Ο "Αττίλας" παραμένει η μεγαλύτερη οικονομική πληγή της Κυπριακής Δημοκρατίας

47 χρόνια μετά η τουρκική εισβολή παραμένει η μεγαλύτερη οικονομική κρίση που αντιμετώπισε ποτέ η Κυπριακή Δημοκρατία.

Του Ξένιου Μεσαρίτη

Παρά το ότι σήμερα διανύουμε ακόμη μια παρατεταμένη οικονομική κρίση λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και παρά το ότι έχουν περάσει 47 χρόνια από τον πρώτο Αττίλα η τουρκική εισβολή και η περίοδος που ακολούθησε παραμένει η μεγαλύτερη οικονομική πληγή στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η τουρκική εισβολή του 1974 με τη δολοφονία χιλιάδων συμπατριωτών μας, τον εκτοπισμό του ενός τρίτου του πληθυσμού, την απώλεια περίπου 37% του εδάφους και με ένα δυσβάσταχτο αποτύπωμα που κυριαρχεί ακόμα στη μνήμη μας αποτελεί την πιο μεγάλη οικονομική κρίση, σε όρους συρρίκνωσης του ΑΕΠ, που πέρασε η Κυπριακή Δημοκρατία.

Μετά την τουρκανταρσία του 1963 και τα γεγονότα που ακολούθησαν η κυπριακή οικονομία είχε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης με την πρόοδο της οικονομίας να ανακόπτεται απότομα τον μαύρο Ιούλιο του 1974, με τη συνολική συρρίκνωση του ΑΕΠ να φτάνει περίπου το 23% (7,7% το 1974 και 15,6% το 1975).

Χάθηκε το 70% των συνολικών συντελεστών παραγωγής

Όπως ανέφερε το 1977 ο τότε Υπουργός Οικονομικών, Ανδρέας Πατσαλίδης, στην ομιλία του στο Διεθνές Δημοσιογραφικό Συμπόσιο, το σύνολο των γεωργικών περιοχών που είχαν καταληφθεί από τον τουρκικό στρατό κατοχής αναλογούσαν στο 80% της συνολικής παραγωγής εσπεριδοειδών και καπνοκαλλιέργειας, που ήταν τα κυριότερα εξαγώγιμα αγαθά, ενώ αντιπροσώπευαν περίπου το 50% της συνολικής γεωργικής παραγωγής.

Χάθηκε το λιμάνι της Αμμοχώστου, μέσω του οποίου εκτελείτο πάνω από το 80% του συνολικού εμπορίου της χώρας, όπως επίσης και το διεθνές αεροδρόμιο Λευκωσίας, με πλήρη διακοπή των αεροπορικών πτήσεων μεταξύ Ιουλίου 1974 και Φεβρουαρίου 1975.

Επίσης, οι τουριστικές μονάδες Αμμοχώστου και Κερύνειας, που αντιπροσώπευαν το 70% της τουριστικής βιομηχανίας, είχαν καταληφθεί από τον τουρκικό στρατό κατοχής.

Διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι από τις κατεχόμενες περιοχές εκδιώχθηκαν και έμειναν χωρίς στέγαση και είδη πρώτης ανάγκης, κάτι το οποίο μεταφραζόταν σε ένα αφόρητο δημοσιονομικό έλλειμμα για το κράτος, του οποίου τα έσοδα ήταν σχεδόν μηδενικά λόγω της παύσης της οικονομικής δραστηριότητας.

Ο τότε Υπουργός Οικονομικών σημείωνε ότι η ανεργία είχε προσλάβει τρομακτικές διαστάσεις, ανερχόμενη στο 35% του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού. Όπως αναφέρει ο οικονομολόγος Συμεών Μάτσης στην 3η Ημερίδα Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας Κύπρου, «τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Κύπρος φάνταζαν ανυπέρβλητα και σίγουρα δεν αναμενόταν να ξεπεραστούν εύκολα».

Το «οικονομικό θαύμα» μετά την εισβολή

Για τον όρο που χρησιμοποιούσαν οι ξένοι, αναφερόμενοι στην ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας, ο Ανδρέας Πατσαλίδης σημείωνε στην ομιλία του το 1977: «Εάν με τον όρο οικονομικό θαύμα εννοούμε την επιτυχία αποτροπής της πλήρους κατάρρευσης, η οποία φαινόταν να επέρχεται την επόμενη μέρα της εισβολής, και την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, τότε ο όρος είναι ακριβής».

Για την αντιμετώπιση της κρίσης, καταρτίστηκε το 1975 το πρώτο Διετές Έκτακτο Σχέδιο Οικονομικής Δράσης, για να ακολουθήσουν ακόμα τρία αργότερα.

Τα σχέδια είχαν ως στόχο τους «τη δημιουργία προϋποθέσεων για την αυτοδύναμο οικονομική ανέλιξη και βαθμιαία επάνοδο εις τα προ της εισβολής βιοτικά επίπεδα διά της πλέον ενεργού κινητοποιήσεως και ορθολογιστικότερης αξιοποίησης των εναπομεινάντων οικονομικών πόρων εις τας υπό του κράτους ελεγχόμενες περιοχές».

Κυριότεροι πυλώνες των σχεδίων ήταν η ανακούφιση και η προσωρινή στέγαση των εκτοπισμένων, η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης, η αναπλήρωση της χαμένης παραγωγής και η επανέναρξη των επενδύσεων.

Ακολουθήθηκε επιθετική επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, με τη δημιουργία ελλειμμάτων, που κυμαίνονταν κατά μέσο όρο για την περίοδο 1975-85 στο -5,7%, και με ορθή κατανομή των κεφαλαίων για τις παραγωγικές δομές της οικονομίας, όπως η αναβάθμιση των λιμανιών Λεμεσού και Λάρνακας και η δημιουργία του νέου αεροδρομίου Λάρνακας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ