Πρ. Δημοσιονομικού Συμβουλίου: Ποιες επιχειρήσεις πρέπει να στηριχθούν

Το σημαντικό είναι η βιωσιμότητα την επόμενη ημέρα μετά την κρίση.

Του Χρήστου Μιχάλαρου

Πρώτιστο κριτήριο για την στήριξη μιας επιχείρησης, είτε από το κράτος είτε από τις τράπεζες, είναι την επόμενη ημέρα, μετά την πάροδο της κρίσης του κορωνοϊού, να είναι βιώσιμη, ανεξαρτήτως αν έχει κάποιο δάνειο σε καθυστέρηση. 

Την θέση αυτή εξέφρασε μιλώντας στην “Πρώτη Εκπομπή” του Ράδιο Πρώτο ο Πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Δημήτρης Γεωργιάδης, προσθέτοντας ότι τα κριτήρια είναι αυτά που θα διασφαλίσουν την βιωσιμότητα και την αποτελεσματικότητα του σχεδίου. 

“Προσωπική μου θέση είναι ότι, ανεξαρτήτως αν ένα δάνειο ήταν εξυπηρετούμενο ή μη, αν η αξιολόγηση του συγκεκριμένου πελάτη είναι ότι με την πάροδο της κρίσης θα καταστεί βιώσιμος, τότε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είτε με σχέδιο της Κυβέρνησης είτε μέσω της τράπεζας, θα πρέπει να διασωθεί. Αυτό θα πρέπει να είναι το κριτήριο. Πάντα όμως θα νιώθει κάποιος αδικημένος, αλλά για πρακτικούς λόγους, για να δουλέψει το σύστημα, κάτι πρέπει να γίνει”, τόνισε. 

Σύμφωνα με τον ίδιο, μπορεί το σχέδιο να μην συμπεριλάβει εν τέλει κάποιους που θα έπρεπε να στηριχθούν, όμως από εκεί και πέρα αν μπορούν να γίνουν κάποιες αλλαγές ίσως εξαντληθούν τα αποθεματικά του κράτους δημιουργώντας έτσι περισσότερα προβλήματα και ανεργία στο μέλλον. 

Πέραν τούτου, σύμφωνα με τον κο Γεωργιάδη, ο πρώτος που θα έχει όφελος να προχωρήσει σε μια τέτοια στήριξη επιχειρήσεων, είναι η ίδια η τράπεζα και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. 

“Αν η τράπεζα δεν στηρίξει τους συγκεκριμένους πελάτες, από τη στιγμή που έχει ρευστότητα, έστω κι αν δεν έχει επιδότηση ή εγγύηση, η πρώτη που θα χάσει είναι η ίδια η τράπεζα”, σημείωσε. 

Στην παρατήρηση ότι οι τράπεζες ήδη από την εποχή πριν τον κορωνοϊό δυσκολεύονταν να δώσουν δάνεια, λόγω των αυστηρών κριτηρίων, πώς είναι δυνατόν με τόση ευκολία να δώσουν τώρα, απάντησε ότι η δυσκολία υπάρχει, ωστόσο το ερώτημα παραμένει: θα είναι βιώσιμες οι επιχειρήσεις μετά την κρίση και μετά την βοήθεια που θα λάβουν; 

“Αν ξεκινήσουμε από την υπόθεση ότι η τράπεζα δεν μπορεί να κάνει την δουλειά της, δεν υπάρχει λόγος να συζητούμε, θα κλείσουν όλα, όποια εγγύηση ή επιτόκιο κι αν δοθούν. Αν η τράπεζα δεν μπορεί να προβεί σε αυτή την αξιολόγηση, κάτι που δεν είναι μια μαθηματική φόρμουλα, αλλά πιθανά σενάρια που θέλει η τράπεζα να αναλάβει ως ρίσκο, δεν γίνεται. Αυτό που κάνει σε κάποιο βαθμό η Κυβέρνηση είναι να διαφοροποιήσει σε κάποιο βαθμό το ρίσκο που θέλει να αναλάβει η τράπεζα”, εξήγησε. 

Στην παρατήρηση ότι ο επιπλέον δανεισμός, όσο χαμηλότοκος κι αν είναι υπό τις παρούσες συνθήκες, θα επιδεινώσει το ούτως ή άλλως υψηλό ποσοστό δημόσιου χρέους, ο κος Γεωργιάδης απάντησε ότι “οι εκτιμήσεις, τόσο του Διοικητή της Κεντρικής τράπεζας, όσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και του Δημοσιονομικού Συμβουλίου, γίνονταν εδώ και χρόνια. Την μείωση του δημόσιου και του ιδιωτικού χρέους την πετυχαίνει κανείς στις καλές περιόδους. Είχαμε ρυθμούς ανάπτυξης μέχρι και 4%, δραστική μείωση της ανεργίας και σε μεγάλο βαθμό βλέπαμε μια τάση για επιστροφή στις αυξήσεις, σε προσλήψεις και νέα επιδόματα. Αν οι γίνονταν όλες οι μεταρρυθμίσεις που έπρεπε, σήμερα θα είμαστε σε ακόμα καλύτερη θέση”, ανέφερε. 

Στην ερώτηση ποιος έφερνε εμπόδια για να γίνουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, ο κος Γεωργιάδης απάντησε ότι αυτά εγείρονταν από παντού: οι απαιτήσεις των επιχειρήσεων, του κόσμου, των νοικοκυριών. 

“Αυτές δεν είναι πάντα παράλογες. Ο καθένας κοιτάζει το προσωπικό του συμφέρον και θα διεκδικήσει. Από εκεί και πέρα, το πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο θα πρέπει να φέρει αντιστάσεις και να εστιαστεί στο δημόσιο χρέος. Έγινε μια προσπάθεια, άρχισε το δημόσιο χρέος να έχει μια πτωτική πορεία, αλλά θα έπρεπε να έχει γίνει σε μεγαλύτερο βαθμό”, είπε προσθέτοντας ότι κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει μια κρίση λόγω του κορωνοϊού, αλλά όλοι γνωρίζουμε σε τακτά χρονικά διαστήματα “έρχεται ένας μετεωρίτης: δεν ξέρεις πότε θα έρθει και σε ποιο βαθμό θα σε χτυπήσει, αλλά αυτό που οφείλουν τα κράτη, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις είναι να έχουν ένα αποθεματικό”. 

Στόχος, θεωρητικά, αυτής της προσπάθειας, πρόσθεσε, είναι όπως όσες επιχειρήσεις είναι βιώσιμες, αλλά λόγω μιας προσωρινής κατάστασης θα έκλειναν λόγω έλλειψης ρευστότητας, θα πρέπει να βοηθηθούν είναι μέσω ενός σχεδίου εγγυήσεων, είτε μέσω ενός επιδοτημένου επιτοκίου, είτε με μια χορήγηση, ώστε όταν επανέλθει η οικονομία στους κανονικούς της ρυθμούς να μπορούν να δημιουργούν πλούτο, θέσεις εργασίας και φορολογικά έσοδα για το κράτος. 

“Δεδομένου όμως ότι τα αποθεματικά μας είναι πολύ περιορισμένα και υπάρχει τεράστιος βαθμός αβεβαιότητας, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Ακούγεται ψυχρό, αλλά πρέπει να φυλάξουμε πολεμοφόδια γιατί δεν ξέρουμε αν θα έρθει δεύτερη εισβολή”, είπε. 

Κληθείς να διευκρινίσει τι σημαίνει “περιορισμένο απόθεμα”, ο κος Γεωργιάδης απάντησε ότι όλες οι κινήσεις και οι εκτιμήσεις γίνονται βάσει παραδοχών. Ως εκ τούτου, με τις σημερινές προβλέψεις για την οικονομία και δεδομένης της πρόβλεψης ότι δεν θα υπάρχει δεύτερο κύμα εξάπλωσης μετά το φθινόπωρο, έχουμε αποθεματικό για 4 με 6 μήνες. Αν επαναρχίσει να λειτουργεί η οικονομία, όπως φαίνεται να συμβαίνει, δεν α υπάρξει πρόβλημα.  

Άλλη μια παραδοχή που γίνεται είναι ότι δεν θα υπάρξουν επιπλέον μέτρα μείωσης των κρατικών δαπανών εκ μέρους της Κυβέρνησης. 

“Αν αυτό συμβεί, τότε δεν αποκλείεται να προχωρήσουμε σε περικοπές δαπανών. Δεν αποκλείεται να αγγίξουμε το κρατικό μισθολόγιο. Όλα εξαρτώνται από διάφορους παράγοντες”, τόνισε. 

 

 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ