρέξουν στη χώρα μας για να εργαστούν με τον κατώτατο μισθό, στερώντας ουσιαστικά θέσεις εργασίας από Κύπριους.

Σε γενικές γραμμές, μπορεί να λεχθεί ότι τα οφέλη από την εγκαθίδρυση του θεσμού του κατώτατου μισθού είναι πολύ λιγότερα από τα προβλήματα και τις στρεβλώσεις που ενδέχεται να δημιουργήσει. Ειδικά μάλιστα σήμερα, που το πρόβλημα της ανεργίας είναι οξύ για την οικονομία μας. Με ποσοστό ανεργίας κοντά στο 10%, αν επιχειρήσουμε να θεσμοθετήσουμε τον κατώτατο μισθό, θα δημιουργήσουμε έναν φαύλο κύκλο στην αγορά εργασίας, με άμεσο αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση της ανεργίας.

Θεωρούμε ότι το θέμα αυτό, ειδικότερα υπό τις δεδομένες συνθήκες, είναι εκτός τόπου και χρόνου και δεν πρέπει καν να τίθεται στο τραπέζι προς συζήτηση.

Το ΚΕΒΕ, που πάντοτε είναι ανοικτό σε μεταρρυθμίσεις προς όφελος του γενικού καλού, πιστεύει ότι προτεραιότητά μας σήμερα είναι να στηρίξουμε τις επιχειρήσεις για να αντέξουν τους κλυδωνισμούς της κρίσης και να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους.

Βγαίνοντας από την πανδημία, οι επιχειρήσεις μας πρέπει να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στον διεθνή ανταγωνισμό και να ενισχύσουν τη θέση τους στην αγορά. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, θα μπορέσουν όχι μόνο να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας τους, αλλά και να προσφέρουν υψηλότερες αμοιβές στο προσωπικό τους.

Με άλλα λόγια, οφείλουμε να επικεντρωθούμε στους ορθόδοξους τρόπους ενίσχυσης των εισοδημάτων των εργαζομένων, που είναι το αποτέλεσμα της αυξημένης οικονομικής δραστηριότητας και κερδοφορίας των επιχειρήσεων, ώστε να μπορούν να αυξάνουν τις απολαβές των εργαζομένων τους, και όχι μέσα από νομοθετικές ρυθμίσεις που κατά γενική ομολογία στρεβλώνουν τους κανόνες της αγοράς και δημιουργούν ένα σωρό προβλήματα.

Το σημερινό πλαίσιο που έχουμε στην αγορά εργασίας, παρά τις επιμέρους δυσλειτουργίες του, προσφέρει τα απαιτούμενα εχέγγυα τόσο για ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων όσο και για ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Άλλωστε, αυτό αποδείχθηκε στην πράξη πολλές φορές, όταν η οικονομία μας εισήλθε σε κρίση και στη συνέχεια κατάφερε να ανακάμψει.

Το ΚΕΒΕ προτρέπει όλους να είμαστε προσεκτικοί με αυτά τα θέματα, γιατί η δύσκολη συγκυρία που βιώνουμε δεν επιτρέπει ούτε άλλες ανατροπές ούτε λαϊκιστικές προσεγγίσεις.

Τώρα είναι η ώρα της ανάληψης πρωτοβουλιών για έξοδο από την κρίση, διατήρηση των θέσεων εργασίας και ανάκαμψη της οικονομίας.

«Ο ΜΙΣΘΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΡΓΑΛΕΙΟ ΑΣΚΗΣΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ»

ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

Γενικός Διευθυντής Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ)

Με τη διά νόμου επιβολή κατώτατου μισθού, η Κύπρος θα χάσει ένα από τα ισχυρότερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά της: το πλεονέκτημα της ευέλικτης αγοράς εργασίας που προσαρμόζεται γρήγορα και αποτελεσματικά στους κινδύνους και τις απειλές

Από το 1960, η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ) καθορίζει, μετά από διαπραγματεύσεις με τις συντεχνίες, τον κατώτατο μισθό σε σωρεία επαγγελμάτων και ειδικοτήτων και ο κατώτατος μισθός αποτυπώνεται μέσα στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι αν πρέπει να υπάρχει κατώτατος μισθός –αυτό είναι αυτονόητο–, το ερώτημα είναι «πώς» ή «ποιος» θα τον καθορίζει: η πολιτική εξουσία, κεντρικά και οριζόντια, ή οι ίδιοι οι επηρεαζόμενοι, οι επιχειρήσεις και τα συνδικάτα, που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τις αντοχές και τα επίπεδα δίκαιων αμοιβών σε κάθε κλάδο ή κάθε επιχείρηση χωριστά;

Κάθε χώρα έχει τις δικές της μεθόδους καθορισμού, για κάθε επάγγελμα, του μισθού εισδοχής ή κατώτατου μισθού. Η Κύπρος, αφότου υπάρχει ως ανεξάρτητο κράτος, έκανε τις επιλογές της και οι επιλογές αυτές αποδείχθηκαν ευφυείς και σωτήριες, αφού τα πράγματα λειτουργούν με ορθολογισμό. Ισχυρές συντεχνίες διαπραγματεύονται ελεύθερα με την ΟΕΒ και τους Συνδέσμους της και συνομολογούν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, που καθορίζουν ανάμεσα σε πολλά άλλα και τους ελάχιστους μισθούς. Αυτό δίνει στα δύο μέρη ευελιξία και ταχύτητα προσαρμογής στα δεδομένα μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου. Έχει δηλαδή τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά της ρύθμισης με νομοθετικά μέσα.

Ορθά η κυβέρνηση δεν προτίθεται να θέσει το ζήτημα προς συζήτηση ενόσω η ανεργία είναι υψηλή (οι λόγοι είναι πρόδηλοι και αυταπόδεικτοι), αλλά λανθασμένα σκοπεύει να το προωθήσει μόλις επιτευχθούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης. Αν κάποιος πιστεύει ότι η νομική επιβολή κατώτατου μισθού σε συνθήκες υψηλής ανεργίας είναι επιζήμια, τι θα κάνει όταν η ανεργία αυξηθεί εκ νέου σε μια επόμενη κρίση; Πόσο εύκολο είναι να διαμορφωθούν κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες για προσαρμογή των μισθών προς τα κάτω, έστω κι αν αυτό είναι επιβεβλημένο για να διασωθούν επιχειρήσεις και θέσεις εργασίας;

Σε περιόδους που οι κατώτατοι μισθοί είναι υψηλότεροι από τις δυνατότητες της πραγματικής οικονομίας, οι προσλήψεις αποφεύγονται, ενώ ανθεί η αδήλωτη και παράνομη απασχόληση, με αποτέλεσμα οι πραγματικά ευάλωτοι, αντί να προστατεύονται, να γίνονται θύματα των «προστατευτικών» νόμων.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι, με τη διά νόμου επιβολή κατώτατου μισθού, η Κύπρος θα χάσει ένα από τα ισχυρότερα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματά της: το πλεονέκτημα της ευέλικτης αγοράς εργασίας που προσαρμόζεται γρήγορα και αποτελεσματικά στους κινδύνους και τις απειλές. Θα έχουμε μετατρέψει τις αμοιβές από εργαλείο ανταμοιβής της πραγματικής αξίας της εργασίας, σε ενδεχόμενο πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων και πλειοδοσίας με «φιλολαϊκούς» μίνιμουμ μισθούς. Σε περιόδους κρίσεως, η οικονομία θα είναι εγκλωβισμένη στην αδυναμία ή απροθυμία του πολιτικού συστήματος να μειώσει τους ελάχιστους μισθούς έτσι ώστε να διασωθούν επιχειρήσεις και μαζί τους να σωθούν θέσεις εργασίας.

Στην κρίση του 2013, ο ιδιωτικός τομέας αντέδρασε γρήγορα και προσάρμοσε μισθούς και ωφελήματα με μια μέση μείωση του εργατικού κόστους πέριξ του 15%. Αυτό έσωσε χιλιάδες θέσεις εργασίας και διατήρησε σε επαρκή επίπεδα την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, οδηγώντας σε γρήγορη ανάκαμψη και έξοδο από την κρίση. Αντίθετα, στα εννέα επαγγέλματα που καλύπτει το Διάταγμα και στα οποία οι μισθοί μόνο με αλλαγή του Διατάγματος μπορούσαν να μειωθούν, μείωση μισθών δεν έγινε ποτέ. Και θα είχαμε θρηνήσει την απώλεια πολλών θέσεων εργασίας στο λιανεμπόριο, αν δεν είχε ληφθεί τον Ιούλιο του 2013 η καταλυτική απόφαση της Υπουργού Εργασίας για διεύρυνση των ωραρίων λειτουργίας των καταστημάτων.

Η ΟΕΒ θα αξιοποιήσει όλα τα επιστημονικά μέσα που έχει στη διάθεσή της, προκειμένου να αποτρέψει μια τόσο αρνητική για την οικονομία εξέλιξη. Και είμαι αισιόδοξος ότι η επιχειρηματολογία μας θα πείσει ότι ο διά νόμου καθορισμός ελάχιστων μισθών θα επιφέρει πολύ περισσότερα προβλήματα από όσα φιλοδοξεί να επιλύσει.

Αναπόφευκτα, τίθεται το ερώτημα, ποιο μισθό θα θεωρούσε η ΟΕΒ εύλογο και αποδεκτό. Η απλή και γρήγορη απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι ότι εύλογος μισθός για κάθε επάγγελμα είναι αυτό που συμφωνούν ελεύθερα μεταξύ τους οι αντισυμβαλλόμενοι, υπό τον αυτονόητο όρο ότι διαθέτουν ισότητα διαπραγματευτικής ισχύος.

Εάν η πολιτεία επιθυμεί να στηρίξει τους οικονομικά ασθενέστερους ή χαμηλόμισθους συμπολίτες μας, μπορεί να το πράξει στα πλαίσια της άσκησης της κοινωνικής της πολιτικής και η ΟΕΒ θα την στηρίξει, όπως στήριξε ένθερμα την εισαγωγή του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Ο μισθός όμως ΔΕΝ αποτελεί εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής, ο μισθός είναι η αξία της ανταμοιβής του εργαζόμενου για τις υπηρεσίες που παρέχει στον εργοδότη του, όπως καθορίζεται από τις δυνάμεις της αγοράς.

Χωρίς παρέμβαση από το κράτος σε θέματα καθορισμού μισθών, έχουμε επιτύχει ένα ζηλευτό βιοτικό επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα έχουμε ένα πρόσθετο εργαλείο απορρόφησης κραδασμών όταν προκύπτουν κρίσεις. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια έχουμε περάσει δύο οικονομικούς σεισμούς και δεν γνωρίζουμε πότε θα προκύψει ο επόμενος. Η θέσπιση εθνικού κατώτατου μισθού θα νοθεύσει τον ελεύθερο και εθελοντικό χαρακτήρα του συστήματος εργασιακών σχέσεων, κάτι που ίσως αποδειχθεί μοιραίο στην επόμενη μεγάλη κρίση.

«ΑΚΑΙΡΗ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΤΩΤΑΤΟ ΜΙΣΘΟ»

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΥΡΣΑΡΗΣ

Γενικός Γραμματέας Γ.Σ. ΠΟΒΕΚ

Ακόμη και εκεί όπου υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο για κατώτατο μισθό σε ορισμένες κατηγορίες επαγγελμάτων, σήμερα αυτές οι ρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται

Ο τόπος και η οικονομία μας περνούν ίσως την πιο δύσκολη περίοδο μιας πρωτοφανούς υγειονομικής και οικονομικής κρίσης. Μέσα σε αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες, είναι αναπόφευκτη η αύξηση της ανεργίας και παράλληλα η συμπίεση των μισθών και ωφελημάτων των εργαζομένων. Οι παρεμβάσεις και τα μέτρα που λήφθηκαν από το κράτος για συγκράτηση της ανεργίας ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση και έφεραν αποτελέσματα. Απαραίτητη φυσικά προϋπόθεση ήταν η συνεργασία των εργοδοτών και των εργοδοτικών οργανώσεων. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο αναφορικά με τη στήριξη των επιχειρήσεων. Τα μέτρα που έχουν ληφθεί είναι ανεπαρκή. Έχουμε σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων που έβαλαν οριστικό λουκέτο, ενώ μια άλλη σημαντική μερίδα αντιμετωπίζει σοβαρότατα προβλήματα επιβίωσης, σε ένα κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας, και κανένας δεν μπορεί να υπολογίσει το βάθος και το εύρος των συνεπειών.

Η οικονομική κρίση, που συνεχίζεται εδώ και 11 μήνες, επιβαρύνει τις επιχειρήσεις με συσσώρευση οικονομικών υποχρεώσεων, τις οποίες οι επιχειρήσεις αδυνατούν να αντιμετωπίσουν: ενοίκια, δόσεις, φορολογίες, λογαριασμοί, αγορές εμπορευμάτων, έλλειψη ρευστότητας, σημαντική μείωση του κύκλου εργασιών, είναι τα αρνητικά δεδομένα για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες και όχι ως θέση αρχής, πιστεύουμε ότι η συζήτηση για καθορισμό κατώτατου μισθού είναι άκαιρη και χωρίς δυνατότητα εφαρμογής. Άλλωστε, για να είμαστε αντικειμενικοί, ακόμα και εκεί όπου υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο για κατώτατο μισθό σε ορισμένες κατηγορίες επαγγελμάτων, σήμερα αυτές οι ρυθμίσεις δεν εφαρμόζονται. Η αύξηση του μεριδίου της part time εργασίας και των προσωπικών συμβολαίων, καθώς και η αντικειμενικά μειωμένη ζήτηση εργατικού δυναμικού, είναι πραγματικότητες που καθιστούν υπό τις σημερινές συνθήκες το θέμα της εφαρμογής κατώτατου μισθού πολύ δύσκολο.

Εν κατακλείδι, κάτω από κανονικές συνθήκες οικονομικής δραστηριότητας και με την ανεργία σε χαμηλό ποσοστό, η ρύθμιση κατώτατου μισθού βοηθά στην αύξηση της κατανάλωσης, στον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων και στην καταπολέμηση της παράνομης και αδήλωτης εργασίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ