Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έδωσε εντολή στην κυβέρνησή του να καταρτίσει ένα νέο νομικό πλαίσιο για τις εταιρείες που επιθυμούν να επενδύσουν στη Ρωσία. Πρόκειται για σημαντική ένδειξη ότι η Μόσχα προετοιμάζεται για μια ημέρα κατά την οποία πιστεύει ότι οι κυρώσεις θα αρθούν και ότι κάποιες επενδύσεις θα επιστρέψουν στη χώρα.
Το Bloomberg μίλησε με δικηγόρους, τραπεζίτες και αναλυτές οι οποίοι προσεγγίστηκαν από πελάτες τις τελευταίες εβδομάδες για συμβουλές σχετικά με το τι θα μπορούσε να συμβεί στη συνέχεια σε μια ριζικά διαφορετική αγορά, όπου η ισορροπία μεταξύ κινδύνου και ανταμοιβής έχει μετατοπιστεί δραματικά από το 2022, με έναν από αυτούς να υποδηλώνει ότι ορισμένες εταιρείες ήδη «μελετούν σενάρια επιστροφής».
«Όλοι πραγματοποιούν μελέτες», δήλωσε ο Κρις Γουίφερ, της Macro Advisory, μια εταιρεία παροχής στρατηγικών συμβουλών που επικεντρώνεται στη Ρωσία.
Ο ίδιος προσέθεσε, ωστόσο, ότι οι περισσότερες εταιρείες δε θα εξετάσουν το ενδεχόμενο επιστροφής μέχρι να υπάρξει μια μόνιμη ειρηνευτική συμφωνία. «Κανείς δε θέλει να επιστρέψει πολύ σύντομα και στη συνέχεια να πρέπει να αποχωρήσει ξανά», τόνισε.
Ο Ρώσος πρόεδρος ανέθεσε το έργο της κατάρτισης του πλαισίου στην κυβέρνηση τον Μάρτιο και το υπουργείο Οικονομικών έχει ήδη συντάξει κάποιες προκαταρκτικές προτάσεις. Περιλαμβάνουν την απαίτηση από τις ξένες εταιρείες να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους στη χώρα και να συμφωνήσουν σε μεταφορές τεχνολογίας για τη βελτίωση της παραγωγής. Οι ρωσικές επιχειρήσεις θα έχουν επίσης λόγο σχετικά με την επιστροφή εταιρειών σε ορισμένους τομείς της αγοράς, προσέθεσαν.
Ο Πούτιν ξεκαθάρισε τον Μάρτιο ότι οι δυτικές επιχειρήσεις που αποσύρθηκαν από τη χώρα μετά την έναρξη της εισβολής και πούλησαν ρωσικές θυγατρικές δε θα ανακτήσουν τα περιουσιακά στοιχεία τους φθηνά. Τα σχόλιά του δημιούργησαν νέες αμφιβολίες σχετικά με την αξία των ρητρών επαναγοράς που υπέγραψαν ορισμένες εταιρείες κατά την αποχώρησή τους.
Ο νοτιοκορεατικός όμιλος LG Electronics Inc. πραγματοποίησε πρόσφατα μια δοκιμαστική επανεκκίνηση του ρωσικού εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικών συσκευών του -που είχε ανασταλεί από την έναρξη του πολέμου- αφού είδε «σημάδια ενός πιθανού τέλους της σύγκρουσης». Η εταιρεία λευκών ειδών και θέρμανσης Ariston Holding NV σχεδιάζει να συνεχίσει τη λειτουργία του ρωσικού εργοστασίου της μετά την επιστροφή του ελέγχου της μονάδας από τον Πούτιν στην ιταλικό παραγωγό στις 27 Μαρτίου.
Για άλλους η όλη προσπάθεια είναι πιθανό πιο περίπλοκη. Η McDonald’s Corp., της οποίας το άνοιγμα στη Μόσχα το 1990 θεωρήθηκε τότε ως σύμβολο μιας νέας εποχής συνεργασίας καθώς έληγε ο Ψυχρός Πόλεμος, συμπεριέλαβε ρήτρα εξαγοράς όταν πούλησε τα εστιατόριά της σε έναν υφιστάμενο κάτοχο άδειας, τον Alexander Govor, λίγο μετά την έναρξη του πολέμου.
Η Vkusno i Tochka, όπως είναι πλέον γνωστή η αλυσίδα fast-food, είδε τα έσοδά της να υπερδιπλασιάζονται σε ρούβλια πέρυσι σε σύγκριση με το προπολεμικό επίπεδο σε 187 δισεκατομμύρια ρούβλια (2,3 δισεκατομμύρια δολάρια). Η McDonald’s αρνήθηκε να σχολιάσει αν θα εξέταζε το ενδεχόμενο επιστροφής στη Ρωσία.
Σε άλλες περιπτώσεις, τα περιουσιακά στοιχεία μεταφέρθηκαν σχεδόν δωρεάν. Η Hyundai Motor Co. πούλησε το μερίδιό της σε μια κατασκευαστική μονάδα στη Ρωσία έναντι ονομαστικού τιμήματος 111 δολαρίων το 2023. Ο όμιλος Hyundai Kia Automotive Group παρακολουθεί την κατάσταση στη Ρωσία και «αν θα υπάρξουν κυρώσεις στη συνέχεια», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της Kia Corp, σε συνέντευξή του τον Απρίλιο.
Ο Κίριλ Ντμίτριεβ, απεσταλμένος του Πούτιν για τις οικονομικές σχέσεις, συναντήθηκε με μέλη του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου στη Μόσχα τον Απρίλιο, μια συνάντηση στην οποία, όπως είπε, συμμετείχαν πάνω από 150 αμερικανικές επιχειρήσεις που εξακολουθούν να δραστηροποιούνται στη Ρωσία.
Η διπλωματία, όμως, έχει αποφέρει μέχρι στιγμής ελάχιστα αποτελέσματα. Η επίθεση στην ουκρανική πόλη Σούμι στις 13 Απριλίου, η οποία κόστισε τις ζωές δεκάδων ανθρώπων, υπογράμμισε πόσο μικρή πρόοδος σημειώνεται στον τερματισμό του πολέμου. Η συμφωνία στην οποία διαμεσολάβησε ο Τραμπ με τη Ρωσία και την Ουκρανία για 30ήμερη παύση των επιθέσεων σε ενεργειακές υποδομές λήγει στις 18 Απριλίου. Κάθε πλευρά κατηγορεί την άλλη για παραβίαση της συμφωνίας. Μια συμφωνία για εκεχειρία στη Μαύρη Θάλασσα, την οποία διαπραγματεύτηκαν Αμερικανοί αξιωματούχοι σε συνομιλίες στη Σαουδική Αραβία τον Μάρτιο, σταμάτησε όταν το Κρεμλίνο επέβαλε προαπαιτούμενα.
Αυτά περιλάμβαναν την επανασύνδεση μιας από τις μεγαλύτερες κρατικές τράπεζες της Ρωσίας με το διεθνές σύστημα χρηματοοικονομικών μηνυμάτων SWIFT που υπάγεται στη δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ΕΕ δεν έχει συνομιλήσει με την κυβέρνηση Τραμπ σχετικά με την ελάφρυνση των κυρώσεων για τη Ρωσία στο πλαίσιο μιας συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, δήλωσε ο Ντέιβιντ Ο’Σάλιβαν στις 7 Απριλίου.
Ακόμη και αν επιτευχθεί ειρηνευτική συμφωνία, υπάρχουν πολλαπλά πολιτικά και οικονομικά εμπόδια για την επιστροφή στη ρωσική αγορά. Οι ξένες επιχειρήσεις που εγκατέλειψαν τη χώρα αναγκάστηκαν συχνά να αποδεχθούν συμφωνίες όπου μια χαμηλότερη αποτίμηση των περιουσιακών τους στοιχείων θεωρήθηκε ως το τίμημα της αποχώρησης, ενώ το Κρεμλίνο ανέλαβε τον έλεγχο ορισμένων οντοτήτων και προώθησε την πώλησή τους σε νέους ιδιοκτήτες, ορισμένοι από τους οποίους έχουν δεσμούς με τον Πούτιν.
Με πληθυσμό 146 εκατομμυρίων, η Ρωσία παραμένει ελκυστική για τους παραγωγούς καταναλωτικών αγαθών και τροφίμων. Οι εταιρείες που παρέμειναν στη Ρωσία θα μπορούσαν θεωρητικά να είναι σε καλύτερη θέση για να επωφεληθούν εάν η χώρα ανοίξει ξανά για τις επιχειρήσεις. Η γαλλική Danone SA και η αμερικανική PepsiCo Inc. ήταν μακράν οι δύο μεγαλύτεροι παίκτες στις ρωσικές αγορές γάλακτος και γαλακτοκομικών προϊόντων.
Όμως, η Danone αναγκάστηκε να πουλήσει τη ρωσική επιχείρησή της πέρυσι σε μια οντότητα φιλική προς το Κρεμλίνο, αφού ο Πούτιν διέταξε να τεθούν τα περιουσιακά στοιχεία υπό προσωρινή κρατική διαχείριση το 2023. Η γαλλική εταιρεία κατέγραψε συνολική ζημία ύψους 1,2 δισ. ευρώ στα βιβλία της ως αποτέλεσμα.
Η Pepsi διατήρησε τα εργοστάσιά της στη Ρωσία ακόμη και – παρά τις περικοπές στο μάρκετινγκ και τη διαφήμιση – έχει μερίδιο αγοράς άνω του 20% σε ορισμένους τομείς, όπως τα βρεφικά γαλακτοκομικά προϊόντα, σύμφωνα με την εταιρεία έρευνας καταναλωτών Prodazhi.rf. Αλλά το μερίδιο της Pepsi στην αγορά αναψυκτικών μειώθηκε από περίπου 10% πριν από τον πόλεμο σε μόλις 1%, αφού σταμάτησε τις απευθείας πωλήσεις στη Ρωσία.
Οι διεθνείς τράπεζες, οι οποίες είχαν έκθεση στη Ρωσία ύψους 119 δισ. δολαρίων το 2021, αντιμετωπίζουν επίσης σοβαρές προκλήσεις. Τον Ιανουάριο του 2025, ο Πούτιν επέτρεψε στην Goldman Sachs Group Inc. να πουλήσει τη ρωσική θυγατρική της σε εγχώριο αγοραστή και τον Απρίλιο επέτρεψε στο δανειστή να πουλήσει τις μετοχές που κατείχε στους μεγαλύτερους παραγωγούς ενέργειας της Ρωσίας και σε άλλες εταιρείες σε μια συμφωνία που αποτιμάται σήμερα σε περίπου 87 εκατομμύρια δολάρια.
Το 2021 η ρωσική θυγατρική της Raiffeisen Bank International AG ήταν ο μεγαλύτερος ξένης ιδιοκτησίας δανειστής της χώρας. Η αυστριακή τράπεζα απέτυχε να βρει αγοραστή και αντιμετώπισε επίμονο έλεγχο και πιέσεις από τις ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να τερματίσει τις δραστηριότητές της και να επιταχύνει την αποχώρησή της, παρόλο που δεν μπορεί να το κάνει χωρίς την έγκριση της ρωσικής κυβέρνησης.
Η Raiffeisen μπορεί να θεωρήσει μια επαναλειτουργία ως μια καλύτερη ευκαιρία να πουλήσει τα περιουσιακά της στοιχεία και να εγκαταλείψει τη χώρα για να αποφύγει μελλοντικές δυσκολίες. Ωστόσο, οι απόψεις εντός της τράπεζας διίστανται μεταξύ εκείνων που πιέζουν για πώληση και άλλων που υποστηρίζουν ότι η τράπεζα θα πρέπει να περιμένει περισσότερη σαφήνεια για το πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση.
Οποιαδήποτε επιστροφή των πολυεθνικών αυτοκινητοβιομηχανιών θα σηματοδοτούσε ένα σημαντικό βήμα προς την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Ρωσίας και Δύσης.
Αφού έπεσαν πάνω από 80% μετά την εισβολή, οι ρωσικές πωλήσεις αυτοκινήτων έχουν ανακάμψει πλήρως από το σοκ του πολέμου. Περίπου 1,6 εκατομμύρια νέα επιβατικά αυτοκίνητα και ελαφρά επαγγελματικά οχήματα πωλήθηκαν πέρυσι, σύμφωνα με την Autostat. Αυτό κατατάσσει τη Ρωσία ακριβώς πίσω από τη Γαλλία, τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά αυτοκινήτων της ΕΕ.
Οι κινεζικές μάρκες αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο μέρος των πωλήσεων, καθώς άλλες διεθνείς μάρκες αποσύρθηκαν. Ορισμένες, όπως η Mercedes-Benz Group AG, η Nissan Motor Co. Ltd., η Hyundai και η Renault SA είχαν αρχικά ρήτρες επαναγοράς οι οποίες θεωρητικά θα τους επέτρεπαν να διεκδικήσουν τα εργοστάσιά τους σε μειωμένη τιμή. Αυτό, όμως, δε θα είναι εύκολο. Ο επικεφαλής της AvtoVAZ, της μεγαλύτερης αυτοκινητοβιομηχανίας της Ρωσίας, δήλωσε ότι ο πρώην ιδιοκτήτης της, η Renault, θα πρέπει να καταβάλει αποζημίωση ύψους τουλάχιστον 112,5 δισεκατομμυρίων ρουβλίων για να καλύψει τις επενδύσεις που έγιναν από τότε που εγκατέλειψε τη Ρωσία, εάν η γαλλική αυτοκινητοβιομηχανία αναζητήσει επιστροφή του μεριδίου της.
Πηγή: newmoney.gr
Διαβάστε επίσης: Η Γερμανία στα όπλα - Τέταρτη στις στρατιωτικές δαπάνες παγκοσμίως