"Πλήρης επιβεβαίωση το Ενδιάμεσο Πόρισμα για τις πολιτογραφήσεις"

Τι αναφέρει με ανακοίνωση της η Ελεγκτική Υπηρεσία για το ενδιάμεσο πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής για τα "χρυσά διαβατήρια".

Η Ελεγκτική Υπηρεσία εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με το δημοσιοποιημένο Ενδιάμεσο Πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής για τα "χρυσά διαβατήρια" σημειώνοντας ότι τα ευρήματα ταυτίζονται με τα όσα καταγράφει και η Ελεγκτική Υπηρεσία στις δύο Εκθέσεις της.

Στην ανακοίνωση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας καταγράφονται τα πορίσματα των δύο Εκθέσεων ενώ αναλύεται εκτενώς το Ενδιάμεσο Πόρισμα της τετραμελούς Ερευνητικής Επιτροπής.

Ακολουθεί αυτούσιο το παράρτημα με τα σχόλια της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για το Πόρισμα, ενώ το πλήρες κείμενο της ανακοίνωσης μπορείτε να το κατεβάσετε εδώ.

Η ενδιάμεση Έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής

Ο Γενικός Ελεγκτής έδωσε πολύωρη κατάθεση ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής την 1η Δεκεμβρίου 2020. Οι πολύ κριτικές ερωτήσεις, με έντονο το στοιχείο αμφισβήτησης, που υποβλήθηκαν από όλα τα μέλη της Επιτροπής προς τον Γενικό Ελεγκτή, καθιστούν ακόμη πιο σημαντικό το πόρισμα της Επιτροπής αφού είναι προφανές ότι, για να καταλήξει η πλειοψηφία των μελών σε αυτό, είχε αφετηρία μία εντελώς διαφορετική θέση. Συνεπώς, τα συμπεράσματά τους δεν προέκυψαν αβίαστα αλλά μετά από σοβαρό προβληματισμό. 

Τούτο ενισχύεται και από την αναφορά στις σελ. 72-74 του πορίσματος, από τις οποίες προκύπτει ότι αρχικά (τουλάχιστον μέχρι τις 12.1.2021, δηλαδή 4 μήνες μετά τον διορισμό τους) η πλειοψηφία της Επιτροπής (με κάποια επιφύλαξη του μέλους κ. Π. Ιωάννου) είχε υιοθετήσει τη θέση ότι δήθεν οι πολιτογραφήσεις επενδυτών δεν συνιστούν διοικητικές πράξεις (αλλά «ιδιότυπες» αποφάσεις). Η θέση αυτή, εάν τελικά υιοθετείτο, θα οδηγούσε σε εντελώς διαφορετικό συμπέρασμα ως προς τη νομιμότητα χιλιάδων πολιτογραφήσεων, αλλά και γενικά ως προς την υποχρέωση του Υπουργικού Συμβουλίου να σέβεται και να τηρεί τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, όπως είναι η αρχή της νομιμότητας, η αρχή της αμεροληψίας, η ορθή άσκηση της διακριτικής εξουσίας (που καθορίζει και τι εστί κατάχρηση εξουσίας), η υποχρέωση αιτιολογίας των διοικητικών πράξεων κ.λπ.

Η εγκατάλειψη στην πορεία από την πλειοψηφία της Επιτροπής των θέσεων αυτών (με μόνη εξαίρεση το μέλος της Επιτροπής, Βοηθό Γενικού Ελεγκτή, κ. Κ. Κυριάκου που για τους δικούς του λόγους παρέμεινε μέχρι τέλους προσκολλημένος σε αυτές), θέσεων που προφανώς αποτελούσαν νομικούς ακροβατισμούς, αποτελούν σοβαρή ένδειξη ότι οι εκθέσεις της Ελεγκτικής Υπηρεσίας που είχαν προηγηθεί, ενδεχομένως και η δημόσια συζήτηση των θεμάτων αυτών που προκλήθηκε μετά τη δημοσίευση των εκθέσεών μας, συνέβαλαν θετικά στη διαμόρφωση ορθών και ασφαλών συμπερασμάτων από την πλειοψηφία της Επιτροπής. 

Η πιο πάνω διαπίστωση καταρρίπτει, κατά την άποψή μας, τον ισχυρισμό ότι η εκ μέρους της Υπηρεσίας μας παράλληλη διεξαγωγή ελέγχου ή/και η δημοσιοποίηση των εκθέσεών μας μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά το έργο της Ερευνητικής Επιτροπής. Αν υπήρξε κάποιος επηρεασμός, αυτός με βεβαιότητα ήταν θετικός, εάν το ζητούμενο ήταν η διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων και η κατάληξη σε ορθά και ασφαλή συμπεράσματα. 

Επίσης, από το εκτενές και καλά δομημένο και τεκμηριωμένο ενδιάμεσο πόρισμα της Ερευνητικής Επιτροπής, μπορούν, έστω και στο βαθμό που αυτό έχει δημοσιοποιηθεί, να εξαχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα που αφορούν την Υπηρεσία μας:

(α)    Υπήρξε πλήρης επιβεβαίωση των ευρημάτων της Υπηρεσίας μας που αφορούν τις δεκάδες παράνομες πολιτογραφήσεις δήθεν διευθυντικών στελεχών της εταιρείας «Α», της εταιρείας που διαχειρίζεται το καζίνο θέρετρο και της εταιρείας που σχετίζεται με την Μαρίνα Αγίας Νάπας. Αυτό αποτελεί την καλύτερη απάντηση στην Κυβέρνηση που επιχείρησε να απαξιώσει με σκαιό τρόπο τις εκθέσεις μας και να αποδώσει στον Γενικό Ελεγκτή ανάρμοστη συμπεριφορά, εκτροπή από τα συνταγματικά πλαίσια, πολιτικά κίνητρα και σκοπιμότητες. 
Είναι πλέον σαφές ότι η παραχώρηση υπηκοοτήτων ορισμένα χρόνια μετά τη λήψη απόφασης και την έναρξη υλοποίησης μιας επένδυσης, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να  θεωρηθεί ως κίνητρο για την επένδυση, ειδικά όταν αυτό αφορά πρόσωπα που ουδέποτε εργάστηκαν στην Κύπρο ως διευθυντές και γίνεται παράνομα και με αδιαφάνεια. Προφανώς δε, επουδενί επιτρέπεται να χρησιμοποιείται η υψίστη έννοια του δημοσίου συμφέροντος ως Κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τη συγκάλυψη παρανομιών.  

(β)    Υπήρξε πλήρης επιβεβαίωση των ευρημάτων της Υπηρεσίας μας που αφορούν τις παράνομες και καθ’ υπέρβαση εξουσίας πολιτογραφήσεις των μελών της οικογένειας χιλιάδων πολιτογραφηθέντων αλλοδαπών και της διαπίστωσής μας ότι, σε πολλές περιπτώσεις, τούτο χρησιμοποιήθηκε ως δούρειος ίππος για την πολιτογράφηση προσώπων με προφίλ υψηλού κινδύνου.

(γ)    Πέραν των οδηγιών του τέως Υπουργού Εσωτερικών (νυν Υπουργού Οικονομικών) για επίσπευση της παράνομης πολιτογράφησης των 18 προσώπων συν 9 συγγενών τους που σχετίζονται με το καζίνο, ο ίδιος κατέθεσε ενώπιον της Ερευνητικής Επιτροπής ότι έδωσε οδηγίες για επίσπευση σε άλλες 9 περιπτώσεις που όπως ισχυρίστηκε «αφορούσαν διευκόλυνση επενδυτών κατόπιν τεκμηρίωσης για θέματα υγείας και άλλους ανθρωπιστικούς λόγους». 

Ωστόσο, στη σελίδα 167 του Πορίσματος υπάρχει παραδοχή του ίδιου του Υπουργού για οδηγίες του για επίσπευση αίτησης μετά από παρέμβαση μητροπολίτη, που τελικά αφορούσε πρόσωπο σχετιζόμενο με καζίνο στα κατεχόμενα και λαθρεμπόριο τσιγάρων, αίτηση που τελικά απορρίφθηκε.

Επίσης, στις σελίδες 290 και 374 υπάρχει αναφορά σε περίπτωση η οποία αρχικά είχε απορριφθεί, αλλά τελικά όχι μόνο εγκρίθηκε αλλά προωθήθηκε κατ’ επίσπευση. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπιζε ιατρικά προβλήματα που καθιστούσαν αδύνατη τη μετάβασή του στη Δημοκρατία ώστε να ληφθούν τα βιομετρικά του στοιχεία για σκοπούς έκδοσης άδειας παραμονής και ζήτησε όπως τα βιομετρικά του στοιχεία ληφθούν στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στη χώρα διαμονής του. Τελικά, ο αιτητής πολιτογραφήθηκε χωρίς καν να έχει άδεια παραμονής όπως απαιτούσαν τα εν ισχύι κριτήρια.

(δ)    Υπήρξαν από την Ερευνητική Επιτροπή ανάλογης φύσεως ευρήματα όπως αυτά της Υπηρεσίας μας για τους 5 φακέλους που είχαμε στα χέρια μας, όπως πολιτογράφηση προσώπων που δεν κατείχαν λευκό ποινικό μητρώο, δεν κατείχαν μόνιμη κατοικία, χωρίς να διασφαλίζεται η προέλευση των χρημάτων από το εξωτερικό, των οποίων η επένδυση μπορεί να θεωρηθεί ως υψηλού κινδύνου για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, που ήταν πολιτικά εκτεθειμένο πρόσωπο, για τα οποία υπήρχε εκκρεμής διερεύνηση από την Interpol της χώρας καταγωγής του για αδικήματα οικονομικής φύσεως, ευρήματα που αφορούν στοιχεία δεικνύοντα την ύπαρξη μη υγιών συναλλαγών κ.λπ.

4.    Σε σχέση με τα ευρήματα της παραγράφου (δ) πιο πάνω, η Ερευνητική Επιτροπή, έχουσα στα χέρια της χιλιάδες φακέλους και μεγάλο αριθμό υποστηρικτικού προσωπικού που τους διεξήλθε, παρήγαγε πολύ σημαντικό και αξιόλογο έργο το οποίο η Υπηρεσία μας, ενεργώντας σε δειγματοληπτική βάση, δεν θα μπορούσε εύκολα να παραγάγει σε τέτοια έκταση. Από την άλλη, η Ερευνητική Επιτροπή δεν εισήλθε στο ίδιο βάθος με την Ελεγκτική Υπηρεσία σε κάποιες πτυχές των περιπτώσεων που εξέτασε (π.χ. στα απορρέοντα φορολογικά θέματα) και αυτό είναι λογικό αφού οι έλεγχοι της Ελεγκτικής Υπηρεσίας είναι διαφορετικής φύσεως από το αντικείμενο έρευνας της Ερευνητικής Επιτροπής. 

Αυτό επιβεβαιώνει την κατ’ επανάληψη εκφρασθείσα θέση μας ότι το έργο της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και της Ερευνητικής Επιτροπής δεν ήταν αμοιβαίως αποκλειόμενα, αλλά αντίθετα θα μπορούσε να είναι συμπληρωματικά και να γίνονται χωρίς κανένα πρόβλημα, παράλληλα και ταυτόχρονα, όπως δηλαδή είχε γίνει και με την Ερευνητική Επιτροπή για την κατάρρευση του Συνεργατισμού.
Τούτο, μαζί την ανάγκη προάσπισης των συνταγματικών εξουσιών της Ελεγκτικής Υπηρεσίας καθώς και των θεμελιωδών αρχών ανεξαρτησίας που διέπουν τη δράση και λειτουργία της (για τις οποίες υπήρξε και η γνωστή παρέμβαση από τον INTOSAI που επιβεβαίωσε τις θέσεις μας), υπαγόρευαν την ανάγκη για απρόσκοπτη διεξαγωγή του ελέγχου που η Υπηρεσία μας είχε ξεκινήσει πριν διοριστεί η Ερευνητική Επιτροπή. 

Με προσήλωση στις αρχές αυτές, με αντικειμενικότητα και επαγγελματισμό, η Ελεγκτική Υπηρεσία, στο πλαίσιο πάντα του Συντάγματος και των σχετικών νόμων, συνεχίζει απερίσπαστη το έργο εφ’ ω ετάχθη. Αυτή την περίοδο διεξάγεται έλεγχος στις πολιτογραφήσεις που εγκρίθηκαν μετά τη θέσπιση των νέων Κανονισμών στις 18.8.2020 και οι οποίες δεν εμπίπτουν στους όρους εντολής της Ερευνητικής Επιτροπής. 

Όσον αφορά τον έλεγχο που είχαμε εξαγγείλει στις 28.8.2020 και ο οποίος δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθεί λόγω της μη παραχώρησης πρόσβασης στους σχετικούς φακέλους, όταν μας δοθεί πρόσβαση στους φακέλους της περιόδου προ τις 18.8.2020, θα αποφασίσουμε αν θα ολοκληρωθεί ο έλεγχος όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί, ή αν θα υπάρξει διαφοροποίηση στο είδος και τη μορφή του ελέγχου που θα διεξαγάγουμε για εκείνη την περίοδο.

Αναμένουμε τώρα τη χωρίς καθυστέρηση αναζήτηση τυχόν ευθυνών στη βάση των ειδικών εκθέσεών μας και του πορίσματος της Ερευνητικής Επιτροπής.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ