Το πρώτο βασικό συμπέρασμα της έκθεσης του Ινστιτούτο Εργασίας Κύπρου (ΙΝΕΚ) ΠΕΟ για την Οικονομία και την Απασχόληση 2025 είναι η επιβεβαίωση της διάστασης μεταξύ οικονομικής μεγέθυνσης και καθολικής ευημερίας, δήλωσε η ΓΓ της ΠΕΟ Σωτηρούλα Χαραλάμπους κατά την παρουσίαση της έκθεσης.
Σύμφωνα με την κ. Χαραλάμπους, η έκθεση του ΙΝΕΚ ΠΕΟ «απομυθοποιεί την επιλεκτική χρήση από τις εργοδοτικές οργανώσεις και την Κυβέρνηση στοιχείων όπως η αύξηση του μέσου όρου των μισθών» και «ανατρέπει το αφήγημα ότι οι αυξήσεις στους μισθούς αποβαίνουν σε βάρος των επενδύσεων και σε βάρος της οικονομίας», ενώ «καταγράφει την σημαντική υστέρηση του κατώτατου μισθού».
«Οι αναβαθμίσεις της οικονομίας και η ισχυρή ανάπτυξη δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι αποτέλεσμα της υποτίμησης της εργασίας αυτό δημιουργεί ένα εκρηκτικό κοινωνικό μείγμα, αυτό δημιουργεί περιορισμό στις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας», πρόσθεσε.
Ειδικότερα, η ΓΓ της ΠΕΟ είπε ότι η Κύπρος το 2025 είναι η 13η πλουσιότερη χώρα της ΕΕ των 27, αλλά «με κριτήριο την αγοραστική δύναμη των μέσων μισθών είναι στην 21η θέση μαζί με χώρες που έχουν ΑΕΠ ανά κάτοικο από 15% ως 30% χαμηλότερο της Κύπρου».
Αναφορικά με το δεύτερο βασικό στοιχείο που αναδεικνύει η έκθεση, η κ. Χαραλάμπους είπε ότι αυτό είναι «το γεγονός ότι οι αυξήσεις που έχουν επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια - που όπως καταγράφεται στα συμπεράσματα οφείλονται ‘στις παρεμβάσεις των εργατικών συνδικάτων, στην μείωση του ποσοστού ανεργίας και στην εφαρμογή του κατώτατου μισθού’ - ναι μεν έχουν συμβάλει στον σχηματισμό ενός επίπεδου αντίστασης στην αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της μισθωτής εργασίας, αλλά αυτό το αποτέλεσμα δεν αντισταθμίζει την αναδιανομή του εισοδήματος που έχει πραγματοποιηθεί σε βάρος της μισθωτής εργασίας που υπολογίζεται σε διαρθρωτική μετατόπιση από το μερίδιο της εργασίας στον επιχειρηματικό τομέα κατά 7,2 εκατοστιαίες μονάδες».
«Αυτή η κατάσταση φέρνει την Κύπρο να είναι μια από τις τρεις χώρες της ΕΕ που το μερίδιο της εργασίας είναι μικρότερο του 50%», πρόσθεσε.
Σε σχέση με το τρίτο στοιχείο της έκθεσης που σχετίζεται με την πολιτική μισθών, η ΓΓ της ΠΕΟ είπε ότι συμπέρασμα της έκθεσης είναι ότι προκειμένου ο κατώτατος μισθός να αντιστοιχεί στο επίπεδο ανάπτυξης της χώρας και της παραγωγικότητας «θα πρέπει να τύχει σημαντικής αύξησης».
Αναφορικά με το συμπέρασμα της έκθεσης που αφορά το επίπεδο των μισθών, η κ. Χαραλάμπους είπε ότι αυτό είναι πως οι μέσες απολαβές των διευθυντικών στελεχών που σε ποσοστό αποτελούν το 4,5% του συνόλου των μισθωτών, αυξάνουν τις μέσες απολαβές του συνόλου των μισθωτών κατά 15%».
Ανέφερε ότι τα συμπεράσματα της έκθεσης είναι αρκούντως τροχιοδεικτικά, όπως είπε, των προτεραιοτήτων πάνω στις οποίες οφείλουμε να εστιάσουμε τα επόμενα χρόνια που είναι «ουσιαστικές αυξήσεις στις απολαβές που να οδηγούν σε βελτίωση της κατανομής μεταξύ μισθών και κερδών με έμφαση στους χαμηλά αμειβόμενους και με στόχο την σμίκρυνση της ψαλίδας μεταξύ χαμηλά και ψηλά αμειβόμενων».
«Αυτός ο στόχος περιλαμβάνει και την συζήτηση για την αναθεώρηση του κατώτατου μισθού», ανέφερε και πρόσθεσε πως «η Κύπρος είναι η μόνη χώρα της ΕΕ που το 2025 δεν προχώρησε σε αύξηση του κατώτατου μισθού».
Είπε ακόμη ότι η προσοχή στη συζήτηση που άρχισε για την αναθεώρηση του Κατώτατου Μισθού «επικεντρώνεται στην ουσιαστική αύξηση και στις δυο κατηγορίες κατώτατου μισθού (πρόσληψη και μετά από εξάμηνη υπηρεσία), την ωριαία απόδοση του Κατώτατου Μισθού όπως και στις άλλες προβληματικές πρόνοιες που συνθέτουν το διάταγμα».
«Τόσο η γενική κατάσταση της οικονομίας όσο και η κατάσταση τομέων στους οποίους κατά χιλιάδες απασχολούνται εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται με τον κατώτατο μισθό (λιανικό εμπόριο, εστίαση κλπ) τεκμηριώνει πλήρως το αίτημα μας για ουσιαστική αύξηση του κατώτατου μισθού», πρόσθεσε.
Η κ. Χαραλάμπους είπε ότι «η θετική επίπτωση των αυξήσεων που επιτυγχάνουμε μέσα από τις συλλογικές συμβάσεις θα διαβρώνεται και θα υπονομεύεται όσο συνεχίζεται η υφιστάμενη κατάσταση της άρνησης εφαρμογής τους από μεγάλη μερίδα εργοδοτών και της προώθησης των ατομικών ρυθμίσεων εργασίας».
«Τα θεμέλια του συστήματος εργασιακών σχέσεων το οποίο στηρίζεται στην ρύθμιση των ορών απασχόλησης με Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας και στο οποίο θεωρητικά εκφράζουν προσήλωση οι εργοδοτικές οργανώσεις υπονομεύονται όταν ενώ οι εκπρόσωποι τους, ως συλλογικοί εκφραστές των συμφερόντων των εργοδοτών, υπογράφουν συμβάσεις μετά την υπογραφή τους οι ίδιοι ερμηνεύουν ότι η συμφωνία εφαρμόζεται μόνο για όσους και όσες υπέγραψαν δήλωση μέλους σε συντεχνία», πρόσθεσε.
Είπε ακόμη ότι «η ίδια η Κυβέρνηση υπονομεύει το σύστημα εργασιακών σχέσεων και συνηγορεί στους χαμηλούς μισθούς όταν δίνει άδειες απασχόλησης εργαζομένων από τρίτες χώρες σε εργοδότες που παραβιάζουν ή που δεν εφαρμόζουν Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ)».
Επιπλέον, ανέφερε ότι η υιοθέτηση πρότυπων συμβάσεων σε τομείς που παραχωρούνται άδειες εργασίας για απασχόληση εργαζομένων από τρίτες χώρες που να είναι αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ Υπουργείου Εργασίας, Συντεχνίων και εργοδοτών, η εφαρμογή του Πρότυπου Συμβολαίου για έργα του δημοσίου που υποχρεώνει στην εφαρμογή των ΣΣΕ σε όσους λαμβάνουν δημόσιες συμβάσεις και σε όσους λαμβάνουν χορηγίες από το κράτος είναι αποφάσεις τις οποίες οφείλει η κυβέρνηση να λάβει με στόχο την στήριξη των ΣΣΕ και την διασφάλιση αξιοπρεπών μισθών.
Επίσης, η ΓΓ της ΠΕΟ είπε ότι επιπλέον εύρημα της έκθεσης είναι ότι αυξάνεται η απόσταση μεταξύ της ικανότητας χρηματοδότησης και της πραγματοποίησης επενδύσεων παγίου κεφαλαίων.
Τέλος, η κ. Χαραλάμπους είπε ότι στα συμπεράσματα της έκθεσης καταγράφεται επίσης ότι «οι σημαντικές αυξήσεις των μισθών δεν έχουν μόνο οικονομική σημασία, αλλά και κοινωνική».
«Οι εργαζόμενοι έχουν δικαίωμα σε καλύτερους μισθούς, σε καλύτερες συνθήκες εργασίας, σε εργασία με δικαιώματα. Δικαιούνται πολύ μεγαλύτερο μερίδιο από τον πλούτο που παράγει και προσφέρει η δουλειά τους», κατέληξε.
Έκθεση ΙΝΕΚ
Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕΚ ΠΕΟ, η άνοδος του πραγματικού μισθού κατά 13% έναντι της μέσης τιμής των ετών 2006-2012, παρόλο που προστατεύει την αγοραστική δύναμη των μισθωτών, και παρά την βελτίωση του κατώτατου μισθού που προστατεύει τους χαμηλόμισθους, δεν αντισταθμίζει αλλά απλώς αναχαιτίζει την αναδιανομή του εισοδήματος που έχει πραγματοποιηθεί σε βάρος της μισθωτής εργασίας.
Αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι στην αύξηση κατά 13% του μέσου πραγματικού μισθού, έχει συμβάλλει και η ταχεία εισροή αλλοδαπών εργαζομένων υψηλής ειδίκευσης των οποίων οι αμοιβές εργασίας είναι υψηλές μέχρι πολύ υψηλές.
Προστίθεται ότι η Κύπρος είναι μία από τις τέσσερις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες το μερίδιο εργασίας είναι μικρότερο του 50% και «επομένως, οι σημαντικές αυξήσεις της αγοραστικής δύναμης των μισθών έχουν καταστεί επείγουσες και επίκαιρες πολύ περισσότερο επειδή η κυπριακή οικονομία παρουσιάζει υψηλές επιδόσεις σε σύγκριση με τις άλλες 26 χώρες της ΕΕ».
Σύμφωνα με την έκθεση, η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους εργασίας μεταφέρθηκε μόνο κατά το ήμισυ στις τιμές (ευνοώντας την ανταγωνιστικότητα τιμής), ενώ «το υπόλοιπο ήμισυ χρησιμοποιήθηκε για να αυξήσουν οι επιχειρήσεις τα κέρδη τους».
Αναφέρεται επίσης ότι από την επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων προκύπτει ότι ο κατώτατος μισθός που καταβάλλεται στην Κύπρο είναι θεαματικά μικρότερος από αυτόν που δικαιολογούν το ΑΕΠ ανά κάτοικο και το επίπεδο της παραγωγικότητας.
«Προκειμένου ο κατώτατος μισθός να αντιστοιχεί στο επίπεδο ανάπτυξης της χώρας, θα έπρεπε να αυξηθεί κατά 28% και στο επίπεδο της παραγωγικότητας κατά 26%», προστίθεται.
Επιπλέον, αναφέρεται ότι ο πληθωρισμός προέρχεται από την επιδίωξη των επιχειρήσεων να επιτύχουν τα μέγιστα κέρδη ανεξάρτητα από τις μεταβολές των ονομαστικών μισθών.
«Επομένως, ο ισχυρισμός ότι οι αυξήσεις των μισθών οδηγούν αυτομάτως σε πληθωρισμό, είναι λανθασμένος διότι αγνοεί άλλους παράγοντες που εμπλέκονται στον σχηματισμό των τιμών, ιδιαίτερα τα περιθώρια κέρδους, τα οποία δεν πρέπει να θεωρούνται δεδομένα και αδιαμφισβήτητα», προστίθεται.
Αναφέρεται επίσης ότι είναι γενικό συμφέρον να συγκρατηθούν οι εισαγωγές και προστίθεται πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί «εάν μεταφερθεί εισόδημα από τα πλουσιότερα προς τα λιγότερο εύπορα νοικοκυριά που εμφανίζουν μικρή ροπή προς τις εισαγωγές, σε αντίθεση με τα πιο εύπορα νοικοκυριά, τα οποία δαπανούν μεγάλο ποσοστό του εισοδήματός τους στην αγορά εισαγομένων προϊόντων».
«Η αύξηση της κερδοφορίας μετά το 2005 οφείλεται, σχεδόν εξ ολοκλήρου, στην μείωση του εισοδηματικού μεριδίου των μισθών στον επιχειρηματικό τομέα της οικονομίας», προστίθεται.
Πηγή: ΚΥΠΕ

