Ο Capital Intelligence επιβεβαίωσε την αξιολόγηση της Τράπεζας Κύπρου

Ο σταθερός ορίζοντας καταδεικνύει ότι δεν αναμένεται κάποια αλλαγή στην αξιολόγηση το επόμενο έτος.

O οίκος αξιολόγησης Capital Intelligence Ratings (CIR) επαναβεβαίωσε τη μακροπρόθεσμη και βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση (FCR) της Τράπεζας Κύπρου στο ΒΒ- και Β αντίστοιχα, αναθέτοντας σταθερό ορίζοντα.
 
Σύμφωνα με τον CIR, o σταθερός ορίζοντας καταδεικνύει ότι δεν αναμένεται κάποια αλλαγή στην αξιολόγηση το επόμενο έτος «λόγω του μεγάλου αποθέματος μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων (ΜΕΧ) της τράπεζας, της σημαντικά απομειωμένης κεφαλαιακής θέσης λόγω του υψηλού επιπέδου των ανεξασφάλιστων ΜΕΧ και του σχετιζόμενου υψηλού κόστους κινδύνου».
 
Ο οίκος με έδρα τη Λεμεσό θεωρεί πως η δομική χρηματοοικονομική ευρωστία (CFR, core financial strength) στηρίζεται από τις ισχυρές εγχώριες εργασίες και την καλή ρευστότητα και το χρηματοδοτικό προφίλ, προσθέτοντας πως λαμβάνει υπόψη την πρόοδο που επιτεύχθηκε στην μείωση των ΜΕΧ.
 
Σημειώνει ωστόσο ότι οι αξιολογήσεις περιορίζονται από την ακόμη αδύναμη κεφαλαιακή θέση, όπως καταδεικνύεται από το υψηλό δείκτη ΜΕΧ, παρά την σημαντική πρόοδο στα τελευταία χρόνια, και την απομείωση της κεφαλαιακής θέσης, λόγω του μεγάλου αποθέματος ανεξασφάλιστων ΜΕΧ.
 
Σύμφωνα με τον CIR, πρόσθετες προκλήσεις προέρχονται από το υψηλό επίπεδο έκθεσης της τράπεζας σε ακίνητα και τη χαμηλή κερδοφορία λόγω του συρρικνούμενων καθαρών επιτοκιακών εσόδων και των υψηλών λειτουργικών εξόδων.
 
O CIR σημειώνει ότι το δανειακό χαρτοφυλάκιο της τράπεζας παρουσίασε μεγάλη συρρίκνωση έπειτα από την πώληση της θυγατρικής στο Ηνωμένο Βασίλειο και τις πωλήσεις ΜΕΧ (project Helix και Velocity), προσθέτοντας πως πλέον η τράπεζα είναι επικεντρωμένη στο χαρτοφυλάκιο των ΜΕΧ από μικρομεσαίες επιχειρήσεις και των λιανικών ΜΕΧ.
 
Επισημαίνει δε πως μαζί με τα δάνεια στους τομείς των ακινήτων και των κατασκευών, η έκθεση της τράπεζας στον τομέα των ακινήτων είναι σημαντική, για να προσθέτει πως παρά την πρόσφατη βελτίωση, η ποιότητα της έκθεσης αυτής παραμένει αδύναμη όπως καταδεικνύεται από υψηλό μερίδιο των ΜΕΧ.
 
Αναφέρει ωστόσο ότι παράγοντα μετριασμού συνιστά η ανάκαμψη στην αγορά ακινήτων τα πρόσφατα χρόνια.
 
Περαιτέρω σημειώνει πως μετά τις πωλήσεις ΜΕΧ και την οργανική μείωσή τους, η γενικότερη ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού βελτιώθηκε σημαντικά, σημειώνοντας όμως ότι στο τέλος του πρώτου εξαμήνου, ο δείκτης ΜΕΧ παρέμεινε υψηλός.
 
Επισημαίνει παράλληλα πως τα δάνεια στο στάδιο 2 του λογιστικού προτύπου IFRS 9 ήταν αρκετά σημαντικά, καταδεικνύοντας δυνητικές περιοχές μελλοντικών πιστωτικών απωλειών. Εξάλλου, ο CIR τονίζει πως ο δείκτης κάλυψης περιλαμβανομένης της προσαρμογής βάσει της εύλογης αξίας βελτιώθηκε σε μέτριο επίπεδο, το οποίο αποτελεί αντανάκλαση του επιπέδου των εμπράγματων εξασφαλίσεων.
 
Ο οίκος σημειώνει ακόμη ότι η τράπεζα παραμένει επικεντρωμένη στην μείωση του ισολογισμού της διατηρώντας τον ρυθμό των οργανικών μειώσεων ΜΕΧ, ενώ υπό εξέταση βρίσκεται και μια νέα δυνητική πώληση ΜΕΧ τον επόμενο χρόνο. Τονίζει όμως ότι ο ρυθμός μείωσης των ΜΕΧ μπορεί να περιοριστεί από τις τροποποιήσεις που επέφερε η Βουλή στο πλαίσιο των εκποιήσεων, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
 
Σύμφωνα με τον CIR, σημαντικά ατού της τράπεζας είναι η μεγάλη καταθετική βάση και το σημαντικό μερίδιο αγοράς τόσο σε εγχώριες όσο και μη εγχώριες καταθέσεις. Συμπληρώνει δε πως η Τράπεζα Κύπρου παραμένει η μεγαλύτερη τράπεζα στην Κύπρο με σημαντικό μερίδιο τόσο όσον αφορά τα δάνεια όσο και τις καταθέσεις στο νησί. Εκτιμά ότι μετά την πώληση της θυγατρικής στο Ηνωμένο Βασίλειο, η τράπεζα θα επικεντρωθεί αποκλειστικά στην Κύπρο όπου είναι ο ηγέτης τόσο στην παραχώρηση δανείων όσο και άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, με το ευνοϊκό περιβάλλον και την υγιή οικονομική ανάπτυξη στην Κύπρο να παρέχουν ευκαιρίες για πιστωτική επέκταση.
 
Τέλος, ο CIR επισημαίνει ότι καθώς το καθαρό επιτοκιακό εισόδημα μειώνεται το υψηλά λειτουργικά κόστη συνιστούν σημαντική πρόκληση για την τράπεζα, όπως ισχύει και για τον κύριο εγχώριο ανταγωνιστή της, και σημειώνει ότι παρά την επικέντρωση στη μείωση του κόστους προσωπικού, η κερδοφορία θα περιορίζεται λόγω του υψηλού επιπέδου των ΜΕΧ.

Καλύτερη τράπεζα στις αγορές συναλλάγματος στην Κύπρο για το 2020

Στο μεταξύ, ως η καλύτερη τράπεζα στις αγορές συναλλάγματος στην Κύπρο για το 2020 αναγνωρίστηκε η Τράπεζα Κύπρου από το περιοδικό  «Global Finance».

Όπως αναφέρει ανακοίνωση της Τράπεζας, η αναγνώριση ως «Best Foreign Exchange Provider» για το 2020 επιβραβεύει τις συνεχείς ενέργειες της Τράπεζας αναφορικά με την έρευνα και ανάλυση στον τομέα του FX καθώς και την τεχνολογική αναβάθμιση σε σχέση με  τις αγορές συναλλάγματος.

Το «Global Finance», στο πλαίσιο της επιλογής των καλύτερων τραπεζών, εξέτασε τα στοιχεία αναλυτών του κλάδου, τις απόψεις από διευθυντικά στελέχη εταιρειών καθώς και εμπειρογνώμονες τεχνολογίας.

Κατά την επιλογή των βραβευθέντων λήφθηκαν υπόψη παράγοντες όπως η καινοτομία, η αύξηση της αποδοτικότητας, η μείωση των κινδύνων και η ελαχιστοποίηση του κόστους.
 
«Η ανταλλαγή συναλλάγματος βρίσκεται στον πυρήνα του διεθνούς εμπορίου, το οποίο σήμερα απειλείται από αναζωπυρωμένο εθνικιστικό ζήλο, ενώ κάνει έκκληση για προστατευτισμό», σημειώνει ο Joseph D. Giarraputo, εκδότης και αρχισυντάκτης του περιοδικού. «Τα ετήσια βραβεία FX αναδεικνύουν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν σταθερότητα και την απαραίτητη γνώση στους πελάτες τους ώστε να μπορέσουν να περιηγηθούν μέσα σε αυτό το σύνθετο και ραγδαία μεταβαλλόμενο περιβάλλον».

Στο πλαίσιο της αναπτυξιακής αυτής προσπάθειας, το περιοδικό ενθαρρύνει τις τράπεζες και τους παρόχους τεχνολογικών υπηρεσιών να συνεργάζονται με τους πελάτες τους για την υποβολή των παρατηρήσεών τους.

Πηγή: ΚΥΠΕ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ