Η Κύπρος κατέχει την πρωτιά και το 23% της «πίτας» των επενδυτικών υπηρεσιών στην ΕΕ

Σύμφωνα με Έρευνα της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής για το 2022 οι εταιρείες με έδρα την Κύπρο πρόσφεραν υπηρεσίες σε 2,5 εκατομμύρια πελάτες που αντιστοιχεί στο 32,8% της συνολικής αγοράς.

Του Ξένιου Μεσαρίτη

Η Κύπρος είναι πλέον το νούμερο ένα παίκτης στην Ευρώπη στη παροχή επενδυτικών υπηρεσιών τόσο όσον αφορά τον αριθμό των εταιρειών αλλά και στον αριθμό των λιανικών πελατών.

Σύμφωνα με την Έρευνα της Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) στην Κύπρο εδρεύουν το 23% των εταιρειών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενώ εξυπηρετεί πέραν του 32% του συνόλου των Ευρωπαίων λιανικών πελατών.

Η έρευνα αποτυπώνει το γεγονός ότι το οικοσύστημα που υπάρχει στην Κύπρο γιγαντώνεται με την πάροδο των χρόνων συνεισφέροντας τα μέγιστα στην τοπική οικονομία.

Το μερίδιο των κρατών μελών σε αριθμό εταιρειών

Τα βασικά ευρήματα

Τα βασικά ευρήματα της Έρευνας της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) που είναι η ρυθμιστική αρχή και εποπτική αρχή των χρηματοπιστωτικών αγορών της ΕΕ, και των αρμόδιων εθνικών εποπτικών αρχών των μελών κρατών για τη διασυνοριακή παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά το 2022 ακολουθούν πιο κάτω:

Συνολικά περίπου 380 επιχειρήσεις παρείχαν υπηρεσίες σε πελάτες λιανικής σε διασυνοριακή βάση το 2022. Η πλειονότητα από αυτές (59%) είναι εταιρείες επενδύσεων, ενώ το 41% ​​είναι πιστωτικά ιδρύματα.

Περίπου 7,6 εκατομμύρια πελάτες στην ΕΕ/ΕΟΧ έλαβαν επενδυτικές υπηρεσίες από εταιρείες που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ/ΕΟΧ το 2022.

Όσον αφορά τον αριθμό των εταιρειών, η Κύπρος είναι η κύρια τοποθεσία για εταιρείες που παρέχουν διασυνοριακές επενδυτικές υπηρεσίες στην ΕΕ/ΕΟΧ, αντιπροσωπεύοντας το 23% του συνόλου των εταιρειών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες. Ακολουθούν το Λουξεμβούργο και η Γερμανία με 16% και 13% του συνόλου των επιχειρήσεων, αντίστοιχα.

Εξετάζοντας τον αριθμό των πελατών λιανικής ΕΕ/ΕΟΧ που λαμβάνουν διασυνοριακές επενδυτικές υπηρεσίες, περισσότερο από το 75% εξυπηρετείται από εταιρείες που εδρεύουν σε τρεις δικαιοδοσίες: Κύπρο, Γερμανία και Σουηδία.

Οι εταιρείες με έδρα την Κύπρο κατέγραψαν δραστηριότητες σε περίπου 2,5 εκατομμύρια διασυνοριακούς πελάτες λιανικής, εταιρείες με έδρα στη Γερμανία πρόσφεραν υπηρεσίες σε περίπου 2 εκατομμύρια πελάτες λιανικής και εταιρείες με έδρα τη Σουηδία σε περισσότερους από 1 εκατομμύριο πελάτες λιανικής. Όλες οι άλλες εταιρείες στο πλαίσιο της έρευνας ανέφεραν συνολικά περίπου 1,8 εκατομμύρια διασυνοριακούς ιδιώτες πελάτες, που αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο του συνολικού αριθμού ιδιωτών πελατών.

Ο μέσος αριθμός διασυνοριακών πελατών λιανικής ανά επιχείρηση κυμαινόταν από 189 πελάτες (στην έρευνα η ελάχιστη τιμή αφορά μία εταιρεία της Ιταλίας) έως περίπου 140.000 πελάτες λιανικής (για τις 8 εταιρείες που εδρεύουν στη Σουηδία, άρα 17.500 πελάτες ο μέσος όρος ανά Σουηδική εταιρεία). Συνολικά, ο μέσος αριθμός λιανικών πελατών ανά επιχείρηση ήταν περίπου 19.000.

Όσον αφορά τους ιδιώτες πελάτες τα σκήπτρα κατέχουν η Γερμανία, η Ισπανία, η Γαλλία και η Ιταλία οι οποίες είναι και οι πολυπληθέστερες χώρες της ΕΕ και αποτελούν τους κύριους πελάτες για τις εταιρείες επενδύσεων που παρέχουν διασυνοριακές υπηρεσίες σε άλλα κράτη μέλη.

Οι εθνικότητες των λιανικών πελατών

Η αναφορά για παράπονα πελατών

Περίπου 5.700 καταγγελίες καταγράφηκαν από εταιρείες σχετικά με την παροχή διασυνοριακών επενδυτικών υπηρεσιών σε ιδιώτες πελάτες το 2022. Ο αριθμός των παραπόνων που ελήφθησαν είναι ανάλογος με τον αριθμό των πελατών που εξυπηρετούνται από εταιρείες που παρέχουν διασυνοριακές επενδυτικές υπηρεσίες.

Η ανάλυση δεδομένων υπογράμμισε ότι οι πελάτες διασυνοριακών επενδυτικών υπηρεσιών υπέβαλαν κυρίως παράπονα σχετικά με «όρους σύμβασης/αμοιβές/χρεώσεις» και για «θέματα που σχετίζονται με γενικές υπηρεσίες διαχειριστή/πελάτη». Λιγότερα παράπονα αναφέρθηκαν σχετικά με τα θέματα «επενδυτικά προϊόντα ακατάλληλα/ακατάλληλα για τον πελάτη» και «σχετικά με γεγονότα της αγοράς».

Τα οφέλη της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών

Όπως αναφέρει η έρευνα, η αύξηση της διασυνοριακής παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών έχει οφέλη για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις, καθώς ενισχύει τον ανταγωνισμό, διευρύνει τη διαθέσιμη προσφορά στους καταναλωτές και την αγορά για τις επιχειρήσεις. Ωστόσο, απαιτεί επίσης από τις ΕΑΑ να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να επικεντρωθούν περισσότερο στην εποπτεία των διασυνοριακών δραστηριοτήτων και στη συνεργασία για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που προκύπτουν από αυτές τις δραστηριότητες.

Τα δεδομένα που συλλέγονται και αναλύονται σε 29 δικαιοδοσίες επιτρέπουν στην ΕΑΚΑΑ και στις ΕΑΑ να ρίξουν φως σε διάφορες πτυχές της αγοράς για ιδιώτες επενδυτές που λαμβάνουν επενδυτικές υπηρεσίες από πιστωτικά ιδρύματα και εταιρείες επενδύσεων που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ