Πώς η Ευρώπη μπορεί να αποφύγει ή να σταματήσει τους δασμούς του Τραμπ

Αν και απρόβλεπτος, οι αναλυτές συμφωνούν ότι ο εκλεγμένος πρόεδρος φαίνεται να μην πτοείται όταν πρόκειται για τους εμπορικούς δασμούς

Η εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ έχει αφήσει την Ευρώπη να ψάχνει να βρει πώς θα μπορέσει να περιορίσει ή να αντιμετωπίσει τους πολύ πιθανούς δασμούς στις εξαγωγές της προς τις ΗΠΑ μόλις ο εκλεγμένος πρόεδρος εισέλθει εκ νέου στον Λευκό Οίκο.

Πριν από την αποφασιστική εκλογική του νίκη την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ είχε ήδη απειλήσει να αναζωπυρώσει τον εμπορικό πόλεμο που ξεκίνησε κατά την πρώτη του θητεία, δηλώνοντας στην προεκλογική του εκστρατεία ότι θα αυξήσει τους δασμούς στα κινεζικά προϊόντα κατά 60-100% και θα επιβάλει έναν γενικό δασμό 10% έως 20% σε όλες τις αμερικανικές εισαγωγές.

Ο Τραμπ θεωρεί την προστατευτική κίνηση ως έναν τρόπο για να ενισχύσει τις θέσεις εργασίας και την ανάπτυξη των ΗΠΑ, αλλά η πολιτική αυτή θα ανοίξει αναμφίβολα ένα νέο μέτωπο στις εμπορικές εντάσεις με δύο από τους μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους της χώρας, την Ε.Ε. και την Κίνα. Οι επικριτές των προτεινόμενων δασμών υποστηρίζουν ότι η πολιτική απόφαση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές για τους Αμερικανούς καταναλωτές.

Ενώ ο Τραμπ έχει τη φήμη του απρόβλεπτου, κάτι που σημαίνει ότι η ρητορική του μερικές φορές δεν υλοποιείται όσον αφορά την πολιτική, οι αναλυτές συμφωνούν ότι ο εκλεγμένος πρόεδρος φαίνεται να μην πτοείται όταν πρόκειται για τους εμπορικούς δασμούς, έχοντας γνωμοδοτήσει για το πώς ο ίδιος ο όρος είναι «η πιο όμορφη λέξη στο λεξικό».

Αυτό αφήνει την Ασία και την Ευρώπη να πρέπει να εξετάσουν γρήγορα τρόπους για να μετριάσουν τις μελλοντικές επιπτώσεις των δασμών και αν θα προβούν σε αντίποινα ή θα προσπαθήσουν να διαπραγματευτούν μια συμφωνία. Οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι είναι αβέβαιο αν οι δασμοί του Τραμπ στην Ευρώπη θα είναι «τόσο επιζήμιοι όσο αρχικά εκτιμούσαν», όπως ανέφεραν οι οικονομολόγοι της ING σε σημείωμά τους, ή αν θα είναι απλώς «ένα διαπραγματευτικό χαρτί που έχει σχεδιαστεί για να ξεκλειδώσει ευρύτερες συμφωνίες».

Παρ’ όλα αυτά, στην Ευρώπη υπήρξαν εκκλήσεις προς το μπλοκ να προετοιμάσει τώρα αντίποινα, με την διευθυντή του Ifo να καλεί τη Γερμανία -η οποία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο με τις ΗΠΑ, ιδίως όσον αφορά τις εξαγωγές οχημάτων- και την Ε.Ε. να «ενισχύσουν τη θέση τους με δικά τους μέτρα».

«Σε αυτά περιλαμβάνονται η βαθύτερη ολοκλήρωση της αγοράς υπηρεσιών της Ε.Ε. και αντίποινα κατά των ΗΠΑ», όπως δήλωσε την περασμένη εβδομάδα η Λισάντρα Φλακ του Ifo. Τα προτεινόμενα μέτρα συμπεριλαμβάνουν την πιθανή χρήση του νέου «μέσου κατά του εξαναγκασμού» της Ε.Ε., το οποίο δίνει στην περιοχή ένα ευρύ φάσμα πιθανών αντίμετρων όταν, όπως τονίζει, «μια χώρα αρνείται να άρει τον εξαναγκασμό».

Τα αντίμετρα περιλαμβάνουν την επιβολή δασμών, περιορισμούς στο εμπόριο υπηρεσιών και στις εμπορικές πτυχές των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, καθώς και περιορισμούς στην πρόσβαση σε άμεσες ξένες επενδύσεις και στις δημόσιες συμβάσεις. Η Γερμανία και η Ε.Ε. θα μπορούσαν επίσης να ενισχύσουν τη συνεργασία με μεμονωμένες αμερικανικές πολιτείες, πρότεινε η ίδια.

Αλλά οι οικονομολόγοι λένε επίσης ότι η Ε.Ε. θα μπορούσε να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το καρότο αντί για το μαστίγιο με τις ΗΠΑ, προτείνοντας ότι υπάρχουν τρεις άλλοι τρόποι με τους οποίους η Ευρώπη θα μπορούσε να προσπαθήσει να σταματήσει, να περιορίσει ή να αποφύγει εντελώς την πιθανή δασμολογική πολιτική του Τραμπ.

Παραχωρήσεις

Ως αφετηρία οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα μπορούσαν να στοχεύσουν στην πλήρη αποφυγή των δασμών, προσφέροντας να ενισχύσουν επιλεγμένες αμερικανικές εισαγωγές με αντάλλαγμα οι ΗΠΑ να τους απαλλάξουν από τους δασμούς.

«Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει το LNG και τη σόγια, τα οποία αποτελούσαν μέρος μιας συμφωνίας μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ τον Ιούλιο του 2018», ανέφερε σε σημείωμά του την περασμένη Παρασκευή ο Άντριου Κένινγχαμ, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics για την Ευρώπη.

Οι αναλυτές της Eurasia Group, με επικεφαλής τον Μουτζτάμπα Ραχμάν, σχολίασαν ότι μια «στρατηγική συναλλαγής» είναι πιθανό να ακολουθηθεί πρώτα από την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Βάσει του σχεδίου αυτού, η Ε.Ε. θα καθοδηγείται από τον στόχο της ενίσχυσης των αμερικανικών εξαγωγών σε βασικούς τομείς όπως η γεωργία, η ενέργεια (LNG) και η άμυνα.

«Η Ε.Ε. είναι πιθανό να δεσμευτεί ότι θα επεκτείνει περαιτέρω τις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου από τις Η.Π.Α. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν μπορεί επίσης να διερευνήσει το κλείσιμο δύο συμφωνιών που διαπραγματευόταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τον πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, σχετικά με την συμφωνία για χάλυβα και αλουμίνιο και μια συμφωνία Ε.Ε.-ΗΠΑ για στρατηγικά κρίσιμα ορυκτά. Είναι επίσης πιθανό να πραγματοποιηθεί προσπάθεια να γίνουν περισσότερα μέσω του Συμβουλίου Εμπορίου και Τεχνολογίας Ε.Ε.-ΗΠΑ, το οποίο έχει συμβάλει στην προώθηση κάποιας συνεργασίας σε ψηφιακά θέματα, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και οι έλεγχοι των εξαγωγών», σημειώνουν οι αναλυτές του Eurasia Group.

Γεωπολιτική συμφωνία

Εναλλακτικά, ο Κένινγκχαμ δήλωσε ότι οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να συνάψουν «μια ευρύτερη γεωπολιτική συμφωνία για να προσπαθήσουν να αποτρέψουν την απειλή των δασμών».

«Η Ε.Ε. θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αναλάβει δέσμευση να αγοράσει περισσότερο αμυντικό εξοπλισμό από τις ΗΠΑ, προκειμένου αυτή να συνεχίσει να υποστηρίζει την Ουκρανία – αν και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα δυσκολευόταν να συμφωνήσει για το πώς θα αντλήσει τα κεφάλαια, δεδομένης της σθεναρής αντίθεσης πολλών, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, σε περισσότερο κοινό δανεισμό της Ε.Ε.».

Μια συμφωνία είναι πιθανό να είναι ευνοϊκή για τους Ευρωπαίους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καθώς επιδιώκουν να περιορίσουν το οικονομικό πλήγμα που θα είχε ένας αμερικανικός δασμός 10% στις ευρωπαϊκές εξαγωγές. «Το κύριο σημείο είναι ότι, ενώ το βασικό σενάριό μας είναι ότι υπάρχει ένας αμερικανικός δασμός 10% που αφαιρεί μόνο 0,2% από το ΑΕΠ της ευρωζώνης, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να είναι μικρότερο από αυτό, αν η Ε.Ε. καταφέρει να επιτύχει κάποιου είδους συμφωνία», τόνισε ο ίδιος.

Ωστόσο, όπως αναφέρει το CNBC, κανείς δε γνωρίζει το κατά πόσο η Ευρώπη μπορεί να καταλήξει σε συναίνεση για το πώς ή αν θα κάνει μια συμφωνία με τον Τραμπ. Ο Κάρστεν Μπρζέσκι, παγκόσμιος επικεφαλής του τμήματος μακροοικονομικών της ING, ανέφερε ότι «ο Τραμπ χτυπά την Ευρώπη όχι μόνο σε μια περίοδο οικονομικής αδυναμίας αλλά και πολιτικής αστάθειας».

«Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του Τραμπ, ο Εμανουέλ Μακρόν και η Άνγκελα Μέρκελ αποτελούσαν έναν ισχυρό πολιτικό άξονα. Σήμερα, η Γαλλία αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα και η γερμανική κυβέρνηση μόλις κατέρρευσε. Δεν υπάρχει ακριβώς ένα ισχυρό ευρωπαϊκό προπύργιο», είπε. «Αυτό δημιουργεί πραγματικά αμφιβολίες για την ικανότητα της Ευρώπης να έχει επαρκείς απαντήσεις στις κινήσεις του Τραμπ».

Κίνα

Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι η Ευρώπη θα μπορούσε να συμφωνήσει να ευθυγραμμίσει τις πολιτικές της έναντι της Κίνας πιο στενά με εκείνες των ΗΠΑ, όπως σημείωσε ο Kένινγκχαμ της Capital Economics.

Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει περαιτέρω εμπόδια στις εισαγωγές κινεζικών ηλεκτρικών οχημάτων και άλλης τεχνολογίας, καθώς και περιορισμούς στις εισερχόμενες άμεσες ξένες επενδύσεις από την Κίνα και αύξηση των περιορισμών στις εξαγωγές αγαθών υψηλής τεχνολογίας.

Ο Kένινγκχαμ παραδέχτηκε ότι η Ε.Ε. θα είναι «απρόθυμη να διακόψει δραστικά τους δεσμούς με την Κίνα», αλλά δήλωσε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορεί να αναγκαστούν να το πράξουν αν αντιμετωπίσουν ισχυρές πιέσεις από τις ΗΠΑ.

Οι αναλυτές της Eurasia Group συμφώνησαν ότι «η πιο δύσκολη πολιτική αντίδραση της Ε.Ε. θα είναι πιθανότατα απέναντι στην Κίνα, δεδομένου ότι η επιστροφή του Τραμπ θα δυσχεράνει τη χάραξη της τρίτης στρατηγικής “αποσύνδεσης” της Ε.Ε.».

«Εάν ο Τραμπ ξεκινήσει έναν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, η Ε.Ε. θα μπορούσε να επωφεληθεί βραχυπρόθεσμα εάν η προσοχή των ΗΠΑ επικεντρωθεί αποκλειστικά στην Κίνα και όχι στην Ε.Ε. Το Πεκίνο θα είναι επίσης λιγότερο πιθανό να αντιδράσει σθεναρά στα εμπορικά μέτρα των Βρυξελλών καθώς θα πολεμά τον Τραμπ και η Ε.Ε. θα προσπαθήσει πιθανότατα να κάνει κοινές προσπάθειες με την Ουάσινγκτον σε ορισμένους τομείς, όπως τα προηγμένα μικροτσίπ», σημείωσαν οι αναλυτές.

«Τελικά, ωστόσο, ο Τραμπ είναι πιθανό να επιταχύνει τη δομικά σκληρότερη στάση της Ε.Ε. έναντι της Κίνας. Αυτό θα αποτελούσε τη μεγαλύτερη πρόκληση για τη Γερμανία, δεδομένης της απροθυμίας του καγκελάριου Όλαφ Σολτς να συνταχθεί πλήρως ακόμη και με την ηπιότερη στρατηγική της Ε.Ε. για την άρση των κινδύνων», συμπλήρωσαν χαρακτηριστικά.

newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Στην κυβέρνηση των ΗΠΑ ο Μασκ – Διορίζεται Yπουργός Αποτελεσματικότητας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ